Όπως σημειώνει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, πρόκειται για το πρώτο shutdown από το 2018, το οποίο είχε σημειωθεί επί της προηγούμενης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ και είχε διαρκέσει 35 ημέρες. Αυτό ήταν μέχρι στιγμής το μεγαλύτερο διάστημα που έχει ανασταλεί η λειτουργία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης από το 1981. Από τη χρονιά εκείνη έχουν γίνει στις ΗΠΑ 15 shutdown, με τρία από αυτά να καταγράφονται στη διάρκεια την προηγούμενης θητείας του Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ (τον Ιανουάριο, τον Φεβρουάριο και τον Δεκέμβριο 2018).
Ήδη Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι έχουν αρχίσει να αλληλοκατηγορούνται: οι Δημοκρατικοί “ θέλουν να κλείσουν τα πάντα, εμείς δεν το θέλουμε”, διαβεβαίωσε ο Αμερικανός πρόεδρος χθες, Τρίτη, το βράδυ, προτού υιοθετήσει έναν πιο απειλητικό τόνο.
«Πολλά καλά πράγματα μπορεί να προκύψουν από το ‘shutdown’, μπορούμε να ξεφορτωθούμε πολλά πράγματα που δεν θέλουμε και θα ήταν πράγματα των Δημοκρατικών», τόνισε ο Τραμπ.
Πρόκειται για μια έμμεση αναφορά στην πρόθεση του Ρεπουμπλικάνου να εκμεταλλευθεί την αναστολή της λειτουργίας κάποιων ομοσπονδιακών υπηρεσιών για να προχωρήσει σε απολύσεις χιλιάδων υπαλλήλων, καθώς επιδιώκει να αναδιαμορφώσει ριζικά την ομοσπονδιακή κυβέρνηση με την αποχώρηση περίπου 300.000 εργαζομένων ως τον Δεκέμβριο.
Από την πλευρά τους οι Δημοκρατικοί καταγγέλλουν την έλλειψη διάθεσης διαπραγμάτευσης των Ρεπουμπλικάνων.
«Δεν είναι θέμα εγωισμού”, δήλωσε ο επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Γερουσία, Τσακ Σούμερ, σε συνέντευξη Τύπου. «Γίνεται επειδή οι Αμερικανοί υποφέρουν από αυξημένα κόστη παντού – είτε πρόκειται για δασμούς, για την ενέργεια είτε για τα τρόφιμα», πρόσθεσε, καταγγέλλοντας και την «κατακόρυφη άνοδο» του κόστους των υγειονομικών υπηρεσιών και φαρμάκων.
Το shutdown ξεκίνησε μερικές ώρες αφού δεν κατάφερε να εγκριθεί από τη Γερουσία ένας προσωρινός προϋπολογισμός που θα συνέχιζε τη χρηματοδότηση του ομοσπονδιακού κράτους ως τις 21 Νοεμβρίου.
Οι Δημοκρατικοί ήταν αντίθετοι στο σχέδιο προσωρινού προϋπολογισμού που παρουσίασαν οι Ρεπουμπλικάνοι διότι σε αυτό δεν περιλαμβανόταν η παράταση της υγειονομικής κάλυψης εκατομμυρίων Αμερικανών, κυρίως μέσω του προγράμματος Obamacare, η οποία πρόκειται να λήξει στο τέλος του έτους. Οι Ρεπουμπλικάνοι από την πλευρά τους επιμένουν ότι το θέμα θα πρέπει να συζητηθεί ξεχωριστά.
Αν και οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν την πλειοψηφία στη Γερουσία με 53 έδρες, ο κανονισμός του Σώματος προβλέπει ότι οποιοδήποτε κείμενο προϋπολογισμού πρέπει να εγκριθεί με 60 ψήφους σε σύνολο 100 και κατά συνέπεια οι Ρεπουμπλικάνοι χρειάζονταν τουλάχιστον 7 ψήφους από τους Δημοκρατικούς.