Στην δικαστική αίθουσα όπου η Εισαγγελέας πραγματοποίησε την αγόρευσή της για την ενοχή η μή των κατηγορουμένων της Χρυσής Αυγής σε δεύτερο βαθμό, βρισκόνταν μόνο ο Ιωάννης Λαγός ενώ όλοι οι υπόλοιποι καταδικασμένοι σε πρώτο βαθμό απουσίαζαν.

Σχετικά με το νομικό σκέλος πάνω στο οποίο βασίστηκε για να καταλήξει στην πρότασή της σχετικά με το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης, ανέφερε ότι η Χρυσή Αυγή ήταν «μια εγκληματική οργάνωση που δρούσε για τριάντα χρόνια και μετεξελίχθηκε σε κόμμα, η οποία δεν είναι μπουλούκι ούτε συμμορία», όπως είχε υποστηρίξει ένας μάρτυρας.

Όσον αφορά το κίνητρο οικονομικού οφέλους, που προβλέπεται από τη σύμβαση του Παλέρμο, η Εισαγγελέας σημείωσε ότι στην παρούσα δίκη θα πρέπει να εφαρμοστεί η εσωτερική νομοθεσία, αφού η σύμβαση «δεν αποκλείει την τιμωρία προσώπων που συστήνουν και συμμετέχουν σε εγκληματικές οργανώσεις με άλλα κίνητρα, αλλιώς θα έμεναν στο απυρόβλητο εκείνοι που διαπράττουν αδικήματα στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης με πολιτικό – κοινωνικό κίνητρο και κατ’ επέκταση θα έμεναν ατιμώρητοι όσοι συμμετέχουν σε ιδεολογικές οργανώσεις που δεν αποσκοπούν σε οικονομικό όφελος».

Ξεκαθάρισε ακόμα ότι η Χρυσή Αυγή δεν λειτουργούσε ως πολιτικό κόμμα, αλλά ως εγκληματική οργάνωση, με το κομματικό της περίβλημα να αποτελεί «βιτρίνα» για την κάλυψη της δράσης και του «ακτιβισμού» της.

Ακόμα, έκανε λόγο για τον «ένα και μοναδικό αρχηγό» λέγοντας ότι, μεταξύ άλλων, είναι αυτός που «καθορίζει τη στρατηγική της οργάνωσης και τον τρόπο προώθησής της».

Για το καταστατικό που έχει καταθέσει στη δικογραφία ο δημοσιογράφος και μάρτυρας Δημήτρης Ψαρράς, η εισαγγελική λειτουργός το έκρινε ως γνήσιο, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του πρωήν αρχηγού του νεοναζιστικού κόμματος Νίκου Μιχαλολιάκου ότι αυτό δεν υπήρχε. Μάλιστα, η Εισαγγελέας επικαλέστηκε μια σειρά από δηλώσεις του επικεφαλής της Χρυσής Αυγής καταδεικνύοντας τις ιδεολογικές πεποιθήσεις του ανά τις δεκαετίες.

«Μαζί με το καταστατικό που έχει την κόκκινη σφραγίδα της Χρυσής Αυγής υπάρχει και το οργανόγραμμα με την ίδια σφραγίδα που βρέθηκε στο σπίτι του Χρήστου Παππά» υπογράμμισε η κ. Στεφανάτου και περιέγραψε την «μεσαιωνική δομή της οργάνωσης αντιγραμμένη από τη ναζιστική αρχή».

Για τατουάζ σβάστικα Κασιδιάρη: Αυτά τα σύμβολα λειτουργούσαν συσπειρωτικά ως προς τη στοχοποίηση των μειονοτήτων

Ταυτόχρονα, έκρινε πως δεν υπήρξε αλλαγή της ιδεολογίας της Χρυσής Αυγής σε εθνικιστική μετά τις εκλογές του 2002, παρουσιάζοντας δηλώσεις και άρθρα του Νίκου Μιχαλολιάκου, στα οποία η ναζιστική ιδεολογία διατυπώνεται ανοιχτά. «Ο Μιχαλολιάκος λέει “είμαστε ναζιστές” και εκφράζει την απέχθειά του για τις εκλογές και τη Δημοκρατία» είπε. Μάλιστα αναφέρθηκε και στο γεγονός ότι εκείνος κάλεσε τον Ιωάννη Περδικάρη, «συνιδρυτή» της οργάνωσης που είχε αποχωρήσει από αυτή νωρίτερα, να αναλάβει ιδεολογικός καθοδηγητής του κόμματος.

Όσον αφορά το τατουάζ του «στελέχους» της νεοναζιστικής οργάνωσης Ηλία Κασιδιάρη με το σχήμα σβάστικας (αγκυλωτού σταυρού), η εισαγγελική λειτουργός είπε ότι «πάντα είχα απορία γιατί οι ευφυείς άνθρωποι έχουν την ακλόνητη πεποίθηση ότι οι υπόλοιποι είναι χαμηλής ευφυίας», και απέρριψε όσα είχε υποστηρίξει ο κατηγορούμενος, ότι δηλαδή, το τατουάζ του δεν συμβολίζει τη σβάστικα, αλλά το δαμάδιο με αναφορά σε περιοδικό της νεολαίας της Χρυσής Αυγής με τίτλο «τατού 88» και σημειώνοντας: «οι καταστροφικές συνέπειες του εθνικοσοσιαλιατικού καθεστώτος και τα σύμβολα όπως οι σβάστικα, λειτουργούσαν συσπειρωτικά ως προς τη στοχοποίηση των μειονοτήτων».

Ακόμα, για την εγκληματική δράση της οργάνωσης, η εισαγγελέας αφού περιέγραψε τη δομή της οργάνωσης και την εκλογή της, μίλησε για «διαρκή λογοδοσία των κατώτερων οργάνων στην κεντρική διοίκηση» και εξήγησε ότι «η απευθείας επικοινωνία κατώτερων οργάνων με την κεντρική διοίκηση παρακάμπτοντας κάποιο ενδιάμεσο όργανο απαγορεύεται ρητά γιατί κάτι τέτοιο θα παρέκαμπτε το οργανόγραμμα». Έτσι, κατέληξε ότι «όλα ήταν οργανωμένα και σε γνώση της κεντρικής διοίκησης».

Στην εισαγωγή της, η κ. Στεφανάτου παρουσίασε διεξοδικά το νομικό πλαίσιο που διέπει τους κατηγορούμενους μετά τις διαδοχικές τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα, υπογραμμίζοντας ότι εφαρμόζεται η ευμενέστερη ρύθμιση, τόσο για τον καθορισμό των ποινών όσο και για το ζήτημα της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης.

Υπενθυμίζεται ότι στη δίκη είναι κατηγορούμενοι για εγκληματική οργάνωση η 18μελής κοινοβουλευτική ομάδα που είχε εκλεγεί το 2012 με τη Χρυσή Αυγή. Πλην των επτά που έχουν καταδικαστεί για Διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, δικάζονται και άλλοι 11 πρώην βουλευτές που έχουν καταδικαστεί για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση. Μεταξύ των τελευταίων, η σύζυγος του Νίκου Μιχαλολιάκου Ελένη Ζαρούλια, ο Παναγιώτης Ηλιόπουλος, ο Κωνσταντίνος Μπαρμπαρούσης κ.ά, στους οποίους οι πρωτόδικες ποινές ξεκινούν από τα 5 και φθάνουν τα 7 έτη.

Παράλληλα, δικάζονται συνολικά άλλα 24 πρόσωπα ως μέλη της εγκληματικής οργάνωσης. Από αυτούς πολλοί, μεταξύ των οποίων οι δύο πυρηνάρχες της Χρυσής Αυγής σε Νίκαια και Πέραμα, βαρύνονται επιπλέον είτε με την δολοφονία του 34χρονου Παύλου Φύσσα, είτε με την απόπειρα ανθρωποκτονίας του Αιγύπτιου αλιεργάτη.