Η άμεση συμμετοχή των αμερικανικών δυνάμεων στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Γάζα από τον Οκτώβριο του 2023 —συμπεριλαμβανομένης της παροχής πληροφοριών για ισραηλινά πλήγματα και της εκτεταμένης συνεργασίας στον συντονισμό και τον σχεδιασμό— έχει καταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες μέρος της σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και παλαιστινιακών ένοπλων ομάδων. Ως αντιμαχόμενο μέρος, οι αμερικανικές δυνάμεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν συνευθυνες για παραβιάσεις των νόμων του πολέμου από τις ισραηλινές δυνάμεις, ενώ το προσωπικό των ΗΠΑ που εμπλέκεται θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπο με ατομική ποινική ευθύνη για εγκλήματα πολέμου, σύμφωνα με την οργάνωση.
«Η άμεση συμμετοχή των ΗΠΑ σε στρατιωτικές επιχειρήσεις με τις ισραηλινές δυνάμεις σημαίνει ότι, από άποψη διεθνούς δικαίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν και εξακολουθούν να είναι μέρος της ένοπλης σύγκρουσης στη Γάζα», δήλωσε η Σάρα Γιάγκερ, διευθύντρια του γραφείου της Human Rights Watch στην Ουάσινγκτον. «Το αμερικανικό στρατιωτικό και κατασκοπευτικό προσωπικό, καθώς και οι εργολάβοι που βοηθούν τις ισραηλινές δυνάμεις να διαπράξουν εγκλήματα πολέμου, ενδέχεται στο μέλλον να βρεθούν αντιμέτωποι με ποινικές διώξεις για θηριωδίες στη Γάζα».
Σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες μεταξύ Ισραήλ και παλαιστινιακών ένοπλων ομάδων στη Γάζα έχει καταστήσει τις ΗΠΑ εμπλεκόμενες στον πόλεμο από τον Οκτώβριο του 2023. Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν αναγνωρίσει ότι από τις 7 Οκτωβρίου 2023 οι ΗΠΑ έχουν παράσχει στο Ισραήλ εκτεταμένες επιχειρησιακές πληροφορίες που χρησιμοποιήθηκαν για τον εντοπισμό στόχων στη Γάζα, καθώς και στενό συντονισμό, σχεδιασμό και συλλογή πληροφοριών για τη στοχοποίηση ηγετών της Χαμάς.
Οι αμερικανικές κυβερνήσεις έχουν παραδεχθεί δημοσίως ότι οι ΗΠΑ συμμετέχουν στις εχθροπραξίες. Τον Οκτώβριο του 2024, ο τότε Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δήλωσε ότι είχε «δώσει εντολή στο προσωπικό των Ειδικών Δυνάμεων και στους επαγγελματίες πληροφοριών να συνεργαστούν πλάι-πλάι με τους Ισραηλινούς ομολόγους τους για να εντοπίσουν και να παρακολουθήσουν τον [Γιαχία] Σινουάρ και άλλους ηγέτες της Χαμάς που κρύβονται στη Γάζα. Με τη βοήθεια των πληροφοριών μας, οι Ισραηλινές Δυνάμεις Άμυνας (IDF) καταδίωξαν αδιάκοπα τους ηγέτες της Χαμάς».
Μετά την επανέναρξη των ισραηλινών αεροπορικών επιδρομών στη Γάζα στις 18 Μαρτίου 2025, η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Καρολάιν Λέβιτ, δήλωσε σε συνέντευξη ότι «η κυβέρνηση Τραμπ και ο Λευκός Οίκος είχαν συμβουλευθεί από τους Ισραηλινούς σχετικά με τις επιθέσεις τους στη Γάζα απόψε». Το Υπουργείο Υγείας της Γάζας ανέφερε ότι πάνω από 400 άνθρωποι σκοτώθηκαν εκείνο το βράδυ, κυρίως γυναίκες και παιδιά.
Σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, κάθε αντιμαχόμενο μέρος σε ένοπλη σύγκρουση έχει την υποχρέωση να σέβεται και να διασφαλίζει τον σεβασμό των νόμων του πολέμου από τις ένοπλες δυνάμεις του και όσους ενεργούν υπό τις εντολές ή τον έλεγχό του. Οι κυβερνήσεις πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να ασκούν την επιρροή τους ώστε να σταματήσουν παραβιάσεις, να ερευνούν πιθανά εγκλήματα πολέμου από τις δυνάμεις τους και να διώκουν ποινικά τους υπεύθυνους, σημειώνει η οργάνωση. Π
ροσθέτει πως κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών, οι ισραηλινές δυνάμεις έχουν διαπράξει μια σειρά από εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και πράξεις γενοκτονίας στη Γάζα. Από την ανάληψη της προεδρίας τον Ιανουάριο, η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, αντί να πιέσει για τον τερματισμό αυτών των παραβιάσεων, έχει εκδώσει δηλώσεις και έχει λάβει μέτρα που δείχνουν υποστήριξη ή συνενοχή στις παράνομες πράξεις των ισραηλινών δυνάμεων. Στις 25 Ιανουαρίου, ο Πρόεδρος Τραμπ πρότεινε ότι, όσον αφορά τη Γάζα, θα «καθάριζε ολόκληρη αυτή την περιοχή», υποστηρίζοντας ουσιαστικά τη μαζική βίαιη εκτόπιση του παλαιστινιακού πληθυσμού, πράξη που συνιστά έγκλημα πολέμου, έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και εθνοκάθαρση.
Η κυβέρνηση Τραμπ στηρίζει πλήρως το Ίδρυμα Ανθρωπιστικής Βοήθειας Γάζας (GHF), οι διανομές του οποίου έχουν οδηγήσει σε σχεδόν καθημερινά μαζικά περιστατικά θανάτων. Το σύστημα GHF διαχειρίζεταιται από δύο αμερικανικές ιδιωτικές υπεργολαβικές εταιρείες και ισχυρίζεται ότι λειτουργεί ανεξάρτητα από οποιαδήποτε κυβέρνηση. Οι ισραηλινές δυνάμεις έχουν επανειλημμένα ανοίξει πυρ εναντίον Παλαιστινίων αμάχων που αναζητούσαν βοήθεια σε αυτά τα σημεία, προκαλώντας εκατοντάδες θύματα — σε ενέργειες που συνιστούν εγκλήματα πολέμου. Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως μέρος της σύγκρουσης, έχουν νομικές ευθύνες βάσει του διεθνούς δικαίου για διεθνώς παράνομες πράξεις. Η Διεθνής Επιτροπή Δικαίου (International Law Commission), όργανο του ΟΗΕ, υιοθέτησε το 2001 τα Σχέδια Άρθρων για την Ευθύνη Κρατών. Σύμφωνα με το Άρθρο 16, ένα κράτος φέρει ευθύνη εάν «βοηθά ή συνδράμει» ένα άλλο κράτος στη διάπραξη διεθνώς παράνομης πράξης, γνωρίζοντας τις περιστάσεις.
Η επεξηγηματική σημείωση στο Άρθρο 16 ξεκαθαρίζει ότι η παροχή βοήθειας από μόνη της αρκεί για να ενεργοποιηθεί η κρατική ευθύνη, εφόσον η συνδρομή συμβάλλει ουσιαστικά στη διάπραξη της παράνομης πράξης, ειδικά όταν περιλαμβάνει υλική βοήθεια που χρησιμοποιείται στη συνέχεια για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η πώληση και προμήθεια όπλων από ένα κράτος σε άλλο, γνωρίζοντας ότι θα χρησιμοποιηθούν για διεθνώς παράνομες πράξεις, αποτελεί ξεκάθαρη παραβίαση του άρθρου 16. Τόσο η κυβέρνηση Μπάιντεν όσο και η δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ έχουν εγκρίνει μαζικές πωλήσεις όπλων και άλλες μορφές στρατιωτικής βοήθειας στο Ισραήλ. Σύμφωνα με το Security Assistance Monitor του Center for International Policy, οι ΗΠΑ έχουν μεταφέρει στο Ισραήλ τουλάχιστον 4,17 δισ. δολάρια σε όπλα μεταξύ Οκτωβρίου 2023 και Μαΐου 2025. Το ίδιο κέντρο κατέγραψε, βασιζόμενο σε στοιχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ότι τον Απρίλιο του 2025 υπήρχαν 751 ενεργές συμφωνίες πώλησης όπλων προς το Ισραήλ, αξίας 39,2 δισ. δολαρίων — παρά το γεγονός ότι οι αμερικανικές αρχές γνώριζαν πως οι ισραηλινές δυνάμεις διαπράττουν σοβαρές παραβιάσεις.
Τον Δεκέμβριο του 2023, ο Μπάιντεν είχε αναφερθεί στους «αδιάκριτους βομβαρδισμούς» του Ισραήλ, αλλά η κυβέρνησή του συνέχισε τη στρατιωτική βοήθεια, παρέχοντας τουλάχιστον 17,9 δισ. δολάρια τον επόμενο χρόνο. Μέχρι τον Μάρτιο του 2024, οι ΗΠΑ είχαν εγκρίνει πάνω από 100 πωλήσεις όπλων, συμπεριλαμβανομένων χιλιάδων βομβών μικρής διαμέτρου, κατευθυνόμενων πυρομαχικών, βομβών διάτρησης και άλλου πολεμικού υλικού. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει εντείνει ακόμη περισσότερο τη στρατιωτική υποστήριξη, εγκρίνοντας την αποδέσμευση φορτίου βομβών 2.000 λιβρών που ο Μπάιντεν είχε προσωρινά παγώσει. Στις 1 Μαρτίου, ο Υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο επιβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση Τραμπ είχε εγκρίνει σχεδόν 12 δισ. δολάρια σε στρατιωτική βοήθεια στο Ισραήλ, χρησιμοποιώντας έκτακτη εξουσία για να επιταχύνει την παράδοση 4 δισ. δολαρίων από αυτό το πακέτο.
Η Human Rights Watch, η Amnesty International και δεκάδες δημοσιογραφικές έρευνες —συμπεριλαμβανομένων των New York Times, Washington Post, AFP, CNN και NPR— έχουν τεκμηριώσει τη χρήση αμερικανικών όπλων στις ισραηλινές επιθέσεις. Η παροχή όπλων από τις Ηνωμένες Πολιτείες στο Ισραήλ, τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα για την διάπραξη εγκλημάτων πολέμου, καθιστά τις ΗΠΑ συνένοχες στη παράνομη χρήση τους.
Η Human Rights Watch καλεί εδώ και καιρό τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες κυβερνήσεις να κάνουν περισσότερα για την αποτροπή νέων θηριωδιών από το Ισραήλ, συμπεριλαμβανομένης της διακοπής πωλήσεων όπλων και στρατιωτικής βοήθειας, της επιβολής κυρώσεων σε Ισραηλινούς αξιωματούχους και της αναστολής προνομιακών εμπορικών συμφωνιών.
«Το διεθνές δίκαιο θεωρεί ένα κράτος νομικά συνένοχο όταν γνωρίζοντας βοηθά μια άλλη χώρα να διαπράξει σοβαρές παραβιάσεις των νόμων του πολέμου και άλλες καταχρήσεις», κατέληξε η Γιάγκερ. «Ο αμερικανικός λαός πρέπει να γνωρίζει ότι τα όπλα που παρέχουν οι ΗΠΑ στο Ισραήλ συμβάλλουν άμεσα στις θηριωδίες στη Γάζα, μπλέκοντας βαθιά τις Ηνωμένες Πολιτείες στις παραβιάσεις που καταγράφει η Human Rights Watch και άλλοι οργανισμοί».