Αναλυτικά η δήλωση των συνηγόρων:

«Η Ένορκη Διοικητική Εξέταση που διενεργεί η Αστυνομική Διεύθυνση Αχαΐας, για την απόκρυψη του κινητού τηλεφώνου και τις υπόλοιπες ελλείψεις της προανάκρισης δεν μπορεί να καταλήξει σε διαδικασία συγκάλυψης.

Η εξέταση του αδίκως κρατηθέντα εντολέα μας, κατέδειξε ότι, αντί να διερευνηθούν οι ευθύνες των αστυνομικών, ο μάρτυρας βρέθηκε να εξετάζεται ως κατηγορούμενος. Οι ίδιες οι παραδοχές των εξεταστών, περί δήθεν ανυπαρξίας ευθυνών στην πλευρά της αστυνομίας, καταδεικνύουν μια συστηματική προσπάθεια αποποίησης της ευθύνης και απαλλαγής των υπαιτίων.

Εμείς, με σεβασμό στους θεσμούς αλλά και με αποφασιστικότητα, δηλώνουμε:

Δεν θα επιτρέψουμε η ΕΔΕ να γίνει εργαλείο νέων αυθαιρεσιών. Απαιτούμε πλήρη διαλεύκανση, πραγματική διερεύνηση, όχι μια τυπική και στρεψόδικη διαδικασία με προαποφασισμένο αποτέλεσμα.

Τα “γρανάζια – δόντια” ενός συστήματος-τέρατος που αντί να υπηρετεί τη Δικαιοσύνη κατασκευάζει ενόχους, οφείλουν να περιοριστούν και να εξουδετερωθούν.

Αυτή είναι η ευθύνη μας ως δικηγόρων, ώστε να μην ξαναβρεθεί ποτέ κανείς σε θέση να φυλακιστεί από μια κατευθυνόμενη αστυνομική προανάκριση.

Οι Πληρεξούσιοι Δικηγόροι

Παναγιώτης Κ. Κοραντζόπουλος

Παναγιώτης Σ. Καποτάς

Θεοφάνης Α. Χριστόπουλος»

Υπενθυμίζεται ότι οι δύο νεαροί είχαν συλληφθεί διαδοχικά από την Αστυνομία, ο πρώτος στις 13 Αυγούστου και ο δεύτερος λίγο αργότερα, και μετά τις απολογίες τους είχαν οδηγηθεί στις φυλακές στις 19 Αυγούστου.

Στο μεσοδιάστημα, οι συνήγοροι υπεράσπισης προσκόμισαν νέα στοιχεία στη Δικαιοσύνη, τα οποία αξιολογήθηκαν θετικά από τον ανακριτή, κατόπιν και εισήγησης της εισαγγελέως, με αποτέλεσμα να αποφασιστεί η αποφυλάκισή τους.

Στους δύο νεαρούς επιβλήθηκαν οι όροι της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, της υποχρεωτικής παρουσίας μία φορά τον μήνα στο αστυνομικό τμήμα και η καταβολή χρηματικής εγγύησης.