Η υπόθεση είχε έρθει στη δημοσιότητα την περίοδο των καταγγελιών του κινήματος #metoo 2021-2022 και αφορά τις μηνύσεις τεσσάρων γυναικών κατά του ηθοποιού και καθηγητή Λάμπρου Φιλίππου για πράξεις σεξουαλικής κακοποίησης την περίοδο 2008 – 2014, ενώ μάλιστα καθώς έχουμε φτάσει 2025, καταγγέλλονταν καθυστερήσεις από πλευράς δικαστικής εξουσίας και κίνδυνος παραγραφής.

Αφού ολοκληρώθηκε η ανακριτική διαδικασία, ο Λάμπρος Φιλίππου κατηγορείται σε βαθμό κακουργήματος για το αδίκημα του βιασμού κατά συρροή, κατ’ εξακολούθηση και μη, τετελεσμένο και σε απόπειρα. Οι δύο εκ των τεσσάρων καταγγελλουσών είναι αδερφές.

Η μικρότερη κόρη της οικογένειας κατήγγειλε ότι ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και τραγουδιστής τέλεσε τις πράξεις της απόπειρας βιασμού κατά εξακολούθηση και του βιασμού, την περίοδο που ήταν σύντροφος της μεγαλύτερης αδελφής της. Σύμφωνα με πληροφορίες του Documento η ανακρίτρια έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα του βιασμού, καθώς συμπέρανε ότι o ηθοποιός δεν άσκησε βία σε βάρος της ούτε την απείλησε ότι θα τη βλάψει, ενώ το θύμα δεν αντέδρασε. Η γυναίκα είχε καταθέσει πως όσο βίωνε την σεξουαλική κακοποίηση «είχε παγώσει από το φόβο της και δεν μπορούσε να αντιδράσει».

Στο ίδιο ρεπορτάζ αναφέρεται πως άλλη γυναίκα κατέθεσε πως ο ίδιος ηθοποιός επίσης την εξανάγκασε σε σεξουαλικές πράξεις παρά την θέληση της, ενώ άλλη φορά προέβη στον βιασμό της, με εκείνη να έχει δηλώσει πως δε συναινεί το 2015. Άλλη μία γυναίκα κατήγγειλε τον εξαναγκασμό της σε σεξουαλικές πράξεις από τον ίδιο άντρα δύο χρόνια νωρίτερα, το 2013.

Η μητέρα της μίας εκ των αδερφών που έχει καταγγείλλει τον συγκεκριμένο άντρα, ανεβαίνοντας στο βήμα ως μάρτυρας επιβεβαίωσε την καταγγελία της κόρης της και τόνισε ότι ότι ο κατηγορούμενος ρωτήθηκε ευθέως, «δεν το αρνήθηκε» ενώ περιέγραψε έναν άνθρωπο με «εξουσιαστικό χαρακτήρα», ο οποίος κατόρθωνε να έχει κάτω από την απόλυτη επιρροή του τις δύο αδελφές, χρησιμοποιώντας χειριστικές και ελεγκτικές μεθόδους.

Συγκεκριμένα σύμφωνα με ρεπορτάζ του News247, είπε: «Ήταν Αύγουστος του 2015 όταν μίλησε η κόρη μου σε εμάς και στην αδελφή της. Μετά την αποκάλυψη έγινε τηλεφωνική επικοινωνία με τον κατηγορούμενο σε ανοιχτή ακρόαση. Η μία μου κόρη φώναζε, τον κατηγορούσε και η άλλη (σ.σ. η καταγγέλλουσα) έκλαιγε. Εκείνος δεν το αρνήθηκε», αλλά επιχείρησε να μειώσει τη σοβαρότητα των λεγομένων της.

Η μητέρα ακόμα μίλησε για μεγάλη διαφορά ηλικίας, καθώς όταν ο άντρας «μπήκε στην οικογένεια» η μεγάλη της κόρη που είχε δεσμό μαζί του ήταν 15 χρονών. «Ήταν κάτω από τα 16 όταν τον γνωρίσαμε. Δεν ήμασταν ευχαριστημένοι με τον δεσμό, η διαφορά ηλικίας φαινόταν μεγάλη. Με τον καιρό, όμως, καταλάβαμε ότι υπήρχε μια εξάρτηση εξουσιαστικού τύπου. Ήταν ο χαρακτήρας του να ελέγχει και να καθοδηγεί. Είχα αντιληφθεί ότι στη σχέση του με την κόρη μου είχε την ανάγκη να παίζει τον ρόλο του Πυγμαλίωνα», είπε και συνέχισε: «Ήταν εξαιρετικά χειριστικός και είχαμε πειστεί ότι την αγαπά. Δυστυχώς υπήρξαμε αφελείς. Τον βοηθούσαμε οικονομικά, τον θεωρούσαμε παιδί μας».

Όσον αφορά τη σχέση του με τη μικρή κόρη, η μητέρα δήλωσε πως νόμιζαν πως της φέρεται σα «μεγάλος αδερφός», αλλά εν τέλει ήταν εξαρτημένη από εκείνον καθως της ασκούσε συναισθηματική βία και την τρομοκρατούσε.