Ρεπορτάζ της Νεκταρίας Ψαράκη
Υπερψηφίστηκε το αντιμεταναστευτικό νομοσχέδιο του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου από την κυβερνητική πλειοψηφία το οποίο, παραβιάζοντας το διεθνές και το ενωσιακό δίκαιο, προβλέπει σημαντικές τροποποιήσεις στο καθεστώς επιστροφών και κράτησης πολιτών τρίτων χωρών, με επίκεντρο την αυστηροποίηση του νομικού πλαισίου και την ενίσχυση της κατασταλτικής λειτουργίας του κράτους.
Τι ψηφίστηκε
Στο πεδίο των ποινών, το νομοσχέδιο ποινικοποιεί ρητά την παράνομη παραμονή μετά την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας, με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 2-5 ετών και ελάχιστο πρόστιμο τα 5.000 ευρώ, χωρίς δυνατότητα μετατροπής ή αναστολής. Προβλέπεται μόνο η αναστολή εκτέλεσης της ποινής εφόσον ο καταδικασθείς δηλώσει πρόθεση εκούσιας αναχώρησης, η οποία και ενεργοποιεί την αναστολή. Σε περίπτωση υποτροπής, η ποινή φυλάκισης ξεκινά από τα 3 έτη.
Επιπλέον, επεκτείνεται η δυνατότητα διοικητικής κράτησης έως και 24 μήνες, με επανεξέταση ανά εξάμηνο και περιορίζεται η δυνατότητα άσκησης ένδικων μέσων κατά της κράτησης.
Ακόμη, αυξάνονται οι ποινές για παράνομη είσοδο ή επιστροφή στη χώρα: φυλάκιση από τουλάχιστον 2 έως 3 έτη και χρηματικά πρόστιμα από 5.000 έως 30.000 ευρώ, ανάλογα με τις επιβαρυντικές περιστάσεις, ενώ περιορίζεται το δικαίωμα υποβολής μεταγενέστερων αιτήσεων διεθνούς προστασίας και καταργείται η δυνατότητα νομιμοποίησης παραμονής για όσους θα έχουν διαμείνει 7 χρόνια χωρίς άδεια στη χώρα.
Ακόμη, οι ορισμοί επικαιροποιούνται βάσει της πρότασης του νέου Κανονισμού Επιστροφών της ΕΕ, παρά το γεγονός ότι είναι ακόμα υπό επεξεργασία. Η έννοια της «χώρας επιστροφής» διευρύνεται, ώστε να περιλαμβάνει τη χώρα συνήθους διαμονής, την ασφαλή τρίτη χώρα και την πρώτη χώρα ασύλου. Επιπλέον, ορίζονται αυστηρότερα κριτήρια για την εκτίμηση «κινδύνου διαφυγής», όπως η απουσία σταθερής κατοικίας ή η μη συμμόρφωση με υποχρέωση ταυτοποίησης.
Παράλληλα, μειώνονται οι προθεσμίες για οικειοθελή αναχώρηση στις 14 ημέρες, με δυνατότητα επιβολής ηλεκτρονικής επιτήρησης κατά το διάστημα αυτό, ενώ αυστηροποιούνται οι λόγοι απαγόρευσης εισόδου, όπως για παράδειγμα «σε περίπτωση κινδύνου για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια», ενώ παράλληλα παρατείνεται η διάρκειά της έως και δέκα έτη.
Το νομοσχέδιο επίσης αυξάνει το κόστος των παραβόλων για την κάθε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου από τα 100 ευρώ στα 300.
Η διαδικασία της ψηφοφορίας χαρακτηρίστηκε από έντονους διαξιφισμούς μεταξύ κυβέρνησης – αντιπολίτευσης, με τοποθετήσεις που συμπεριλάμβαναν όλα τα χρώματα της πολιτικής παλέτας, από το ακροδεξιό κρεσέντο του κ. Βελόπουλου, μέχρι τις διαφωνίες της κεντροαριστεράς που ευθυγραμμίζονται με αυτές των θεσμικών φορέων και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών.
Kαιρίδης VS Πλεύρης: Η μικρή υποχώρηση
Ωστόσο, δεν έλειψε και η ανταλλαγή πυρών μεταξύ των γαλάζιων στελεχών. Ο προ-προκάτοχος του κ. Πλεύρη, Δημήτρης Καιρίδης κατά την τοποθέτησή του έκανε ιδιαίτερη μνεία στη διάταξη που βάζει τέλος στη νομιμοποίηση ενός μετανάστη που έχει συμπληρώσει την επταετή παραμονή.
«Η νομιμοποίηση μετά από επταετή παραμονή δεν είναι επιβράβευση του παράνομου. Επιβραβεύσατε το παράνομο το 2014 όταν το ψηφίσατε; Δε θέλω να πιστέψω ότι ο Άδωνις Γεωργιάδης και ο φίλος μου ο Μάκης Βορίδης και προπαντός ο Αντώνης Σαμαράς ψήφισαν τη διάταξη για να επιβραβεύσουν την παρανομία».
Εν συνεχεία, αφού συμφώνησε πως όντως χρειάζεται αυστηροποίηση, τόνισε ότι πρέπει να εξασφαλιστούν οι νόμιμοι μετανάστες. «Δεν μπορούμε εκείνου που βρίσκεται εδώ 12 χρόνια να του πούμε “σήκω φύγε”. Αποφασίσαμε να στείλουμε μήνυμα για το από εδώ και πέρα. Όμως για το μισό εκατομμύριο νόμιμων μεταναστών που χρειάζονται άδεια διαμονής κάθε τρία χρόνια, θα πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη. Να εξασφαλίσουμε πως δεν θα βρεθούν αύριο το πρωί σε κενό ασφάλειας και δικαίου», σημείωσε.
Στο πλαίσιο αυτό ζήτησε τη ψήφιση του νομοσχεδίου για την νόμιμη μετανάστευση, λέγοντας ότι «ξεκινήσαμε με το νομοσχέδιο Βορίδη, ελπίζω να φέρετε και το… νομοσχέδιο Καιρίδη για τη νόμιμη μετανάστευση το οποίο έχει περάσει από το υπουργικό συμβούλιο».
Η παρέμβαση Καιρίδη ήταν αυτή που πιθανώς οδήγησε τον Θάνο Πλεύρη στην κατάθεση νομοτεχνικών βελτιώσεων από την πλευρά του υπουργειου. Σύμφωνα με αυτές, όσες αιτήσεις έχουν κατατεθεί για άδεια παραμονής μετά τη συμπλήρωση της επταετίας, πριν από την ψήφιση του νομοσχεδίου, θα εξεταστούν με βάση την προηγούμενη νομοθεσία, αφήνοντας έτσι ήσυχους τους 14.000 μετανάστες που έχουν υποβάλει ήδη τις αιτήσεις τους και εν μία νυκτί κινδύνευαν με απέλαση. Επιπλέον, όσοι ζουν και εργάζονται για πολλά χρόνια στην Ελλάδα, έχει λήξει η άδεια διαμονής τους και δεν έχουν υποβάλει αίτηση ανανέωσης, δεν θα απελαθούν έως την 31η Μαρτίου 2026.
Το τι μέλλει γεννέσθαι μετά, άγνωστο. Ωστόσο ο Θάνος Πλεύρης έκανε λόγο για νέο νομοσχέδιο που θα ρυθμίζει τη «νόμιμη μετανάστευση» και θα κατατεθεί σύντομα.
Στα κάγκελα ο νομικός κόσμος
Πρόεδρος Ένωσης Διοικητικών Δικαστών στο TPP: Οι διατάξεις του νομοσχεδίου παραβιάζουν το ενωσιακό και το προσφυγικό δίκαιο, αλλά και το Σύνταγμα
Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών βρέθηκε και στην ακρόαση των φορέων στη Βουλή, δεδομένου ότι οι διοικητικοί δικαστές είναι αυτοί που θα κληθούν ως επί το πλείστον να δικάσουν σύμφωνα με τις νέες διατάξεις. Η πρόεδρος της Ένωσης, Βανέσα Παναγιώτα Ντέγκα, αναφέρει μιλώντας στο TPP ότι η Ένωση, όχι μόνο μπορεί, αλλά οφείλει να έχει δημόσιο λόγο και να εγγυάται την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
«Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Καταστατικού της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, σκοπός της είναι η προαγωγή της νομικής επιστήμης και η συμβολή στη βελτίωση της νομοθεσίας. Ως δικαστές που εκδικάζουμε τις περισσότερες διαφορές μεταναστευτικού και προσφυγικού δικαίου, κληθήκαμε στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής για να συμβάλουμε εγκαίρως στην αποφυγή νομοθέτησης διατάξεων αντίθετων προς το Σύνταγμα, το ενωσιακό και το προσφυγικό δίκαιο. Ο δημόσιος λόγος των δικαστικών Ενώσεων δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο σε εργασιακά, μισθολογικά ή συνταξιοδοτικά ζητήματα των μελών τους. Οφείλει να εκφράζει τον εγγυητικό τους ρόλο για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τον ελεγκτικό τους ρόλο απέναντι στη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Αυτός ο βαθιά ανθρωπιστικός προσανατολισμός αποτελεί και τη βάση της δικής μας παρέμβασης», αναφέρει.
Σχετικά με το νομοσχέδιο, η πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, Βανέσσα Παναγιώτα Ντέγκα, επισημαίνει στο TPP ότι οι διατάξεις του παραβιάζουν τόσο το Σύνταγμα, όσο και το ενωσιακό και προσφυγικό δίκαιο. «Η διαχείριση των συνόρων αποτελεί αναμφίβολα βασικό κυριαρχικό δικαίωμα κάθε κράτους. Οφείλει, όμως, να ασκείται σε πλήρη αρμονία με τις διεθνείς και εθνικές νομικές υποχρεώσεις, ιδίως σε σχέση με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το υπό ψήφιση νομοσχέδιο περιέχει διατάξεις που παραβιάζουν το προσφυγικό δίκαιο, το Σύνταγμα και το ισχύον ενωσιακό δίκαιο. Είναι ενδεικτικό ότι γίνεται επίκληση της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για Κανονισμό Επιστροφών [COM (2025) 101 final], η οποία βρίσκεται ακόμη υπό διαπραγμάτευση και δεν έχει δεσμευτική ισχύ, προκειμένου να παρακαμφθούν οι σαφείς ρυθμίσεις της ισχύουσας Οδηγίας 2008/115/ΕΚ («Οδηγία Επιστροφών»)».
Η δικαστής στέκεται ιδιαίτερα στην αυστηροποίηση των διαδικασιών χορήγησης άδειας διαμονής και ασύλου, στην ποινικοποίηση της διαμονής χωρίς έγγραφα, στην αυστηροποίηση των ποινών φυλάκισης, στα υπέρογκα πρόστιμα, στη μείωση του χρόνου των προθεσμιών αλλά και στην αύξηση του κόστους των παραβόλων.
«Το μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται αποκλειστικά με μέτρα καταστολής ή με την αυστηροποίηση των διαδικασιών χορήγησης άδειας διαμονής ή ασύλου. Αντιθέτως, απαιτεί πολιτικές κοινωνικής συνοχής, αξιοπρεπείς συνθήκες υποδοχής, σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και, ταυτόχρονα, τη δυνατότητα νομιμοποίησης για όσους μετανάστες ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα, με μέριμνα για την κοινωνική ένταξή τους. Καταρχάς, αν και οι σχετικές διατάξεις εκφεύγουν της δικαιοδοσίας μας, θα ήθελα να αναφερθώ στην ποινικοποίηση της διαμονής χωρίς έγγραφα. Οι ποινές φυλάκισης και τα υπέρογκα πρόστιμα που προβλέπονται δεν πρόκειται να αντιμετωπίσουν τα υπαρκτά ζητήματα του μεταναστευτικού· αντίθετα, θα εντείνουν την περιθωριοποίηση και την εκμετάλλευση ανθρώπων που βρίσκονται ήδη σε δυσμενή θέση. Περαιτέρω, το νομοσχέδιο διευρύνει την έννοια της ‘‘χώρας επιστροφής’’, ώστε οι υπήκοοι τρίτων χωρών να μπορούν να επιστρέφονται όχι μόνο στη χώρα κατοικίας ή συνήθους διαμονής τους, αλλά και σε χώρα που χαρακτηρίζεται ως ‘‘ασφαλής τρίτη χώρα’’, χωρίς σαφή, αντικειμενικά και αυστηρά κριτήρια.
Εξίσου προβληματική είναι η μείωση της προθεσμίας για την οικειοθελή αναχώρηση (από 25 σε 14 ημέρες) και του χρόνου παράτασης της (από 120 σε 60 ημέρες), γεγονός που υπονομεύει το δικαίωμα των υπηκόων τρίτων χωρών σε δικαστική προστασία, καθώς δεν θα έχουν τον απαιτούμενο χρόνο να συγκεντρώσουν έγγραφα ή να βρουν νομική συνδρομή για να προσφύγουν κατά της απόφασης επιστροφής ή να ζητήσουν αναστολή εκτέλεσης. Το ίδιο ισχύει και με τη μείωση της προθεσμίας άσκησης αίτησης θεραπείας κατά απορριπτικής απόφασης σε θέματα διαμονής (από 60 σε 10 ημέρες). Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα δικαστικής προστασίας δεν αφορά μόνο τους Έλληνες αλλά και τους αλλοδαπούς.
Επιπλέον, η εισαγωγή της ηλεκτρονικής επιτήρησης ως εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης θέτει σε διακινδύνευση θεμελιώδεις ελευθερίες και δικονομικά δικαιώματα, ενώ η πρόβλεψη παραβόλου 300 ευρώ για κάθε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου περιορίζει στην πράξη την πρόσβαση στο δικαίωμα αυτό – μέτρο που δεν απαντάται σε καμία άλλη χώρα της Ε.Ε. Τέλος, η κατάργηση της άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους στερεί τη δυνατότητα νομιμοποίησης σε χιλιάδες ανθρώπους που ζουν και εργάζονται για χρόνια στην Ελλάδα. Συχνά μάλιστα οι ίδιοι βρίσκονται χωρίς τίτλο διαμονής όχι από υπαιτιότητά τους, αλλά λόγω διοικητικών καθυστερήσεων ή εξωγενών παραγόντων, όπως π.χ. η απώλεια ασφαλιστικής τους ικανότητας».
Η κ. Ντέγκα αναλύει περαιτέρω τις προβληματικές διατάξεις:
Άρθρο 29 – Η κατάργηση της άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους αφαιρεί ένα ουσιαστικό δίχτυ ασφαλείας για ανθρώπους που διατηρούν ισχυρούς βιοτικούς δεσμούς με τη χώρα, οι οποίοι προστατεύονται από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η ρύθμιση αυτή δεν περιορίζει τη μετανάστευση· δημιουργεί, αντιθέτως, ανθρώπους χωρίς καθεστώς, χωρίς προστασία, χωρίς ορατότητα. (σ.σ. για το συγκεκριμένο άρθρο κατατέθηκε η νομοτεχνική ρύθμιση η οποία εξαιρεί μόνον όσους ήδη έχουν υποβάλει τις αιτήσεις τους).
Άρθρο 16 – Η παράταση της διοικητικής κράτησης από 18 σε 24 μήνες παραβιάζει τόσο την Οδηγία Επιστροφών (2008/115/ΕΚ), που θέτει ρητά ως ανώτατο όριο το 18μηνο όσο και το άρθρο 6 παρ. 4 του Συντάγματος, το οποίο επίσης προβλέπει τους 18 μήνες ως μέγιστη διάρκεια στέρησης ελευθερίας χωρίς ποινική δίκη. Η κράτηση μπορεί να επιβάλλεται μόνο ως έσχατο μέτρο, αφού προηγηθεί εξέταση λιγότερο επαχθών μέτρων και μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαία υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις.
Άρθρο 4 – Ο ορισμός του «κινδύνου διαφυγής» είναι ασαφής, χωρίς εξαντλητικό κατάλογο κριτηρίων, γεγονός που αφήνει περιθώρια αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας. Επιπλέον, η «έλλειψη κατοικίας ή γνωστής διαμονής» δεν μπορεί από μόνη της να θεωρείται τεκμήριο κινδύνου διαφυγής, αφού οι περισσότεροι αιτούντες διεθνή προστασία δεν διαθέτουν εκ των πραγμάτων μόνιμη κατοικία.
Άρθρο 12 – Η αύξηση της μέγιστης διάρκειας απαγόρευσης εισόδου σε 10 έτη, με δυνατότητα παράτασης για άλλα 5, αντιβαίνει στην Οδηγία Επιστροφών, η οποία επιτρέπει ανώτατο όριο πέντε ετών, με παράταση μόνο σε περιπτώσεις σοβαρής απειλής για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια».
Υπό το πρίσμα των παραπάνω, ρωτήσαμε την κ. Ντέγκα πώς θα κινηθούν οι διοικητικοί δικαστές από τώρα και έπειτα, όντες και ούσες υποχρεωμένοι/ες να εφαρμόσουν έναν νόμο ο οποίος από τη ρίζα του σκοντάφτει στο διεθνές, ενωσιακό και προσφυγικό δίκαιο.
«Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών παρεμβαίνει πάντοτε θεσμικά, με στόχο τη βελτίωση της νομοθεσίας και την προστασία του κράτους δικαίου. Το μεταναστευτικό αποτελεί σύνθετο και πολυδιάστατο ζήτημα, που απαιτεί λύσεις οι οποίες θα σέβονται το Σύνταγμα, το ενωσιακό και το διεθνές δίκαιο, αλλά και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Οι διοικητικοί δικαστές αυτονόητα δεν δεσμεύονται από τις εκπεφρασμένες απόψεις της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών για το μεταναστευτικό νομοσχέδιο. Είναι βέβαιο ότι θα ασκήσουν το έργο τους με ανεξαρτησία, απονέμοντας ουσιαστική δικαιοσύνη σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, με αποκλειστικό γνώμονα το Σύνταγμα, τους νόμους και το ισχύον ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο», απάντησε.
Μπορείτε να παρακολουθήσετε την τοποθέτηση της κ. Νέγκα στην ακρόαση των φορέων στη Βουλή εδώ:
Μίνως Μουζουράκης (RSA): Πριν ζητήσουν άσυλο θα μπαίνουν φυλακή, και μόνο η παρουσία ενός ανθρώπου σε ελληνικό έδαφος θα είναι ποινικό αδίκημα
Σύμφωνα με τον δικηγόρο, νομικό σύμβουλο και υπεύθυνο προάσπισης δικαιωμάτων στην RSA (Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο), το σχέδιο νόμου το οποίο ψηφίστηκε είχε ελάχιστες και απολύτως τεχνικού χαρακτήρα παρεμβάσεις σε σύγκριση με το κείμενο προ διαβουλεύσεως. «Τα ουσιώδη σημεία του κειμένου έχουν μείνει απαράλλαχτα, πράγμα το οποίο, ήδη από πλευράς διαδικασίας, μας εγείρει τον πρώτο προβληματισμό. Ότι η δημόσια διαβούλευση δεν ελήφθη καθόλου υπ’ όψιν. Δηλαδή, οι βασικές παρατηρήσεις που ακούστηκαν όχι μόνο από την κοινωνία των πολιτών αλλά και από άλλους φορείς -όπως αυτοί που μίλησαν και στην ακρόαση φορέων- θέτουν πάρα πολλά νομικά ζητήματα, κανένα εκ των οποίων δεν έχει ληφθεί υπόψη από το Υπουργείο. Το Υπουργείο στην πράξη εμφάνισε το ίδιο νομοσχέδιο στη Βουλή, με το που έκλεισε η διαβούλευση», τονίζει στο TPP.
Ξεκαθαρίζει ότι στην ακρόαση των φορέων η RSA δεν κλήθηκε, αλλά όπως σημειώνει η RSA συμπλέει στα βασικά σημεία και στους νομικούς προβληματισμούς που τέθηκαν τόσο από τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που παρευρέθηκαν, όσο και από τους θεσμικούς φορείς. «Σύσσωμος ο νομικός κόσμος, οι δικαστικοί, οι δικηγόροι, η κοινωνία των πολιτών, οι ανεξάρτητες αρχές όπως ο Συνήγορος του Πολίτη και η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, τοποθετούνται και εγείρουν τα ίδια ζητήματα».
Το σχέδιο νόμου συμπεριλάμβανε μία μεγάλη βεντάλια προβληματικών διατάξεων. Το πρώτο ζήτημα είναι η ίδια η ποινικοποίηση και η καταχρηστική άσκηση του ποινικού δικαίου στον τομέα της μετανάστευσης, με την αυστηροποίηση των ποινών για τη λεγόμενη παράνομη είσοδο -ένα αδίκημα που ισχύει ήδη από τη νομοθεσία του 2005-, ενώ τώρα προστίθεται και ένα δεύτερο ζήτημα μέσω ενός νέου ποινικού αδικήματος: αυτό της παράνομης παραμονής στο έδαφος.
«Έτσι όπως στήνεται και οικοδομείται το νέο ποινικό σύστημα, θα έχουμε περιπτώσεις ανθρώπων που φτάνουν στη χώρα, οι οποίοι πριν καν ταυτοποιηθούν και περάσουν από μία βασική καταγραφή, όπως θα έπρεπε να γίνεται, θα περνάνε από Εισαγγελέα, αν ο εισαγγελέας αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη, το οποίο ήδη γίνεται πολλές φορές και εκτιμάται ότι θα γίνει και περισσότερες, αυτοί πλέον θα καταδικάζονται για παράνομη είσοδο. Θα επιβάλλεται ποινή φυλάκισης, η οποία δεν αναστέλλεται, αφού μιλάμε για ποινή διετούς φυλάκισης τουλάχιστον», εξηγεί o νομικός σύμβουλος της RSA, Mίνως Μουζουράκης στο TPP.
Και συνεχίζει: «Άρα θα μιλάμε για μία κατάσταση στην οποία άνθρωποι θα έρχονται και πριν γίνουν οι απαραίτητες διαδικασίες για το άσυλό τους, θα μπαίνουν στη φυλακή, ενώ έχουν προσφυγικό προφίλ – και αυτό είναι κάτι το οποίο αναγνωρίζεται και από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της χώρας, αφού έχουμε επίσημη παραδοχή από τις αρχές ότι σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που μπαίνουν στη χώρα παράτυπα ζητάνε και παίρνουν άσυλο. Αυτό από μόνο του όχι μόνο παρακωλύει την πρόσβαση στο άσυλο, αλλά παραβιάζει και το ενωσιακό δίκαιο. Η Οδηγία Επιστροφών (2008), η οποία ισχύει ακόμα, λέει ξεκάθαρα ότι ένα κράτος δεν μπορεί να υπονομεύσει τον σκοπό της επιστροφής φυλακίζοντας κάποιον που θέλει να απελάσει. Η φυλάκιση αντιστρατεύεται τη λογική της απέλασης».
Το δεύτερο σκέλος της ποινικοποίησης της μόνιμης παραμονής στη χώρα αφότου έχει απορριφθεί μία αίτηση για άδεια διαμονής ή για άσυλο είναι εξίσου σημαντικό. «Και αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι για τους οποίους μπορεί να απαγορεύεται να απελαθεί ένας άνθρωπος, είτε νομικοί είτε πρακτικοί, οι οποίοι άλλωστε γίνονται δεκτοί και αναφέρονται και στο ίδιο το νομοσχέδιο. Υπάρχουν δηλαδή πολλές περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι ακόμα και σήμερα βρίσκονται σε διαδικασίες απέλασης, ακόμη και κράτησης σε προαναχωρησιακά κέντρα, οι οποίοι δεν μπορούν να επιστραφούν στη χώρα τους. Αυτό προφανώς για λόγους που δεν είναι κατ’ ανάγκη της υπαιτιότητας των ανθρώπων. Θα φτάσουμε σε μία κατάσταση στην οποία η παρουσία και μόνο ανθρώπου στο έδαφος μπορεί να θεωρείται ποινικό αδίκημα και να οδηγήσει σε φυλάκιση, ενώ οι λόγοι που απαγορεύουν την επιστροφή είναι εκτός της σφαίρας επιρροής της ευθύνης του ανθρώπου. Και αυτό θέτει πολύ βασικά δομικά ζητήματα ποινικού δικαίου: ποια είναι ακριβώς η συμπεριφορά που προσπαθεί να ποινικοποιήσει το κράτος; Τι κάνει το κράτος για να ρυθμίσει την κατάσταση ανθρώπων που δεν μπορούν να επιστραφούν;», διερωτάται.
«Σε αντίθεση με την επίσημη ρητορική της κυβέρνησης, η πλειοψηφία των ανθρώπων ζητούν και παίρνουν άσυλο»
Ο Μίνως Μουζουράκης σχολιάζει τα πραγματολογικά κίνητρα πίσω από τις προαναφερθείσες αντιμεταναστευτικές διατάξεις και διαπιστώνει, όπως προέκυψε και από το ρεπορτάζ του The Press Project, ότι αριθμητικά η κατάσταση δε θυμίζει καμία «έκτακτη ανάγκη». «Αν δει κανείς όχι μόνο το ζήτημα των αριθμών και των ροών, αλλά και το αν το σύστημα βρίσκεται σε πληρότητα ή όχι, η αλήθεια είναι ότι στατιστικά, όσον αφορά τα camps σε όλη την επικράτεια, δεν μιλάμε για μια κατάσταση υπερπλήρωσης. Αντιθέτως, η πληρότητα είναι περίπου στο 50%, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Το πιο σημαντικό, που αξίζει να επισημανθεί, είναι ότι σε αντίθεση με την επίσημη ρητορική της κυβέρνησης, η πλειοψηφία των ανθρώπων που φτάνουν στη χώρα ζητούν προστασία, όπως δικαιούνται, και επίσης η πλειοψηφία αυτή τη λαμβάνει. Αυτό είναι ένα σημείο που αξίζει να τονιστεί, δεδομένου ότι η κυβέρνηση τοποθετείται συχνά αντίθετα. Για παράδειγμα, σε πρόσφατη τοποθέτηση, πιθανόν στη Βουλή, ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου επανέλαβε πως δεν πρόκειται για πλειοψηφία ανθρώπων που δικαιούνται άσυλο, ισχυριζόμενος ότι οι περισσότερες αποφάσεις στην διαδικασία ασύλου είναι αρνητικές. Αυτό όμως χρειάζεται διευκρίνιση».
Και εξηγεί: «Η Υπηρεσία Ασύλου μπορεί να απορρίπτει ένα αίτημα είτε διακόπτοντάς το είτε κρίνοντας το απαράδεκτο, όπως συνέβη με την περίπτωση της λεγόμενης «ασφαλούς τρίτης χώρας», όπου θεωρείται ότι η Τουρκία είναι ασφαλής χώρα και οι πρόσφυγες μπορούν να επιστρέφουν εκεί. Τέτοιου είδους αποφάσεις όμως δεν εξετάζουν αν κάποιος είναι πρόσφυγας ή όχι. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να είναι πρόσφυγας, αλλά η Υπηρεσία Ασύλου να διακόπτει το αίτημά του επειδή δεν παρουσιάστηκε σε συνέντευξη. Αυτό δεν πρέπει να υπολογίζεται στις αποφάσεις που αξιολογούν αν οι άνθρωποι έχουν προσφυγικό προφίλ. Για αυτό και εμείς, αλλά και η πρακτική, είναι να κοιτάμε τις αποφάσεις ουσίας – δηλαδή όσες εξετάζουν αν οι άνθρωποι διατρέχουν κίνδυνο. Με βάση αυτά τα επίσημα στοιχεία, το ποσοστό αναγνώρισης φέτος (2025) είναι πάνω από 70%, ενώ πέρυσι (2024) έκλεισε στο 79%. Συγκριτικά με άλλα ευρωπαϊκά κράτη, πρόκειται για πολύ υψηλό ποσοστό αναγνώρισης, το οποίο δικαιολογείται καθώς οι περισσότεροι που φτάνουν στη χώρα προέρχονται από περιοχές με σοβαρά ζητήματα διώξεων και παραβιάσεων δικαιωμάτων. Με αυτή την πραγματολογική βάση, είναι λάθος να στερεοποιείται μια ρύθμιση που προβλέπει την επιστροφή παρανόμως διαμενόντων ανθρώπων στις χώρες τους, όταν στην πραγματικότητα η πλειοψηφία των ανθρώπων που συναντά ο κρατικός μηχανισμός χρήζει προστασίας. Αυτή η ρύθμιση είναι επομένως εκ προοιμίου εσφαλμένη».
Πέρα από την πρώτη κατηγορία της κατάχρησης του ποινικού δικαίου και της υπερ-ποινικοποίησης του τομέα της μετανάστευσης, υπάρχει και ένα δεύτερο βασικό σκέλος στη νομοθετική παρέμβαση. Αυτό είναι η προσπάθεια να προκριθεί στην πράξη η τύχη του προτεινόμενου κανονισμού επιστροφών που έχει φέρει σε επίπεδο Βρυξελλών η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Συγκεκριμένα, η Κομισιόν τον Μάρτιο του 2025 πρότεινε την αντικατάσταση της οδηγίας επιστροφών με έναν κανονισμό. Η πρόταση αυτή χρειάζεται ακόμα διαπραγμάτευση σε επίπεδο νομοθετών της Ε.Ε., διαδικασία που μπορεί να διαρκέσει μήνες ή και χρόνια. Παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση προτρέχει και την υιοθετεί.
«Το νομοσχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης κάνει κάτι πολύ συγκεκριμένο: επιλέγει και προεπιλέγει συγκεκριμένα άρθρα της πρότασης αυτής της Κομισιόν και τα ενσωματώνει ήδη ως ελληνικό νόμο. Από νομικής αλλά και πολιτικής άποψης, αυτό δείχνει τις κατευθύνσεις που επιλέγει η κυβέρνηση, ενώ πολλές από αυτές τις προτάσεις προέρχονται ευθέως από την πρόταση της Κομισιόν, η οποία κατά τη γνώμη μας είναι αμφιβόλου νομιμότητας. Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι προέρχονται από την Κομισιόν δίνει ένα πρόσχημα στην κυβέρνηση να τα φέρει στη Βουλή.
Για παράδειγμα, έχουμε την προθεσμία για οικειοθελή αναχώρηση, την παράταση της προαναχωρησιακής κράτησης από 18 σε 24 μήνες, την παράταση των απαγορεύσεων εισόδου, και την πρόταση για εναλλακτικά μέτρα όπως η ηλεκτρονική επιτήρηση. Όλα αυτά προτείνονται ήδη από την Κομισιόν, παρά την προβληματική διαδικασία που ακολουθείται, και προφανώς αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για το υπουργείο.
Αξίζει να τονιστεί πως αυτό δεν είναι ακόμα ευρωπαϊκός νόμος. Υπάρχει σήμερα η οδηγία του 2008 για τις επιστροφές, που ισχύει και στην Ελλάδα. Αν συμφωνηθεί ο νέος κανονισμός, θα αντικαταστήσει την οδηγία και θα περιλαμβάνει πολλές από τις ρυθμίσεις που βλέπουμε και στο ελληνικό νομοσχέδιο – σχεδόν αυτούσιες», τονίζει ο δικηγόρος.
Ο κ. Μουζουράκης στέκεται ιδιαίτερα και στο ζήτημα της αύξησης του κόστους του παράβολου για τα μεταγενέστερα αιτήματα ασύλου από τα 100 ευρώ στα 300 για κάθε δεύτερη, τρίτη, ή περαιτέρω αίτηση. «Αυτή η ρύθμιση με το παράβολο των 100 ευρώ είχε νομοθετηθεί το 2021 και εκκρεμεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας, σε υποθέσεις που έχουν φέρει η ίδια η οργάνωσή μας και το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, χωρίς ακόμη απόφαση. Αναμένουμε την κρίση του ΣτΕ για τη νομιμότητα του μέτρου», διευκρινίζει.
«Επιπλέον, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι αν ένα μεταγενέστερο αίτημα ασύλου δεν έχει τα απαιτούμενα νέα στοιχεία για να κριθεί παραδεκτό και να ξανανοίξει ο φάκελος, δεν θα απορρίπτεται ως απαράδεκτο όπως απαιτεί το ευρωπαϊκό δίκαιο, αλλά θα αρχειοθετείται από την Υπηρεσία Ασύλου. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι ο αιτών δεν μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά αυτής της απόφασης, κάτι που είναι ευθέως παράνομο», επισημαίνει.
Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά στο TPP: «Το νομοσχέδιο ποινικοποιεί τη μετανάστευση και θα γεμίσει φυλακές και δικαστήρια ασκόπως»
Ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, Ιωάννης Κλάππας, παρευρέθηκε στη διαδικασία ακρόασης των φορέων στη Βουλή. Περιγράφοντας το πλαίσιο, έκανε λόγο για μία σωστή διαδικασία, με καλό προεδρείο και επαρκή χρόνο τοποθετήσεων. «Ακούστηκαν άριστες παρεμβάσεις τόσο από την Ύπατη Αρμοστεία, όσο από τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης, τον Συνήγορο του Πολίτη, την Ένωση Διοικητικών Δικαστών, το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, το Κοινωνικό ΕΚΑΒ, ακόμα και από τον γενικό γραμματέα της Ομοσπονδίας Αστυνομικών Υπαλλήλων που έκανε σαφές ότι οι αστυνομικοί δεν θέλουν να κυνηγούν και να ποινικοποιούν ασυνόδευτα παιδιά», είπε.
«Στη δευτερολογία μου είπα ότι το νομοσχέδιο αυτό δεν έρχεται να ρυθμίσει ένα νομικό καθεστώς για πρώτη φορά. Έρχεται να τροποποιήσει ένα ήδη υφιστάμενο καθεστώς, το οποίο εισήχθη το 2011, όταν ενσωματώθηκε η Οδηγία 2008/115/ΕΚ για την επιστροφή των υπηκόων τρίτων χωρών στην ελληνική έννομη τάξη. Η ενσωμάτωση έγινε με τον νόμο 3907/2011. Από τότε, η ίδια κυβέρνηση τον έχει αλλάξει τρεις φορές: το 2019 με τον νόμο περί ασύλου, το 2021 και το 2023. Και τώρα τον αλλάζει για τέταρτη φορά — παραβιάζοντας τις ίδιες επιλογές που έχει ήδη κάνει στο παρελθόν ο εθνικός νομοθέτης, πολλές εκ των οποίων ήταν δικές της επιλογές», αναφέρει.
Την περασμένη Τρίτη, ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, κ. Κλάππας συναντήθηκε με τον Θάνο Πλεύρη και την υφυπουργό του υπ. Μετανάστευσης και Ασύλου. Εκεί, ο δικηγόρος του είπε ότι ως νομικοί, δεν μπαίνουν σε λογική συμπολίτευσης ή αντιπολίτευσης, αλλά θέλουν να τηρείται η συνταγματική, διεθνής και ευρωπαϊκή νομιμότητα. «Ο Υπουργός απάντησε ότι προσπαθεί να το τηρήσει. Ότι κι αυτός είναι νομικός και ότι, παρότι υπάρχουν πολιτικές επιλογές σε κεντρικό επίπεδο, θα προσπαθήσει να λάβει υπόψη του αυτά που του λέμε», λέει.
Ο κ. Κλάππας στην αρμόδια Επιτροπή ερωτήθηκε από τον εισηγητή της πλειοψηφίας αν συμφωνεί ή όχι με τη φιλοσοφία του νομοσχεδίου. «Η απάντησή μου ήταν ξεκάθαρη: Όχι, δεν συμφωνούμε. Η φιλοσοφία είναι να αυστηροποιήσει και να ποινικοποιήσει τις μεταναστευτικές διατάξεις. Όμως η ευρωπαϊκή νομοθεσία — και οι μέχρι σήμερα επιλογές του εθνικού νομοθέτη από το 1991 ακόμη, επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη — κινούνται σε άλλη κατεύθυνση: απέλαση μέσω διοικητικών διαδικασιών, όχι άμεση ποινικοποίηση. Αυτή είναι η ουσιώδης διαφορά», αναφέρει.
Το νομοσχέδιο εγείρει και μεγάλα ζητήματα όσον αφορά τις προθεσμίες. Ο δικηγόρος εξηγεί ότι «όταν απορρίπτεται μια αίτηση άδειας παραμονής, ο ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα να υποβάλει αίτηση ενώπιον του προϊσταμένου της αρχής. Η προθεσμία ήταν 6 μήνες, μετά έγινε 60 μέρες. Τώρα την κάνουν 10 μέρες! Ξέρετε τι σημαίνει 10 ημέρες; Εγώ, ακόμη και αν είμαι δικηγόρος που ασχολείται καθημερινά με αυτά, είναι πολύ πιθανό να μη μάθω καν την απόφαση μέσα σε αυτό το διάστημα. Ένα χαρτί να χρειαστώ από το σχολείο των παιδιών ή από μια δημόσια υπηρεσία, δεν το προλαβαίνω. Είναι αδύνατον. Δεν πρέπει να περιοριστούν δραματικά οι προθεσμίες για ένδικα μέσα γιατί μετατρέπουν το δικαίωμα σε ψευδαίσθηση».
Ακόμη, θίγει το ζήτημα της διερμηνείας, η οποία σύμφωνα με το νομοσχέδιο προβλέπεται ότι θα γίνεται μέσω τεχνητής νοημοσύνης και σε πέντε βασικές γλώσσες. «Όχι μόνο με τεχνητή νοημοσύνη, χωρίς πρακτικά και χωρίς πραγματική κατανόηση. Το σχέδιο προβλέπει μετάφραση μόνο σε 5 βασικές γλώσσες. Αν δεν γνωρίζεις κάποια από αυτές, δεν έχεις ιδέα ούτε για το έγγραφο απέλασης που λαμβάνεις. Αυτό είναι άκυρη επίδοση διοικητικής πράξης. Δεν έχεις ενημερωθεί, άρα δεν μπορείς να προσφύγεις. Αλλά μέχρι να το καταλάβεις, έχεις ήδη χαθεί. Έχεις φύγει. Έχεις εξαφανιστεί. Και ποιος μετά θα κυνηγήσει το δίκιο σου στο ΕΔΔΑ; Μόνο αν είσαι πλούσιος και έχεις τη δυνατότητα να προσλάβεις δικηγόρους, να πας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και να προσβάλεις τα πάντα, μετά από δύο χρόνια», εξηγεί.
Ερωτηθείς για το τι μέλλει γενέσθαι, ο κ. Κλάππας κάνει την εξής διαπίστωση: «Ναι, το πιθανότερο είναι ότι θα γεμίσουν οι φυλακές με μετανάστες. Αυτή τη στιγμή, οι φυλακές είναι ήδη γεμάτες. Τα τρία πέμπτα των κρατουμένων δεν είναι «εγκληματίες λευκού κολάρου». Μετά την εφαρμογή του νέου ποινικού κώδικα από 1η Μαΐου 2024, η αύξηση του πληθυσμού στις ελληνικές φυλακές είναι 10%. Και αυτά είναι επίσημα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής – όχι κάποιας αντιεξουσιαστικής συλλογικότητας.
Και ναι, έχουμε δει ανθρώπους της διπλανής πόρτας να οδηγούνται σε φυλακή για συκοφαντική δυσφήμηση, για ακάλυπτη επιταγή, ακόμα και για εντελώς ανθρώπινα και διοικητικά ατοπήματα. Όχι για εγκλήματα. Και τώρα, με τους μετανάστες να ποινικοποιούνται για ζητήματα που θα μπορούσαν να λυθούν διοικητικά, το πρόβλημα θα διογκωθεί.
Το ίδιο θα συμβεί και με το δικαστικό σύστημα, το οποίο θα επιβαρυνθεί αδικαιολόγητα. Και μάλιστα σε μια εποχή όπου το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει θέσει ως στόχο την επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης. Αντιθέτως, με τέτοια μέτρα, οι εισαγγελείς και οι δικαστές θα μπλέκονται σε χιλιάδες υποθέσεις χωρίς λόγο.
Και όλα αυτά, το τονίζω, ασκόπως», καταλήγει.
Παρακολουθήστε την πρωτολογία του κ. Κλάππα στη Βουλή εδώ:
Χ. Σβανά: «Αβίωτη η ζωή των μεταναστών, ατελέσφορα τα ένδικα μέσα»
Η δικηγόρος Χριστίνα Σβανά επισημαίνει στο TPP ότι το νέο νομοσχέδιο για τη διαχείριση της μετανάστευσης όχι μόνο δεν επιλύει τα δομικά προβλήματα που υπάρχουν στη χώρα, αλλά αντίθετα τα επιδεινώνει, εισάγοντας αυστηρότερα μέτρα με κατασταλτικό χαρακτήρα.
Όπως επισημαίνει, το πιο σοβαρό πρακτικό αποτέλεσμα για τους μετανάστες είναι ο αυξημένος κίνδυνος σύλληψης και παραπομπής στα δικαστήρια με την αυτόφωρη διαδικασία. «Αν κάποιος φοβόταν μέχρι τώρα ότι μπορεί να συλληφθεί και να τεθεί υπό διοικητική κράτηση επειδή δεν είχε χαρτιά, πλέον δεν αποκλείεται να καταδικάζεται σε πολύ μεγάλες ποινές, ακριβώς επειδή δεν έχει νόμιμη διαμονή στην Ελλάδα».
Σε ερώτηση για το τι επιδιώκει το υπουργείο με αυτές τις αλλαγές, η δικηγόρος είναι κατηγορηματική: «Στην πράξη δεν θα πετύχει τίποτα από όσα εξαγγέλλει. Πρόκειται κυρίως για μια κίνηση που στοχεύει να ικανοποιήσει ένα ακροδεξιό ακροατήριο, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό νομικό πλαίσιο χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα».
Ένα ακόμα σημείο που εγείρει σοβαρές επιφυλάξεις είναι το αυξημένο παράβολο για τις μεταγενέστερες αιτήσεις ασύλου, που από 100 ευρώ αυξάνεται στα 300. Όπως εξηγεί η κα Σβανά, κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία και αποτελεί τεράστιο εμπόδιο στην πρόσβαση των αιτούντων στο άσυλο.
«Αν κάποιος δεν προχωρήσει στην εξέταση του αιτήματός του, θεωρείται χωρίς νόμιμα έγγραφα και κινδυνεύει να συλληφθεί οποιαδήποτε στιγμή. Επιπλέον, μέχρι να υποβάλουν μεταγενέστερο αίτημα, οι μετανάστες περνούν μια περίοδο παρανομίας, αφού πλέον η παράτυπη διαμονή ποινικοποιείται, κάτι που μέχρι τώρα δεν υπήρχε», προσθέτει.
Η κα Σβανά καταλήγει: «Αυτό το νομοσχέδιο απλά κάνει τη ζωή των μεταναστών αβίωτη, χωρίς να επιτυγχάνει το επιθυμητό αποτέλεσμα μείωσης των μεταναστευτικών ροών».
«Προηγουμένως υπήρχαν οκτώ συγκεκριμένα κριτήρια για την κράτηση. Πλέον, αυτά διευρύνονται και γίνονται πολύ πιο αυστηρά. Ακόμα και το γεγονός ότι κάποιος δεν έχει συγκεκριμένη κατοικία, όπως συμβόλαιο μίσθωσης ή βεβαίωση φιλοξενίας, μπορεί να αποτελέσει λόγο κράτησης», εξηγεί, προσθέτοντας ότι αυτή η πρακτική έρχεται σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με τη δικηγόρο, το νέο πλαίσιο αφορά πολύ μεγαλύτερο αριθμό παράτυπων μεταναστών, καθιστώντας πιο δύσκολη τη διαδικασία και εντείνοντας τα φαινόμενα αυθαιρεσίας. «Όταν κάποιος τίθεται υπό διοικητική κράτηση, μπορεί να υποβάλει αντιρρήσεις στο Διοικητικό Πρωτοδικείο, όπου η υπόθεση εξετάζεται από έναν μόνο δικαστή, χωρίς δυνατότητα έφεσης. Ήδη παρατηρούνται φαινόμενα αυθαιρεσίας σε αυτό το πλαίσιο, που πλέον θα γίνουν ακόμα πιο έντονα. Με το νέο νόμο, η δυνατότητα υποβολής αντιρρήσεων στην ουσία είναι άνευ αντικειμένου, γιατί τα κριτήρια για κράτηση είναι τόσο ευρεία που ο δικαστής δύσκολα θα αρνηθεί την κράτηση», τονίζει.
Η κα Σβανά επισημαίνει επίσης τα προβλήματα με τις προθεσμίες για τις αποφάσεις και τις προσφυγές: «Πρακτικά είναι αδύνατο μέσα σε 10 μέρες να βρει κάποιος δικηγόρο και να ετοιμάσει σωστή προσφυγή. Αν δεν προλάβεις, τότε θεωρείσαι και πάλι παράνομος. Ακόμα κι αν προλάβεις, η κατάθεση δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, δηλαδή αν τύχει να συλληφθείς εκείνη την περίοδο, δεν προστατεύεσαι, ακόμα κι αν έχεις κινηθεί με απόλυτη επιμέλεια και εντός των προθεσμιών».
Με αυτή τη νέα ρύθμιση, όπως καταλήγει, η ζωή των μεταναστών γίνεται ακόμη πιο δύσκολη, ενώ τα ένδικα μέσα γίνονται πρακτικά ατελέσφορα.
Υπεύθυνη Συνηγορίας GCR: Εκτός ευρωπαϊκού δικαίου o νόμος – Τιμωρητικός, ρατσιστικός και αντισυνταγματικός
Η υπεύθυνη συνηγορίας του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, Άλκηστης Αγραφιώτη, δηλώνει στο TPP: «Το προτεινόμενο μέτρο κινείται εκτός του πλαισίου του ενωσιακού δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, καθώς επικαλείται την “Πρόταση για τον Νέο Κανονισμό Επιστροφών” – ένα νομικό κείμενο που δεν έχει ακόμα εγκριθεί – παραβιάζοντας έτσι το ισχύον δίκαιο της ΕΕ και παρακάμπτοντας τη θεσμοθετημένη νομοθετική διαδικασία, καθώς και τον ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Ο χαρακτήρας του είναι ξεκάθαρα τιμωρητικός και ρατσιστικός καθώς στηρίζεται σε κατάχρηση του ποινικού δικαίου με στόχο τον αποκλεισμό και την αποτροπή, αντί για την προστασία δικαιωμάτων και την αναζήτηση ουσιαστικών λύσεων.
Η πρόταση αυτή δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, αγνοεί κρίσιμες πρακτικές παραμέτρους και δεν παρέχει λειτουργικά, βιώσιμα εργαλεία διαχείρισης. Αντιθέτως, ενδέχεται να οδηγήσει τη χώρα σε νέες παραβιάσεις του Συντάγματος, του ευρωπαϊκού και του διεθνούς δικαίου».