-
- Η Φαντασίωση
Στην αυτοβιογραφία του υπερρεαλιστή σκηνοθέτη Luis Bunuel, «Mon dernier soupir» (Η τελευταία μου πνοή), ο ίδιος φαντασιώνεται την τελευταία πλάκα που θα κάνει, ακριβώς πριν πεθάνει. «Συγκαλώ γύρω από το νεκροκρέβατό μου τους φίλους μου που είναι δηλωμένοι άθεοι, όπως κι εγώ. Τότε φτάνει ένας ιερέας, τον οποίο έχω καλέσει· και προς φρίκη των φίλων μου εξομολογούμαι, ζητώ συγχώρεση για τις αμαρτίες μου και λαμβάνω το χρίσμα. Έπειτα γυρίζω πλευρό και ξεψυχώ.» Φαίνεται να το πιστεύει τόσο, που στη συνέχεια αναρωτιέται αν θα έχει τη δύναμη να αστειευτεί εκείνη τη στιγμή.
2. Η προβοκάτσια
«Ο Graham Chapman, συνδημιουργός του Parrot Sketch, δεν είναι πια μαζί μας. Απεβίωσε, έφυγε από τη ζωή, αναπαύεται εν ειρήνη, τα τίναξε, τα κακάρωσε, έσβησε τα φώτα, είδε τα ραδίκια ανάποδα, έφτυσε την τελευταία του πνοή και πήγε να συναντήσει τον Ύψιστο Διευθυντή της Ελαφριάς Ψυχαγωγίας στους ουρανούς. Και φαντάζομαι όλοι σκεφτόμαστε πόσο θλιβερό είναι να φεύγει τόσο ξαφνικά ένας άνθρωπος με τέτοιο ταλέντο, τέτοια ικανότητα και καλοσύνη, τέτοια ευφυΐα — μόλις στα σαράντα οκτώ του — προτού προλάβει να καταφέρει πολλά απ’ όσα ήταν ικανός και προτού προλάβει να διασκεδάσει αρκετά. Λοιπόν, νιώθω πως πρέπει να πω: Παπάρια! Καλά ξεκουμπίδια, το παράσιτο της συμφοράς! Εύχομαι να τσουρουφλίζεται στην κόλαση! Και γιατί το λέω αυτό; Γιατί δεν θα μου το συγχωρούσε ποτέ αν δεν το έκανα ·αν άφηνα να πάει χαμένη η ευκαιρία να σας σοκάρω όλους εκ μέρους του. Οτιδήποτε για χάρη του, εκτός από ανούσιο καθωσπρεπισμό. Τον άκουγα να μου ψιθυρίζει στο αυτί χθες βράδυ όσο έγραφα αυτά τα λόγια: «Οκ, Cleese, καμαρώνεις που ήσουν ο πρώτος που είπε «shit» στην τηλεόραση. Αν όντως αυτή η τελετή είναι για μένα, θέλω — έτσι, για αρχή — να γίνεις ο πρώτος που θα πει «fuck» σε βρετανική κηδεία». Βλέπετε, το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορώ. Αν ήταν τώρα εδώ μαζί μου, ίσως να έβρισκα το θάρρος, γιατί πάντα μου έδινε δύναμη. Αλλά η αλήθεια είναι πως δεν έχω τα δικά του κότσια, τη θαυμάσια προκλητικότητά του. […]»
Στο τέλος της κηδείας, διατηρώντας το μαύρο χιούμορ, τα μέλη των Monty Python τραγούδησαν παρέα το Always Look at the Bright Side of Life (Δες τη φωτεινή πλευρά της ζωής), το κομμάτι που τραγουδούν οι ετοιμοθάνατοι εσταυρωμένοι στην τελευταία σκηνή της ταινίας τους Life of Brian. Λέγεται ότι λίγο πριν τελειώσουν, ένα άλλο μέλος των Monty Python, ο Eric Idle, αναφώνησε: «Θα ήθελα απλώς να είμαι το τελευταίο άτομο σε αυτήν τη συνάντηση που θα πει «fuck». Ευχαριστώ πολύ, ο Θεός να σε αναπαύσει, Graham».
- Η προφητεία
Στο βιβλίο του συγγραφέα, σκηνοθέτη και ραδιοφωνικού παραγωγού Χρήστου Βακαλόπουλου Η γραμμή του ορίζοντος, που εκδόθηκε το 1991 (δύο χρόνια πριν τον θάνατό του), υπάρχει ένα προφητικό απόσπασμα από τις τελευταίες ώρες της ζωής του.
[…] Στις δώδεκα κλείνει η μουσική, ο ξανθός κόσμος είναι λίγο αμήχανος, ο μουστακαλής κουνάει το μαγικό ραβδί κι εμφανίζεται μια κιθάρα από το πουθενά, ο ξανθός κόσμος χειροκροτεί. Παραγγέλνουν όλοι Ντοστογιέφσκι (σ.σ. Όνομα από σφηνάκι), το μαγαζί έχει κόκκινα μάγουλα, μοιάζει μ’ ένα τεράστιο μύδι. Ο μουστακαλής λέει ένα τραγούδι του Μπάτη, το μοναδικό τραγούδι που γράφτηκε ποτέ, μα η φωτιά είναι φωτιά και η φωτιά είναι λαύρα. Υπάρχει μόνο ένα νησί και μπορείς να το πιεις με μια γουλιά, αν είσαι αποφασιστική, θα τα καταφέρεις, η θάλασσα μου τα ‘κανε τα σωθικά μου μαύρα. Ο μουστακαλής αρχίζει ένα άλλο τραγούδι, πώς γίνεται να είναι το ίδιο με το προηγούμενο, είναι ακριβώς το ίδιο χωρίς να μοιάζει καθόλου. Υπάρχει μόνο ένα τραγούδι, το κυνηγάνε όλα τα τραγούδια και κάποτε θα φανερωθεί, θα ακουστεί ένα βράδυ σαν όλα τα άλλα όταν θα έχουν πιει είκοσι Ντοστογιέφσκι ο καθένας.
Ο σκηνοθέτης, συνδημιουργός και φίλος του, Σταύρος Τσιώλης, διηγήθηκε το 2015 στην εκπομπή του Μάριου Παπαγεωργίου Ακατανίκητοι Κινηματογραφιστές την παρακάτω ανάμνηση:
«Μόλις πέθανε ο Χρήστος δεν ήθελα πια να γυρίσω καμία ταινία. Αλλά προς τιμήν του, επειδή είχαμε μιλήσει λίγο για τη δραπέτευση, αυτό που δραπετεύουν στον Χουρσίτ Πασά (σ.σ. Εννοεί την ταινία Ο χαμένος θησαυρός του Χουρσίτ Πασά,1995), έκατσα και το έγραψα εγώ το σενάριο. Πρέπει να σας πω κάτι, πολύ όμορφο. Ο Χρήστος έλεγε ότι οι δραπέτες πάνε στην Πελοπόννησο, ξεφεύγουν από όποια δύναμη ·αστυνομική, οργάνωση του κράτους κ.λπ. Πώς; Μέσα απ’ τον Ισθμό της Κορίνθου, που σε περνάει σε άλλο κόσμο, σαν να είναι ο Αχέροντας. Κι έπρεπε αυτοί να περνάνε από τον Ισθμό ενώ είναι γεμάτο αστυνομία παντού. Με αυτόν τον μαγικό τρόπο ξεφεύγουν. Πώς στον Jarmusch, στο Down by law, δραπετεύουν αυτοί κινηματογραφικά; Ε, έτσι ήθελε. Ποιο τραγούδι θα βάζαμε; Και τι δεν πιάσαμε! Από Ζαφείρη Μελά, Τώνυ Μαρούδα… Δηλαδή τι τραγουδάνε αυτοί; Κι είναι η τελευταία μέρα, 29 Ιανουαρίου πρωί, και έχω βάλει την ΕΡΤ1 και είναι —να ‘ναι καλά ο άνθρωπος— ένας ψάλτης απ’ το Νέο Ηράκλειο, ο οποίος, ως ψάλτης, τραγουδάει ένα τραγουδάκι που λέει Θάλασσα μη θυμώνεις, μην κάνεις κύματα, στη Βαγγελιώ να στέλνω τα χαιρετίσματα. Και τρέχω αμέσως κάτω στον Χρήστο. Ο Χρήστος τώρα, ξαπλωμένος πια, σχεδόν χωρίς εγκέφαλο, του το’ χε φάει ο καρκίνος τον εγκέφαλο, και τέσσερα κορίτσια, πρώην αγαπημένες του, οι οποίες με αρώματα του πλένουν τα ποδαράκια, το σώμα του, τα χέρια του. Δηλαδή όχι Μαγδαληνή, τέσσερις Μαγδαληνές, τέτοιο μεγαλείο ένιωσα! […] Του λέω «Χρήστο ήρθα! Βρήκα το τραγούδι για τον Ισθμό!» Και του τραγουδάω Θάλασσα μη θυμώνεις μην κάνεις κύματα. Και μόλις το ακούει ο Χρήστος πέφτει σε μια ευτυχία! Μου λέει «Αυτό είναι! Έλα, πες το μου να το τραγουδήσουμε». Το τραγουδάγαμε μέχρι τις 12:30 ώρα, από τις 9:30 μέχρι τις 12:30 συνέχεια. Βέβαια χανόταν λίγο, ξαναρχόταν σε δέκα λεπτά «Σταύρο, το τραγούδι!» Στις 12:30 λέει: «Κοίτα τώρα, θα κοιμηθώ μισή ωρίτσα και μετά θα ξυπνήσω να το πούμε πια, τώρα που το μάθαμε πολύ καλά». Και μόλις αποκοιμήθηκε, έπεσε σε ρόγχο και δεν ξαναξύπνησε. Αυτό το τραγούδι που είναι εκεί, το ‘βαλα προχθές ο ηλίθιος και με πιάσαν οι λυγμοί. Δεν μπορώ να γλιτώσω από αυτό. Αλλά είναι μαγικό!»
Σημείωση: Ο Τσιώλης ήταν μεγάλος παραμυθάς, συνήθιζε να βάζει σάλτσες στις ιστορίες που έλεγε. Ίσως λοιπόν η περιγραφή του να μην είναι χρονολογικά ακριβής, δηλαδή όλο αυτό να μην έγινε ακριβώς τη στιγμή του τέλους της ζωής του Βακαλόπουλου, αλλά λίγο πριν. Όπως όμως έλεγε κι ο ίδιος: «Έτσι κι αλλιώς έχει πεθάνει, δεν μπορεί να με διαψεύσει. Νιώθω πλέον δικαιωμένος».
- Η Εξόφληση
Ο Ιάννης Ξενάκης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες και αρχιτέκτονες του 20ού αιώνα. “Έλληνας” όσον αφορά την καταγωγή, γιατί η χώρα μας δεν του φέρθηκε με τον καλύτερο τρόπο. Συνάντησε εμπόδια στις σπουδές του εξαιτίας της αντιστασιακής του δράσης και αναγκάστηκε να διαφύγει στην Ιταλία κι έπειτα στη Γαλλία προκειμένου να γλιτώσει τη Μακρόνησο.
Υπάρχει λοιπόν μια φήμη που υποστηρίζει ότι μετά τον θάνατό του, το 2001, κάποιοι αντιπρόσωποι του Υπουργείου Πολιτισμού επισκέφθηκαν τη γυναίκα του στο Παρίσι και ζήτησαν την τεφροδόχο του. Η Φρανσουάζ Ξενάκη απάντησε ότι ο Ιάννης είχε συγκριμένη επιθυμία σχετικά με αυτό και τους παρέδωσε ένα κουταλάκι με στάχτη εξηγώντας τους ότι αυτά είναι τα αρχίδια του.
- Η Αλληγορία
Παρόμοια αντιμετώπιση από τη χώρα μας είχε και ο μελετητής του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας, δημοσιογράφος, σκιτσογράφος και φωτογράφος Ηλίας Πετρόπουλος. Ως λαογράφος του περιθωρίου φώτισε όλα όσα παραμερίζονταν από το καθεστώς: ρεμπέτες, ιερόδουλες, γκέι, κρατούμενους, συμμορίτες κλπ. Φυλακίστηκε πέντε μήνες για τη δοκιμιακή του μελέτη Ρεμπέτικα Τραγούδια (1968), άλλους πέντε για το λεξικό της τρανς αργό Καλιαρντά (1971) και ακόμα εφτά για το ποίημα του Σώμα στο περιοδικό Τραμ (1972).
Ύστερα απ’ όλα αυτά, αυτοεξορίστηκε κι αυτός στο Παρίσι στα σαράντα εφτά του χρόνια, αρνούμενος να επιστρέψει στην πατρίδα παρά τις μετέπειτα διαβεβαιώσεις ότι δεν θα υποστεί πλέον διώξεις. Στην ποιητική του συλλογή Ποτέ και Τίποτα (1993) αναφέρει: «Οι αναίσθητοι με ρωτούν: -γιατί δεν γυρίζετε στην Ελλάδα; Βεβαίως τυγχάνω υποχρεωτικώς Έλλην, αλλά η χώρα μου με κουρελιάζει. Δεν θάθελα να ξαναπατήσω στην Αθήνα. Και είπα στη γυναίκα μου: – Όταν ψοφήσω, εδώ στο Παρίσι, Να κάψεις το κουφάρι μου στο κρεματόριο και να ρίξεις τις στάχτες μου στον υπόνομο. Τέτοια είναι η διαθήκη μου.» Την ίδια χρονιά μάλιστα, κατέθεσε στο ελληνικό προξενείο του Παρισιού επίσημη διαθήκη με αυτές τις οδηγίες.
Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε δέκα χρόνια αργότερα, στις 13 Σεπτεμβρίου του 2003. Υπάρχει καταγεγραμμένο βίντεο της ανατριχιαστικής στιγμής όπου η σύζυγός του, Μαίρη Κουκουλέ, αδειάζει το βάζο με τις στάχτες σ’ ένα φρεάτιο έξω από το νεκροταφείο Pere Lachaise. Αφού τελειώσει, πετάει με δύναμη και το ίδιο το βάζο στο φρεάτιο, το οποίο γίνεται κομμάτια. Τη βλέπουμε να απομακρύνεται και ο φακός παραμένει στο φρεάτιο. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα πετιέται εκεί και το καπάκι του βάζου.
- Το αστείο
Η προκλητική σάτιρα του τραγουδοποιού, κωμικού, ραδιοφωνικού παραγωγού και ηθοποιού Τζίμη Πανούση, τον οδήγησε σε αρκετές δικαστικές διαμάχες κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Μία από αυτές ήταν η κατηγορία για προσβολή εθνικού συμβόλου το 2000, όταν απεικόνισε στην αφίσα της παράστασής του, Της Πατρίδας μου η Σημαία, την ελληνική σημαία με σφυροδρέπανο αντί σταυρό. Στο ακροατήριο της δίκης παρευρέθηκε και η γνωστή μαϊντανός των μίντια, Ελένη Λουκά, με το συνηθισμένο της σόου “αγανάκτησης”. Στο πρωτοδικείο κρίθηκε ένοχος και η μοναδική δήλωση που έκανε στους δημοσιογράφους ήταν: «Θριάμβευσε η δικαιοσύνη! Θα με καλύψει η κυρία Λουκά, θα τα πει καλά». Εκείνη τον ακολούθησε μέχρι έξω φωνάζοντας: «Ντροπή σου, ντροπή σου! Δεν είσαι καλλιτέχνης εσύ, εσύ είσαι του σατανά!» και ο Πανούσης χαμογελούσε κάτω από τα μουστάκια του δείχνοντας να διασκεδάζει αρκετά με το γεγονός, σαν να το είχε κάνει παραγγελία.
Η Ελένη Λουκά παρευρέθηκε και στην κηδεία του, τον Ιανουάριο του 2018, φωνάζοντας: «Ηθοποιοί και τραγουδιστές είναι τα όργανα του Διαβόλου. Ο Πανούσης ήταν του Σατανά, στην Κόλαση θα καίγεται τώρα. Ο Πανούσης ήταν του Σατανά, του Διαβόλου. Ντροπή του, ντροπή του!». Όπως ήταν αναμενόμενο, θεωρήθηκε προσβλητικό και την απομάκρυναν δύο αστυνομικοί. Εκείνη φεύγοντας συνέχιζε να φωνάζει αποκαλώντας τον «αναρχοκουμούνι». Έχω λοιπόν την υποψία ότι ο Τζιμάκος θα γελούσε με την καρδιά του κάτω από τα μουστάκια του, σαν να το είχε κάνει παραγγελία.
- Το ταξίδι
Ο τελευταίος αποχαιρετισμός αφορά τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο Σταύρο Τσιώλη, ο οποίος έφυγε τον Ιούλιο του 2019. Νωρίτερα, είχε δηλώσει δημόσια ότι επιθυμεί καύση, η οποία έχει μια ιερότητα ·«γίνεσαι χωματάκι, το ρίχνεις στο χώμα ή στη θάλασσα και είσαι εντάξει». Δεν άντεχε καθόλου την ιδέα της ταφής, που το σώμα σιγά σιγά αποσυντίθεται. Ήθελε όμως και νεκρώσιμη ακολουθία επειδή θεωρούσε ότι αποτελεί ένα ποίημα. Είχε επίσης εκμυστηρευτεί ότι όταν πρωτοήρθε στην Αθήνα και δυσκολευόταν οικονομικά, πήγαινε σε κηδείες αγνώστων στο Πρώτο Νεκροταφείο και τρεφόταν με σιτάρι από τα κόλλυβα.
Ο Τσιώλης αγαπούσε να φτιάχνει ταινίες περιπλάνησης (road movies). Η κόρη του, Κατερίνα Τσιώλη, τον αποχαιρέτησε μετατρέποντας το ταξίδι Αθήνα-Βουλγαρία, όπου θα γινόταν η αποτέφρωση, σε μια περιπλάνηση με νεκροφόρα. Ζητούσε από τον οδηγό να σταματάει σε κάθε σημείο με δυνατότητα στάθμευσης για να κάνει τσιγάρο, Άνοιγε το φέρετρο και, όση ώρα κάπνιζε, το σώμα του πατέρα της επισκεπτόταν διαφορετικά τοπία.
+ Μία φάρσα
Γύρω στο 1960, οι θαμώνες του καφενείου «Στου Πασχαλιά» στον Κάμπο Ικαρίας είχαν όρεξη για χοντρές πλάκες. Κατά τη διάρκεια ενός γλεντιού λιποθύμησε κάποιος από το πολύ πιόμα. Τότε οι υπόλοιποι ξήλωσαν μια πόρτα του καφενείου, τον ξάπλωσαν πάνω της, τον τύλιξαν με λευκό ύφασμα και τον έκαναν περιφορά μέχρι το νεκροταφείο. Ύστερα τον άφησαν εκεί και επέστρεψαν πίσω να συνεχίσουν το γλέντι.
Σημείωση: Στο καφενείο μέχρι και σήμερα λείπει η πόρτα που χωρίζει την κουζίνα από τον κύριο εσωτερικό χώρο.
Η φωτογραφία είναι από την ταινία Leningrad cowboys go America, του Άκι Καουρισμάκι.