Στο βιβλίο του Μεσημβρινή ανακάλυψη, περιγράφει έναν λαό όπου οι γυναίκες φορούν ένα γοβάκι στο κεφάλι αντί για καπέλο.

Αλεξαντριάν, Οι απελευθερωτές του έρωτα

 

Πολύ συχνά, αυτό που συνήθως χαρακτηρίζει τα έργα τέχνης είναι η τάση τους να θεματοποιούν την ίδια την τέχνη, ασχέτως του ποιο είναι «επίσημα» το θέμα τους. Πάρτε για παράδειγμα την Ερωτική επιθυμία του Γουόνγκ Καρ-βάι, ταινία που δεν λείπει καθόλου τα τελευταία χρόνια από το πρόγραμμα των θερινών σινεμά και που δεν πέφτει ποτέ στις προτιμήσεις του κοινού. Πέρα από την υποβλητική μουσική, την ενδυματολογική λεπτότητα και το πάθος του απαγορευμένου έρωτα, αυτό που εδώ επιμένει και τέρπει είναι η ίδια η θεματοποίηση της κινηματογραφικής συνθήκης: θυμίζω ότι υπόθεση της ταινίας είναι η γνωριμία δύο απατημένων συζύγων που στην προσπάθειά τους να καταλαβαίνουν πώς προέκυψε η απιστία υποδύονται οι ίδιοι τους συντρόφους τους. Προσποιούμενοι ότι ερωτεύονται, παίζοντας τον έρωτα σε όλα τα στάδια της γέννησης και ανάπτυξής του, καταλήγουν στο τέλος όντως ερωτευμένοι. Η ταινία αφηγείται και εμείς ταυτιζόμενοι με αυτήν παθαίνουμε εντέλει αυτά που βλέπουμε. Αυτό που μας παθιάζει είναι η ίδια η λειτουργία της αφήγησης, το πώς υποδυόμενος κανείς ένα συναίσθημα καταλήγει να το πιστέψει.

Το δοκιμιακό αφήγημα (πεζογράφημα το χαρακτηρίζει κάπως ρευστά και αφηρημένα η έκδοση) του Σπύρου Μαντζαβίνου, κινηματογραφιστή, εικαστικού και συγγραφέα, Ποδολάτρες (εκδόσεις Πατάκη) εντάσσεται θεωρώ στην ίδια κατηγορία έργων. Ο Μαντζαβίνος επιχειρεί να μας μεταφέρει εδώ το ένθερμο πάθος που βιώνουν μερικοί άντρες όχι με τις ίδιες τις γυναίκες, αλλά με τα πόδια τους. Το σχεδόν τετριμμένο θέμα της ποδολαγνείας επιτρέπει εντέλει -θεωρώ- στον Μαντζαβίνο να εκτυλίξει έναν στοχασμό γύρω από την διαδικασία και τους τρόπους της ίδιας της γραφής.

«Έβγαλα αμέσως το βιβλίο μέσα από την τσάντα μου και έσκυψα, υποτίθεται, για να το διαβάσω· στην πραγματικότητα, όμως, πάνω από τη σελίδα του βιβλίου μου κοίταξα αυτό για το οποίο είχα την πιο κατάλληλη στιγμή καταφτάσει. Κι ήταν το πατουσάκι της υπέροχο. Όπως ακριβώς το φανταζόμουν». Συχνά πυκνά στις σελίδες του βιβλίου επανέρχεται αυτό το μοτίβο: το βιβλίο ως προκάλυψη για το παραβιαστικό βλέμμα του ποδολάτρη πάνω στο αντικείμενο της επιθυμίας του. Κι επανέρχεται τόσο συχνά ως θέμα που εντέλει μας πείθει για το ανάποδο: ότι το ποδολατρικό βλέμμα είναι το προκάλυμμα για να γράψει ο Μαντζαβίνος το βιβλίο του. Μια αφορμή.

Ακούστε για παράδειγμα πώς περιγράφει ο Μαντζαβίνος τον ποδολάτρη: «Ο ποδολάτρης στρέφεται γενναιόψυχα ενάντια σε καθετί διαδικαστικό· μια του έξοδος είναι αληθινό άνοιγμα στον κόσμο […] Σε καιρούς που οι άνθρωποι επινοούν ολοένα και περισσότερες αφορμές για να μη βλέπουν στ’ αλήθεια γύρω τους και να κοιτούν μόνο εκτός πραγματικότητας σαν υπνοβάτες εκείνος ρίχνεται με όλες του τις δυνάμεις στη θαυμαστή δίνη του κόσμου». Αν παραβλέψουμε το ποιητικό αίτιο που καθοδηγεί τον ποδολάτρη, εμφανίζεται μπροστά μας έναν μπενγιαμινικός φλανέρ που ρίχνεται στη μεγαλούπολη έτοιμος να ρουφήξει την πληθώρα των εικόνων της. Δεν είναι νομίζω τυχαίο που το βιβλίο περιέχει και εικαστικές δημιουργίες του Μαντζαβίνου, με θέμα φυσικά τα γυναικεία πόδια. Είναι λες και παρακολουθείς την φλανερί του ποδολάτρη τη στιγμή που συμβαίνει, παραμορφωμένη φυσικά από τον φαντασιωτικό μανδύα που την καθοδηγεί: δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με νατουραλισμό αλλά με εξπρεσσιονισμό. Πόδια υπερμεγέθη που εντυπώνονται στον θεατή με την αφύσικη εκφραστικότητά τους.

Δεν μπορεί κανείς να γράφει κάτι τι σαν δοκίμιο σήμερα (με όλους τους δυνατούς υβριδικούς συνδυασμούς) και να μη συγκριθεί αυτόματα με τον Παπαγιώργη. Πόσο μάλλον όταν γράφει για πάθη. Το πάθος (μνησικακία, ζήλεια, ξυλοδαρμός, μέθη) γίνεται το όχημα του Παπαγιώργη για να γράψει μια ιστορία των κειμένων που δεν μοιάζει κειμενική -κοινώς: κρύβει τη βιβλιογραφία της. Κι εδώ που έχουν αποτύχει πλήθος επίγονοι και «επίγονοι», ακριβώς επειδή παρά τα λεγόμενά τους ήταν εντέλει η ίδια η βιβλιογραφία το μεγάλο (ή και το μόνο) πάθος τους, έρχεται ο Μαντζαβίνος, αν όχι να πετύχει, σίγουρα να ντριπλάρει με μαεστρία. Πρώτα απομειώνοντας το πάθος -εξού και η αναμενόμενη ποδολαγνεία γίνεται «ποδολατρεία», και έπειτα λυρικοποιώντας το ώστε να το καταστήσει τελικά μεταφορικό.

«Ο ποδολάτρης αγαπά τις μικρές ιστορίες, ή μάλλον, τα σπαράγματα ιστοριών, τα θραύσματα· ιστορίες, που αποτελούνται μόνο από μία ή περισσότερες εικόνες ή κινήσεις που ποτέ τους δεν ευτύχησαν να εγκολπωθούν μια μεγαλύτερη ιστορία», θα σημειώσει σε ένα άλλο σημείο του βιβλίου, προσφέροντας τη θεωρία αυτής της γραφής που προτάσσει. Μια γραφή που αποφεύγει την ολοκλήρωση και τη σιγουριά, μια γραφή αποσπασματική κι ελλειπτική που συνδυάζει τα διακείμενά της χαλαρά, εναλλάσσει τις μικροαφηγήσεις και συνέχεται από το πρόσκαιρο ενός βλέμματος ανήσυχου που εστιάζει σε κάθε τι στο φευγαλέο. Όπως ένα πόδι που περνάει, αφήνοντας ως ίχνος το αποτύπωμα ενός πέλματος ή τη λάμψη ενός πεντικιούρ, η γραφή του  Μαντζαβίνου είναι καλειδοσκοπική και σεμνή.

«Από πού προέρχεται η αγάπη για τις γυναικείες πατούσες; Και το κυριότερο, προς τα πού πηγαίνει; Πέλματα, πατούσες, δάχτυλα, φτέρνες, αστράγαλοι, καμάρες, μύτες των ποδιών, γάμπες, γόνατα, μηροί· άκρα. Είναι οι άνθρωποι που τα αγαπούν στ’ αλήθεια άνθρωποι των άκρων;». Οι εναρκτήριες γραμμές του βιβλίου θέτουν το θέμα, προβληματοποιούν το πάθος που το θέμα εισηγείται, και ταυτόχρονα δημιουργούν ένα ειρωνικό μεταεπίπεδο (άκρα-άνθρωποι των άκρων) που επιτρέπει στον Μαντζαβίνο την ώρα που είναι μέσα στο πάθος να μπορεί (και) να γελά μ’ αυτό.

Είπα παραπάνω ότι ο Μαντζαβίνος λυρικοποιεί το θέμα του. Και πράγματι, στην καρδιά της ύπαρξης του ποδολάτρη βρίσκεται μια πληθώρα μεταφορών για το γυναικείο πόδι, που ανάλογα την κίνηση και τους βηματισμούς του προκαλεί στον παρατηρητή την έκρηξη εικόνων στο νου. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι το κατεξοχήν μετωνυμικό αντικείμενο μετατρέπεται εδώ σε μεταφορά. Τον μαντζαβίνειο ποδολάτρη δεν τον ενδιαφέρει η συνάφεια αλλά η ομοιότητα, που του επιτρέπει ακριβώς την πρόσβαση στη γραφή. Δεν είναι το πόδι ένα υποκατάστατο της γυναίκας αλλά η αφορμή για μια ονειροπόληση.

Ξέρουμε από την ψυχανάλυση ότι η μετωνυμία οδηγεί στην απόλαυση ενώ η μεταφορά συνδέεται με το σύμπτωμα. Τις φορές που ο Μαντζαβίνος θα φτάσει στην περιγραφή της ερωτικής πράξης θα επιβεβαιώσει την υποψία μου. Ο ποδολάτρης στο σεξ αρνείται το πόδι που θα τον κάνει να ολοκληρώσει τον οργασμό, όπως και η γραφή αναστέλλει την απόλαυση για το μέλλον: «Η ηδονική επαφή, πάντως, το χάδι και ο ασπασμός του γυμνού πέλματος του ομόκλινου κοριτσιού πέπρωται να διακοπεί βιαίως κατά την κλινοπάλη καθαυτήν, καθώς ο ποδολάτρης φροντίζει κατά κανόνα να αποφεύγει και την παραμικρή επαφή με τα ποδαράκια της ερωμένης του».

Αυτό το μαντζαβινικό παράδοξο έρχεται να προστεθεί πλάι σ’ άλλο ένα: σε αντίθεση με τον κλασικό ηδονιστή που μένει αδιάφορος μπροστά στην θέληση που έχει το ίδιο το αντικείμενο του πόθου, εδώ ο Μαντζαβίνος δίνει -τουλάχιστον μια φορά και μάλιστα κρίσιμη- το λόγο σε μια κάτοχο ποδιού. Πρόκειται για μια σερβιτόρα που δεν βρίσκει καθόλου θελκτικά τα πόδια και δεν θέλει καθόλου να τα εκθέτει. Μοιάζει κωμικό το παράπονο του ποδολάτρη απέναντι σ’ αυτή τη στάση, δείχνει ωστόσο εδώ κάτι που ο Μαντζαβίνος λαμβάνει σοβαρά υπόψη: την αντίσταση του αντικειμένου της επιθυμίας.

Άρνηση της εκπλήρωσης, αντίσταση του αντικειμένου, παρατήρηση, αφοσίωση και διαρκής άσκηση πάνω σε παραλλαγές: καθίσταται νομίζω εξαιρετικά σαφές πώς το παιχνίδι εδώ είναι η γραφή -και η συνεχής άσκησή της.