«Στο επίκεντρο βρίσκεται το λογισμικό Predator και το οικοσύστημα της Intellexa. Η ίδια η ελληνική κυβέρνηση έχει παραδεχτεί ότι έδωσε άδεια για την εξαγωγή του Predator, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει χαρακτηρίσει τη χρήση spyware σοβαρή απειλή για το κράτος δικαίου, την ιδιωτικότητα και τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα. Πρόκειται για εργαλεία επιτήρησης, σχεδιασμένα εξαρχής για πολιτικό έλεγχο» προσθέτει.
«Οι ισραηλινές εταιρείες spyware δεν λειτουργούν ανεξάρτητα από το κράτος. Αντλούν τεχνογνωσία, στελέχη και νομιμοποίηση από τον στρατό και τις μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ. Οι τεχνολογίες αυτές αναπτύχθηκαν και δοκιμάστηκαν πρώτα στην κατεχόμενη Παλαιστίνη, σε συνθήκες απαρτχάιντ, μαζικής επιτήρησης, φακελώματος και καταστολής ενός ολόκληρου λαού» σημειώνει το BDS.
«Όταν τέτοιες τεχνολογίες εισάγονται στην Ελλάδα, εισάγεται μαζί τους και το μοντέλο εξουσίας που τις γέννησε: κοινωνία υπό διαρκή επιτήρηση και έλεγχο, άμεση καταστολή οποιασδήποτε διαφωνίας και αντίρρησης , κανονικοποίηση της παρακολούθησης δημοσιογράφων, πολιτικών αντιπάλων, συνδικαλιστών, ακτιβιστών, κοινωνικών κινημάτων αλλά ακόμα και κυβερνητικών και φιλικών πολιτικών στελεχών, δηλαδή παρακολούθηση των πάντων» τονίζει.
«Υπάρχει όμως και μια δεύτερη, ακόμη πιο ανησυχητική διάσταση. Το ισραηλινό κράτος αξιοποιεί τις «ιδιωτικές» εταιρείες spyware για να εξυπηρετεί φιλικές κυβερνήσεις και ηγέτες σε παράνομες ή ημιπαράνομες παρακολουθήσεις, χωρίς να εκτίθεται άμεσα ως κράτος. Έτσι αποφεύγει το πολιτικό κόστος σε περίπτωση αποκάλυψης. Ταυτόχρονα, η ίδια η εταιρεία —ή θυγατρικές της— διατηρεί τεχνική και επιχειρησιακή δυνατότητα να παρακολουθεί και την ίδια την κυβέρνηση-πελάτη. Μέσω backdoors, πρόσβασης σε δεδομένα ή πολιτικών πιέσεων, δημιουργείται μια σχέση εξάρτησης όπου ο «πάροχος ασφάλειας» γίνεται και αποδέκτης κρίσιμης πληροφορίας. Με αυτόν τον τρόπο, το ισραηλινό κράτος δεν είναι απλώς “σύμμαχος”· είναι γνώστης πληροφοριών και ευαίσθητων δεδομένων που αφορούν το κράτος πελάτη του» συμπληρώνει.
«Στην περίπτωση του ελληνικού σκανδάλου, αναπάντητα ερωτήματα υπάρχουν για το γεγονός ότι με το ισραηλινό κατασκοπευτικό λογισμικό παρακολουθούνταν, εκτός όλων των άλλων και η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων. Το σκάνδαλο των υποκλοπών δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τη συνολική στρατηγική σύμπλευση της ελληνικής κυβέρνησης με το κράτος του Ισραήλ: στρατιωτικές συμφωνίες, κοινές ασκήσεις, αγορές πανάκριβων οπλικών συστημάτων, πώληση ελληνικών αμυντικών εταιριών σε ισραηλινές, συνεργασία με εταιρείες όπως η ELBIT και ενσωμάτωση τεχνολογιών επιτήρησης» επισημαίνει.
Το BDS τονίζει πως «όλα αυτά συμβαίνουν ενώ το Ισραήλ διαπράττει γενοκτονία στη Γάζα, εθνοκάθαρση στη Δυτική Όχθη και συστηματικές παραβιάσεις του διεθνούς και ανθρωπιστικού δικαίου. Η Ελλάδα, αντί να προστατεύσει τη δημοκρατία και την ασφάλεια των πολιτών της, ανοίγει διάπλατα την πόρτα σε ένα μιλιταριστικό επεκτατικό κράτος που έχει μετατρέψει την καταστολή ενός κατεχόμενου λαού σε εξαγώγιμο προϊόν “δοκιμασμένο στη μάχη”» .
Τέλος, το BDS απαιτεί:
• πλήρη διαλεύκανση του σκανδάλου των υποκλοπών και τιμωρία των υπευθύνων, όπου κι αν βρίσκονται,
• απαγόρευση χρήσης κάθε κατασκοπευτικού λογισμικού,
• άμεση εκδίωξη από τη χώρα όλων των ισραηλινών εταιρειών επιτήρησης, καταστολής & “ασφαλείας” και κλείσιμο των ελληνικών θυγατρικών τους
• τερματισμό κάθε συνεργασίας με το κράτος απαρτχάιντ του Ισραήλ
• Μποϊκοτάζ, Απόσυρση Επενδύσεων και Κυρώσεις στο Ισραήλ.
Η αλληλεγγύη στον παλαιστινιακό λαό περνά και από την υπεράσπιση της δημοκρατίας εδώ. Λευτεριά στην Παλαιστίνη — Όχι στο κράτος επιτήρησης.