Η κυρία Παπαδοπούλου ανέφερε συγκεκριμένα: «Η εκταφή αυτή ζητείται στα πλαίσια του έργου της ανάκρισης. Η ανάκριση έχει κλείσει με νόμιμο τρόπο και βρίσκεται σε πρόεδρο Εφετών. Σε αυτή την περίπτωση το αίτημα αφορά την εξέταση των οστών για ξυλόλιο και άλλες ουσίες. Τέτοια αιτήματα έχουν γίνει κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και έχουν απαντηθεί, άρα δεν μπορούμε να επανέλθουμε απ’ αυτών».

Η πρόεδρος του Αρείου Πάγου εξήγησε ότι «εφόσον τα προηγούμενα αιτήματα έχουν απαντηθεί, δεν μπορούμε να επανέλθουμε εφόσον προέρχεται από κάποιον άλλον», χωρίς εφόσον ήδη έχει προχωρήσει σε κρίση να απαντήσει στα όσα υποστηρίζουν οι συγγενείς, ότι δηλαδή τα τρία αιτήματά τους απορρίφθηκαν με γελοίες δικαιολογίες. «Εκταφή γίνεται σε τρία χρόνια, αλλά όχι στα πλαίσια της ανάκρισης. Την εκταφή πρέπει να ζητήσει η πρόεδρος Εφετών», είπε.

Επιπλέον, η κυρία Παπαδοπούλου επεσήμανε ότι «κανένα δικαίωμα δεν χάνεται» και ότι παρόμοιο αίτημα είχε κατατεθεί και απορριφθεί κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, διαψεύδοντας τον κ. Φλωρίδη που είπε σε τηλεοπτικό πάνελ ότι «δεν έχει γίνει αίτημα εκταφής».

Σχολίασε επίσης, υιοθετώντας την κυβερνητική γραμμή και τη λογική του whataboutism, ότι «η χώρα είχε και άλλα δυστυχήματα. Είχε το Μάτι, τη Μάνδρα, είχε πάρα πολλά», ξεχνώντας ενδεχομένως να αναφέρει και άλλες περιπτώσεις στις οποίες ο λαός έχει απαιτήσει δικαιοσύνη για υποθέσεις που δεν έχουν δικαιωθεί ακόμη ή που η απονομή της δικαιοσύνης είτε καθυστέρησε, είτε έγινε κατά το δοκούν, όπως το ναυάγιο της Πύλου, τις δολοφονίες των νεαρών Ρομά από αστυνομικούς κ.α. «Ποτέ δεν έγιναν τέτοιες εκδηλώσεις από μερίδα ανθρώπων οι οποίοι εκμεταλλεύονται τον πόνο των συγγενών», είπε.

«Όλοι, λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι που είναι υπέρ των συγγενών και εκμεταλλεύονται τον πόνο τους δεν θέλουν να ξεκινήσει η δίκη. Δεν θέλουν τη δίκη», ισχυρίστηκε, χωρίς να πει ποιοι, και γιατί. «Αυτό, πλέον, είναι πεποίθηση γιατί μετά από 2,5 χρόνια ανάκριση και μετά από τόσες χιλιάδες σελίδες δικογράφων που έχουν μαζευτεί, δεν έχει κάτι άλλο να κάνει ενδεχομένως η ανάκριση».

Στη συνέχεια αναρωτήθηκε: «Πού ζούμε, ζούμε σε Δημοκρατία;» και υπογράμμισε ότι «είναι δικαίωμα του ανακριτή να κλείσει την ανάκριση» και όταν αυτή έκλεισε, υπήρχαν άνθρωποι που του φώναζαν να μην το κάνει. Απευθύνθηκε στους συγγενείς, λέγοντας: «Οι συγγενείς δεν έχουν χάσει κανένα δικαίωμα, οποιοδήποτε δικαίωμα μπορούν να το ασκήσουν ενώπιον του ακροατηρίου (…) Να μην παρασύρονται από πρόθυμους που τους συμπαραστέκονται αλλά έχουν άλλους σκοπούς», υπέδειξε.

Από την πλευρά του, ο κ. Τζαβέλλας ανέφερε: «Νομικοί προσπαθούν να με υποχρεώσουν ως έχων την εποπτεία της ανακρίσεως να δώσω εντολή στον εισαγγελέα Εφετών Λαρίσης και στον πρόεδρο Εφετών Λαρίσης να ανοίξει ξανά την ανάκριση», είπε, χωρίς να απαντήσει ωστόσο στα επιχειρήματα του νομικού κόσμου, ενώ συνέχισε… αγανακτισμένος: «νομικοί με νομικό προσπαθούν να ζητάνε πράγματα εκτός του νόμου». Ο κ. Τζαβέλλας είπε ότι η εκταφή «μπορεί να ζητηθεί ως διοικητικό μέτρο από το νομικό πρόσωπο (σ.σ.: Δήμος) που έχει την εποπτεία του κοιμητηρίου που έχει ενταφιαστεί ο νεκρός μετά την παρέλευση της τριετίας», λέγοντας ωστόσο στη συνέχεια ότι αυτό γίνεται για λόγους υγειονομικούς.

Τέλος, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κατέληξε: «Αίτημα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί γιατί είναι ζήτημα της κυρίας ανάκρισης και έχει κριθεί στην προδικασία. Η δικογραφία είναι σε τέτοιο δικονομικό στάδιο που κανείς δεν μπορεί να κρίνει το αίτημα πλην της Προέδρου Εφετών Λαρίσης».