Μπλε μωβ. Στο χρώμα της βιολέτας, με μια ρίγα λίγο πιο ανοιχτόχρωμη, και λευκό.
Δεκατέσσερα. Δε βγαίνουν σε λιγότερα ούτε περισσότερα.
Αργούσε το ραντεβού μου οπότε ρώτησα αν τυχόν δίνονται και έτσι μέχρι τότε. Το
υποψιάστηκα γιατί θυμήθηκα την ερώτηση του στην πρώτη συνάντηση αν έχω πρόβλημα να
φαίνονται στο προφίλ μου ως ασφαλισμένης.
Αυτή τη φορά έπρεπε να τα ζητήσω με το όνομα τους. Με ξάφνιασα γιατί ενώ γενικά
δεν κρύβω ότι με συνοδεύουν κάθε πρωί τους τελευταιους μήνες, μεταφέρθηκα για λίγα
δευτερόλεπτα, γύρω στα είκοσι, σε εκείνη τη στιγμή που ζητάς πρώτη φορά προφυλακτικά
από το περίπτερο, σαν ένα βήμα συγκρατημένης ενηλικίωσης, γροθιά στον εγκλωβισμό του
καλαθιού σουπερμάρκετ ή της oνλάιν παραγγελίας στο φαρμακείο.
Βγαίνοντας, με παρατήρησα ότι μιας και δεν είχα σακούλα έπρεπε να τα κρατάω στο
χέρι φαρδιά πλατιά όσο ανηφόριζα, όπως δεν κρατάγαμε τη σερβιέτα στο δρόμο για την
τουαλέτα του μπαρ.
Κάπου μεταξύ της συνειδητής πεποίθησης και βούλησης ότι αυτά τα πράγματα δεν
κρύβονται, δε θα έπρεπε να κρύβονται, και των τελευταίων ψηγμάτων υποτιθέμενων
προσωπικών δεδομένων, έβαλα το πορτοφόλι από πάνω σαν μια μεσοβέζικη περήφανη
λύση.
Μπαίνοντας στο καφέ και παραγγέλνοντας τον παγωμένο εσπρέσο μεν, με λίγο πάγο
δε, γιατί η βραχνάδα είχε καλύψει τη φωνή μου με το γρέζι, αφήνοντας σκέτο το γρέζι, ο
πάνω κάτω στην ηλικία μου άνθρωπος πίσω από την ταμειακή μου είπε ότι συμπάσχει με
τους αλεπάλληλους πονόλαιμους το καλοκαίρι και βρίσαμε λίγο μαζί τα ερκοντίσιον στους
είκοσι δύο και τα μπλου σταρ, ξόφαλτσα μόνο, μιας και ήμασταν στην Κυψέλη και όχι σε
επιβίβαση στον Πειραιά.
Ετοιμάστηκα να πληρώσω και ο καφές κεράστηκε, λίγο γιατί τα είπαμε και λίγο γιατί
αν αυτά είναι για σένα δείχνοντας με το βλέμμα του το κουτί, ταυτίστηκε όπως είπε.
Κατηφόρισα την Κερκύρας δεκατέσσερα ζολόφτ ελαφρύτερη.