-
Δίκην εισαγωγής.
Θάτανε αρχές της δεκαετίας του εννενήντα όταν ήρθη νομοθετικά η «εμπόλεμη κατάσταση» μεταξύ της Ελλάδας και της Αλβανίας και συνήφθησαν εκ νέου διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Λογικό και αναμενόμενο ήταν, στο πλαίσιο της ομαλοποίησης των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, να ιδρυθούν και οι απαραίτητοι μεθοριακοί σταθμοί ελέγχου διαβατηρίων στην ελληνοαλβανική μεθόριο καθώς και Τ ε λ ω ν ε ί α. Ήταν η εποχή – που είχε τελικά μεγάλη χρονική διάρκεια – της μεγάλης αλβανικής μετανάστευσης προς την Ελλάδα. Τότε κυκλοφόρησε ευρύτατα (στα γραφεία κάποιων διωκτικών υπηρεσιών) η φήμη πως οι τελωνειακοί που επιθυμούσαν να στελεχώσουν τα ιδρυθησόμενα Τελωνεία στην ελληνοαλβανική μεθόριο πλήρωναν σημαντικά χρηματικά ποσά στην αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Οικονομικών προκειμένου να επιλεγούν ως κατάλληλοι για την κάλυψη των θέσεων στα ιδρυθησόμενα Τελωνεία. Το γιατί οι θέσεις εκείνες εθεωρούντο τόσο επίζηλες, ίσως – ίσως, χρυσοτόκες ώστε να «δικαιολογούν» τέτοιες δαπανηρές και έκνομες μεθοδεύσεις, μάλλον το γνώριζαν πολύ καλά οι επίδοξοι «καταληψίες». Δεν γνωρίζουμε τί τελικώς απέγινε. Εξάλλου τούτο δεν έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει η χειρονομία αυτή καθαυτή, η μεθόδευση και η ελπίδα, η προσδοκία της αποδοχής της. «Για να λάβω πρέπει να δώσω». Πρόκειται για άτυπη και έκνομη μεν, ουσιαστικώς δε για αμφοτεροβαρή σύμβαση μια και οι «παροχές» τελούν μεταξύ τους σε αλληλεξάρτηση εις τρόπον ώστε η γένεση της μιας να προϋποθέτει, λογικώς και οικονομικώς, την γένεση της άλλης. Πρόκειται δηλαδή για ανταλλαγή παροχών. «Εγώ σου δίνω αυτό το χρηματικό ποσό και εσύ αναλαμβάνεις την υποχρέωση να με τοποθετήσεις – μεταθέσεις στην τάδε θέση». Οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται, γενικά, σε ταυτόχρονη εκπλήρωση παροχής και αντιπαροχής γεγονός που στην καθομιλουμένη λέγεται «χέρι με χέρι». Είναι ο κανόνας «Παραχρῆμα διδόναι καί λαμβάνειν» τον οποίο οι Γερμανοί νομομαθείς τον διατύπωσαν ως «Zug um Zug».
-
Η προαναφερθείσα «φήμη» και τα πολλαπλά σημαινόμενά της δεν αποτελούν, σε καμία περίπτωση, εξαιρετικό γεγονός στο πλαίσιο της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Κάθε άλλο μάλιστα. Όμως δεν διεκδικεί ούτε δάφνες ιστορικής πρωτοτυπίας. Αυτόν τον ισχυρισμό μας ας τον δούμε κάπως αναλυτικότερα. Ο ιστορικός και διπλωμάτης Priscus, την εποχή που ήταν πρέσβης στο στρατόπεδο του Αττίλα, το 448 ή 449, μας αφηγείται μια συνομιλία του με κάποιον ανώνυμο Έλληνα ο οποίος προτίμησε να μείνει και να ζήσει ανάμεσα στους Ούννους. Εκείνος ο Έλληνας προβαίνει σε μια δηκτική περιγραφή και αξιολόγηση της Ελληνορωμαϊκής ταξικής κοινωνίας λέγοντας πως στο πλαίσιό της τα πράγματα ήσαν αρκετά άσχημα σε καιρό πολέμου, αλλά σε καιρό ειρήνης ήσαν ακόμα χειρότερα, λόγω της βαριάς φορολογίας και των απάνθρωπων μεθόδων είσπραξης των φόρων. Η αδικία εις βάρος των πτωχών ήταν πανταχού παρούσα. «Το αποκορύφωμα της αθλιότητας συνίστατο στο ότι πρέπει να πληρώνεις για να βρεις το δίκιο σου. Διότι κανείς δεν θα δώσει ακρόαση σ’ έναν αδικηθέντα αν δεν πληρώσει τον δικαστή και τους βοηθούς του». Εκείνος ο ανώνυμος Έλληνας, που αναφέρει ο Priscus, είχε δίκιο σε όσα αναφέρει για την εξαγορά αξιωματούχων: όλοι οι αξιωματούχοι στην Υστερορωμαϊκή Αυτοκρατορία περίμεναν παχυλά φιλοδωρήματα, ακόμα και – ίσως δε ιδιαιτέρως – οι φοροεισπράκτορες.
Σ’ ένα τυπικά συναισθηματικό έδικτον (διάταγμα) ο Κωνσταντίνος λέει: «Ας συγκρατηθούν τα αρπακτικά χέρια των αξιωματούχων΄ ας συγκρατηθούν, λέγω, διότι αν ύστερα από τούτη την προειδοποίηση δεν συγκρατηθούν, θα κοπούν με το σπαθί» και συνεχίζει απαγορεύοντας τα α θ έ μ ι τ α φ ι λ ο δ ω ρ ή μ α τ α, τα s p o r t u l a e. Επρόκειτο, ωστόσο, για μια κούφια απειλή, κι αυτό πρέπει να το ήξεραν οι αξιωματούχοι πολύ καλά. Πράγματι, «η Ρωμαϊκή ποινική δικαιοσύνη ήταν όχι μόνον κτηνώδης αλλά και αναποτελεσματική» όπως τονίζει ο Jones1. Μεγάλο μέρος του μηχανισμού ενός σύγχρονου κράτους απλώς δεν υπήρχε τότε. Δεν υπήρχε λ.χ αστυνομική δύναμη να αναζητεί εγκληματίες ή να επιβάλλει τον νόμο και κανένα οργανωμένο σύστημα νομικών συμβούλων ή αντιπροσώπευσης μολονότι υπήρχαν αμέτρητοι νόμοι για να υπακούει κανείς2. Καλά – καλά δεν πέρασαν είκοσι πέντε χρόνια από τον θάνατο του Κωνσταντίνου και επί βασιλείας Ιουλιανού, καθορίζεται μια επίσημη διατίμηση των φιλοδωρημάτων που μπορούν να απαιτούν επίσημα οι αξιωματούχοι της επαρχίας της Νουμιδίας (περίπου της σημερινής Αλγερίας). Μ΄ άλλα λόγια, τα αθέμιτα φιλοδωρήματα τα διαβόητα sportulae, έπαυσαν να είναι «αθέμιτα» με νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης. Να και ένα λαμπρό δείγμα της επελθούσας νομικής και κοινωνικής μεταβολής: Ένας κατώτερος δημόσιος υπάλληλος του έκτου αιώνα που είχε λογοτεχνικές φιλοδοξίες, ο Ιωάννης ο Λυδός, μας λέει ότι στα πρώτα χρόνια της υπηρεσίας του ως exceptor στο τμήμα της φρουράς των πραιτωριανών, κέρδιζε «σωφρόνως» (που σημαίνει, «χωρίς να το παρακάνει», ίσως) χίλια σόλδια, ενώ ο ονομαστικός του μισθός ήταν γύρω στα εννέα σόλδια. Δηλαδή, τα sportulae, τα ε π ι μ ί σ θ ι ά του ήσαν πάνω από εκατό φορές μεγαλύτερα του μισθού του. Αυτά τα βδελυρά επιμίσθια δεν θα μπορούσε να τα κερδίσει χωρίς να επιδοθεί σε ανέντιμες και ανήθικες πρακτικές για τις οποίες το χρησιμοποιηθέν απ’ τον ίδιο επίρρημα «σωφρόνως» παρίσταται ως άκρως αταίριαστο3. «Έκνομα» κέρδη πραγματοποιούσαν προφανώς όλοι, από την κορυφή ως την βάση της διοικητικής μηχανής. Στο ύστερορωμαϊκό κράτος όλα ήσαν προς πώληση, συμπεριλαμβανομένης και της Κυβέρνησης. Η είσοδος στην αυτοκρατορική υπηρεσία ήταν άκρως ελκυστική για πολλούς ανθρώπους διότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, τους παρείχε ευκαιρίες για σημαντικές «παρασκηνιακές» αμοιβές δηλαδή sportulae4. Κατά τον πέμπτο και τον έκτο αιώνα φαίνεται ότι υποψήφιοι διοικητές, μερικών τουλάχιστον επαρχιών, ήσαν διατεθειμένοι να ξοδέψουν λεφτά για τις δωροληψίες (suffragium) που το λειτούργημά τους θα τους εξασφάλιζε σε ποσά ίσα ή και μεγαλύτερα απ’ όσα θα αποκόμιζαν από τις επίσημες αποδοχές τους – μια σαφής ένδειξη των πρόσθετων ωφελημάτων (sportulae) που μπορούσαν να πορίζονται από τη θέση τους5. Δηλαδή η ίδια η κυβέρνηση ανταποκρίθηκε θετικά στο γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι ήσαν πρόθυμοι να πληρώσουν μεγάλα ποσά για να εξασφαλίσουν πλεονεκτικές θέσεις στην κρατική διοικητική ιεραρχία. Έτσι τον πέμπτο αιώνα η πληρωμή για αξιώματα είχε γίνει κανόνας μέχρι του σημείου ο Θεοδόσιος B’ να την κωδικοποιήσει σε Νόμο το 444 μ.x (sic)6. Με τον προπεριγραφέντα τρόπο οι δημόσιες υπηρεσίες δεν απομυζούσαν απλώς ένα πλεόνασμα από τον εργαζόμενο πληθυσμό αλλά οικειοποιούνταν ένα πολύ μεγαλύτερο ποσό από εκείνο που μπορούσαν να υποδηλώνουν οι σχετικά μέτριοι μισθοί, με τις ανήθικες πρακτικές των sportulae, των αρχικά «αθέμιτων ωφελημάτων» που αργότερα έπαυσαν να είναι “αθέμιτα” και έγιναν “νόμιμα” αλλά εξ ίσου δυσβάστακτα και ανήθικα για εκείνους που τα υφίσταντο. Ο Κωνσταντίνος θεσμοθέτησε, μεταξύ των άλλων, και έναν νέο νόμο τον επονομαζόμενο collatio lustralis (χρυσάργυρον) που περιλάμβανε την φορολογία όχι μόνον εμπόρων, τεχνιτών, ψαράδων, χρηματοδανειστών αλλά και π ο ρ ν ο β ο σ κ ώ ν (μαστροπών) και π ο ρ ν ώ ν. Όσο περισσότεροι οι φόροι και οι φοροδοτικές υποχρεώσεις, τόσο περισσότερες και οι ευκαιρίες για αθέμιτα ωφελήματα των εκπροσώπων του εισπρακτικού μηχανισμού7! Αυτοί ήσαν οι ηθικά και συντεχνιακά πρόγονοι των φερόμενων, ως υποψηφίων «δωροφάγων» τελωνειακών υπαλλήλων που ορέγονταν την ελληνοαλβανική μεθόριο των αρχών της δεκαετίας του ενενήντα.
-
Οι προαναφερθέντες φερόμενοι ως «μακρυχέρηδες» δημόσιοι υπάλληλοι φυσικά και δεν ήσαν οι μόνοι άξιοι συνεχιστές του απώτερου «οικείου» προγονικού παρελθόντος. Απλώς, αναφέρθηκαν ως ένας χαρακτηριστικός κρίκος στην διαχρονική αλυσίδα παρόμοιας συμπεριφοράς. Ας αναφέρουμε μερικές άλλες περιπτώσεις: ο δικηγόρος Γεώργιος Θεοδώρου Μόδης, στέλεχος του κόμματος του Ελευθερίου Βενιζέλου κατά τον Μεσοπόλεμο στην Δυτική Μακεδονία, γράφει σ’ ένα κείμενό του το 1930, μεταξύ άλλων, και τ’ ακόλουθα: «…Εκείνο όμως που φοβούμαι είναι ότι ένας αδικαιολόγητος υποβόσκων κατατρεγμός πάντως Μακεδόνος και η ακατάσχετος κάθοδος των Παλαιολλαδιτών προς την Μακεδονίαν ως εις μιαν χώραν αποικιακήν, πρόκειται να επιφέρει πολλά κακά. Διότι ανερχόμενοι εις την γην ταύτην της επαγγελίας που λέγεται Μακεδονία δεν ασχολούνται με τίποτε άλλο παρά πώς να μας διαφθείρωσι τελείως με μικροπολιτικές, κλίκες διάφορες και χίλιες άλλες μικροπρεπείς ενέργειες…»8. Ενωρίτερα, ο Ιωάννης Ηλιάκης, στενός φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου και από τον Οκτώβρη του 1916 εκπρόσωπος της Προσωρινής Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης στους νομούς Κοζάνης και Φλώρινας και αργότερα Γενικός Διοικητής Δυτικής Μακεδονίας μέχρι τις εκλογές του Νοέβρη του 1920, ασκούσε κριτική στην Ελληνική Κυβέρνηση επειδή δεν έστελνε στην Μακεδονία τους καλύτερους δημόσιους υπαλλήλους και στις αναφορές του σημείωνε ότι τελικά οι υπάλληλοι που έφταναν στις Νέες Χώρες ήσαν κάτω από τον μέσο όρο και πολλοί μετακινήθηκαν στη Μακεδονία με σκοπό να κάνουν περιουσίες9. Εννοείται ότι οι μετακινηθέντες στην «γη της επαγγελίας» δημόσιοι υπάλληλοι «Παλαιολλαδίτες» (συνήθως Πελοποννήσιοι) σκόπευαν «να κάνουν περιουσίες» όχι με τις γλίσχρες νόμιμες αποδοχές τους αλλά με τα πολλαπλάσιας αξίας «αθέμιτα ωφελήματα» που θα ενεθυλάκωναν χάρη στην επαγγελματική τους ιδιότητα η οποία λειτουργούσε ως rite de passage. Τώρα, εάν τύχαινε πέρα απ’ την δημοσιοϋπαλληλική τους ιδιότητα να φέρουν και κάποια στολή, συνήθως εκείνην της ένδοξης Βασιλικής Χωροφυλακής, η οποία λειτουργούσε ως «λυκοτόμαρο» απέναντι στους περιδεείς χωρικούς, τότε τα προσδοκώμενα «αθέμιτα ωφελήματα», τα ε π ι μ ί σ θ ι α ήσαν και περισσότερα, και σπουδαιότερα και σχεδόν βέβαια. Τέτοιου είδους «επαγγελματικές δραστηριότητες» επαναλαμβανόμενες σε βάθος χρόνου στάθηκαν, ίσως, η αιτία της θρυλούμενης στην Λακωνία (και όχι μόνον) ελληνόπρεπης συμβουλής προς τους νέους: «Να φοβάσαι τον Θεό και την Βασιλική Χωροφυλακή». Ασφαλώς και δεν είναι στο χέρι μας να σημαίνουν οι λέξεις εκείνο που εμείς θέλουμε μια και η σημασία μιας λέξης δεν επιλέγεται ποτέ από κάποιο επιτελείο που την καθορίζει πίσω από κλειστές θύρες για να εξυπηρετήσει τα όποια κίνητρά του. Αποτυπώνει ωστόσο συσχετισμούς, και δη, κοινωνικούς, ακριβέστερα δε ιδεολογικούς΄ υπόκειται, με άλλα λόγια, στον κοινωνικό ανταγωνισμό και καθορίζεται από την έκβασή του10. Επομένως η γνώμη των καταπιεστών και των καταπιεζομένων, ως προς την ασκούμενη καταπίεση των δεύτερων από τους πρώτους και η γλωσσική της έκφραση δεν μας είναι καθόλου αδιάφορη, είναι στοιχείο της κοινωνικής ολότητας την οποία και αναπαριστά.
Σπεύδουμε να προλάβουμε κάποιες ενστάσεις σχετικά με την τελευταία περίπτωση: Σαφώς και συνιστά ειδική περίπτωση υπαγόμενη σε ειδικούς ερμηνευτικούς κανόνες οι οποίοι καλόν είναι να μην αποκτούν γενικότερη σημασία, πολλώ δε μάλλον, σπουδαιότητα. Ωστόσο η αιτιολογική βάση της έκνομης συμπεριφοράς των δημοσίων υπαλλήλων εξακολουθεί να είναι η αυτή και σ’ αυτήν την περίπτωση: έκνομη εκμετάλλευση επαγγελματικής ιδιότητας «κερδαλεοφορίας ένεκα». Κι εδώ ο «μισθός», δηλαδή η δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα που αυτός σηματοδοτεί εννοιολογικά, προεικονίζει τα «επιμίσθια» έστω συχνότερα, σπουδαιότερα και ασφαλέστερα σ’ αυτήν ειδικά την περίπτωση. Η ιδιαιτερότητα της περίπτωσης ουδόλως αναιρεί την κοινή γενική της σημασία. Φρονούμε πως είναι φανερό πως δεν πρόκειται για παραβίαση της αρχής «privilegium non transit in exemplum» (ένα επιμέρους δικαίωμα δεν πρέπει να μετατρέπεται σε κανόνα).
Επομένως τα «ειδικά δικαιώματα» των δημοσίων υπαλλήλων στην Δυτική Μακεδονία απλώς εξειδίκευαν «επί τα βελτίω» τις δυνατότητές τους ως προς τα προσδοκώμενα επιμίσθιά τους. Δεν τις γεννούσαν αρχήθεν. Υπήρχαν!
-
Αφορμή του παρόντος κειμένου μας στάθηκε η «συζήτηση» στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής Για την δυσώδη διαφθορά του διαβόητου κρατικού οργανισμού που ακούει στο όνομα «Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.». Μ’ αυτήν την ευκαιρία φάνηκε ευρύτατα η σκανδαλώδης κυβερνητική συγκάλυψη των πρωταιτίων που είτε είναι στελέχη κομματικά της Δεξιάς είτε Υπουργοί της. Σε κάθε περίπτωση η διαφθορά θα ήταν ή παντελώς αδύνατη ή θα είχε πολύ -πολύ περιορισμένες διαστάσεις εάν δεν συμμετείχαν στις έκνομες δραστηριότητες και π ι σ τ ο π ο ι ή σ ε ι ς του πιο πάνω οργανισμού το ανώτατο στελεχικό δυναμικό του και οι εποπτεύοντες αυτών Υπουργοί της Κυβέρνησης της Δεξιάς του Κυριάκου Μητσοτάκη. Εν συμπεράσματι: η υπερχειλής, νοσηρή, ρυπαρή και νοσογόνα διαφθορά του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. κατέστη δυνατή και έλαβε αυτές τις τρομακτικές διαστάσεις χάρη στην κυβερνητική συνέργεια και συγκάλυψη. Καμιά εξωφρενική επιδότηση σε ανύπαρκτους κτηνοτρόφους που δήλωναν χιλιάδες ανύπαρκτα γιδοπρόβατα δεν θα δινότανε αν οι ελεγκτικοί υπάλληλοι του οργανισμού (γεωπόνοι, κτηνίατροι κ.λ.π.) δεν πιστοποιούσαν, εν συνειδήσει ψευδώς, την «αλήθεια» των καταφανώς ψευδών δηλώσεων διαφόρων δήθεν κτηνοτρόφων ή δήθεν αγροτών. Παρ’ όλα αυτά έκαναν ότι έκαναν διότι λειτουργούσαν προφανώς στο πλαίσιο της «ανταλλαγής παροχών» του Ενοχικού Δικαίου: «Εγώ σου πιστοποιώ την κατοχή σου ανύπαρκτων κοπαδιών γιδοπροβάτων – με βάση την οποία και θα λάβεις μια παχυλήν επιδότηση – και σύ μου δίδεις, ως αντιπαροχή, το άλφα ή βήτα χρηματικό αντάλλαγμα». Ξαναθυμόμαστε τις αρχές των αμφοτεροβαρών συμβάσεων και τα σημαινόμενά τους στις εξατομικευμένες περιπτώσεις διαφόρων αιφνιδίως αναφανέντων εκ του μηδενός «κτηνοτρόφων» και «αγροτών». Κι αυτές τις διαβλητές πιστοποιήσεις τις θεωρούσαν και τις βεβαίωναν είτε ανώτατα στελέχη του οργανισμού είτε Κυβερνητικά όργανα. Αλλιώς δεν θα εκταμιεύονταν!
Ας επιστρέψουμε στους επίδοξους τελωνειακούς υπαλλήλους, που κατά τις φήμες της εποχής, ορέγονταν τα Τελωνεία της Ελληνοαλβανικής μεθορίου και ας θυμηθούμε τούτο: την επιδιωκόμενη μετάθεσή τους δεν την ζήτησαν απ’ τον περιπτερά της γειτονιάς τους αλλά από την αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Οικονομικών στην οποία και κατέβαλαν, κατά τις έντονες φήμες της εποχής, και την αντίστοιχη «παροχήν» τους αναμένοντες, μετά ταύτα, και την εκπλήρωση της «αντιπαροχής». Δηλαδή, η μελλοντική διαφθορά των επιμισθίων στηριζότανε στην προγενέστερη ενδοϋπηρεσιακή διαφθορά. Επομένως η είσπραξη των επιμισθίων παρουσίαζε πέρα από ατομική δράση και πρωτοβουλία του δημοσίου υπαλλήλου και υπηρεσιακήν, αν όχι ανοιχτή συγκάλυψη, πάντως ικανοποιητικήν ανοχή!
Πολλές φορές η πρωτοβουλία ανήκε στον ελεγκτή και όχι στον ελεγχόμενο. Έτυχε, δηλαδή, συχνάκις να λέει ο ελεγκτής κτηνίατρος ή γεωπόνος στον ελεγχόμενο κτηνοτρόφο: έχεις τριάντα αγελάδες αλλά εγώ θα βεβαιώσω ότι έχεις πενήντα αρκεί την αντιστοιχούσα επιδότηση των είκοσι ανύπαρκτων αγελάδων να την δώσεις, αφού την εισπράξεις, σε μένα. Σύμφωνοι; Σύμφωνοι! «Ανταλλαγή παροχών».
Ένας ελεγκτής εφοριακός έλεγε στον εμβρόντητο ιδιοκτήτη ενός καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος στην Χαλκιδική, επί λέξει, στο τέλος της δεκαετίας του εννενήντα: «Έχε υπόψη σου ότι εγώ μόνο με μια ημερήσια βόλτα στην Χαλκιδική (ερχόταν από Θεσσαλονίκη) κονομάω πάνω από εκατό χιλιάδες δραχμές. Λοιπόν κανόνισε τι θα μου δώσεις για να μη σε βεβαιώσω παραβάσεις».
Παρόμοια έκνομη συμπεριφορά δεν συναντιότανε μόνο στο πλαίσιο της κοινωνίας και του κόσμου αλλά και στο πλαίσιο του υποκόσμου και μάλιστα του έγκλειστου στις Φυλακές. Έτσι, κρατούμενος σε Κλειστή Φυλακή και κατάδικος για κακούργημα, ετέλεσε νέο κακούργημα εντός της Φυλακής στην οποία εκρατείτο. Τότε διατάχθηκε η μεταγωγή του από την Κλειστή Φυλακή, στην οποία εκρατείτο, στην Ανοιχτή (Αγροτική) Φυλακή προφανώς ως επιβράβευση της κατ’ εξακολούθηση κακουργηματικής συμπεριφοράς του! Στην Αγροτική Φυλακή η διαβίωση των κρατουμένων είναι πολύ πιο άνετη απ’ ότι στην Κλειστή Φυλακή και, επί πλέον, τους δίνεται η δυνατότητα να μετράει μία ημέρα κράτησης σχεδόν δύο χάρις στον νομοθετικό «ευεργετικό υπολογισμό ημερών εργασίας». Οι μεταγωγές των κρατουμένων δεν διατάσσονται από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας Της Ελλάδος αλλά από την αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Δικαιοσύνης η οποία και οπωσδήποτε είναι ενήμερη για την προρρηθείσα αξιόποινη συμπεριφορά του μεταχθέντος κρατουμένου. Ας θυμηθούμε τον Αναξαγόρα και το ρητό του: Ὄψις ἀδήλων τὰ φαινόμενα (Αυτά που δεν φαίνονται τα βλέπουμε μέσω αυτών που φαίνονται). Φράση επιγραμματικής σπουδαιότητας. Ο νοών νοείτω, λοιπόν 11.
Πολλές φορές η «παροχή» του ατυχούς ελεγχόμενου δινότανε (και δίνεται εις είδος): ένας ελεγκτής κτηνίατρος στις αρχές της δεκαετίας του εννενήντα διατηρούσε στο σπίτι του τρία ψυγεία και δύο καταψύκτες με περιεχόμενο κρέατα ψάρια και τυριά.
Ενίοτε το κυνήγι της «παροχής» καταλήγει σε διαστροφική εμμονή απόκτησης, εκ μέρους του ελεγκτή υπαλλήλου: σ’ ένα τυχαίο, εκτεταμένο τροχονομικό έλεγχο όλων των οχημάτων – συνεπεία απόδρασης ενός κρατουμένου – κατελήφθη κτηνίατρος του Δημοσίου να μεταφέρει τρία κιβώτια εμφιαλωμένου νερού. (Το κατάστημα που πήγε να ελέγξει δεν είχε αρχίσει η λειτουργία του και είχε μόνο προμήθειες νερού). Υπόψη πως το νερό της πόλης όπου η κατοικία του ήταν υπέροχο, ανέβλυζε από μιαν ορεινή πηγή. Δεν υπήρχαν άλλα επιμίσθια εις είδος και παρέλαβε νερό. Θα μπορούσε να λάβει ως και φέρετρο μια και αυτό είναι επίσης αποτιμητό σε χρήμα. Επομένως, θα μπορούσε να εκληφθεί ως επιμίσθιο. Γιατί όχι; Ο απόλυτος εκχρηματισμός των ανθρωπίνων σχέσεων συμβαδίζει, αν δεν την προκαλεί κιόλας, με την πλήρη αποδιοργάνωση της σκέψης. Το μεγαλείο της ηθικής εξαχρείωσης!
-
Δίκην επιμέτρου
Πιο πάνω κάτι είπαμε για τις λέξεις και τους συσχετισμούς που αποτυπώνουν, για το ότι υπόκεινται στον κοινωνικό ανταγωνισμό και καθορίζονται από την έκβασή του. Το ότι εμείς, αναφερόμενοι στα ε π ι μ ί σ θ ι α (αθέμιτα φιλοδωρήματα) χαρακτηρίζουμε τους αποδέκτες τους ως ηθικά εξαχρειωμένους δεν σημαίνει ότι ο χαρακτηρισμός μας αυτός τυγχάνει και γενικής ειλικρινούς αποδοχής. Η διαφθορά τείνει να αποκτήσει, αν δεν απέκτησε ήδη, όψη μιας κάποιας κοινωνικής αποδοχής και όχι μόνο στο συνάφι των επιδιδόμενων στο κυνήγι των επιμισθίων και του περίγυρού τους. Η διαφθορά και ο διεφθαρμένος είναι ένοικοι της διπλανής θύρας, απέκτησαν ένα είδος κοινωνικής, συγκαλυμένης ίσως, εξοικείωσης. Αυτό φαίνεται απ’ τον γενικευμένο τρόπο της κοινωνικής αντιμετώπισής τους. Παρακολουθώντας λ.χ, δίκην τηλεοπτικού θεάματος, την εξέταση «μαρτύρων» στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, απ’ όπου παρελαύνουν διάφοροι «χασάπηδες» και «Φραπέδες», οι τηλεθεατές, κατά το κοινώς λεγόμενο, «σπάζουν πλάκα», μάλλον, παρά εξοργίζονται με τα όσα βλέπουν και ακούν. «Τί να κάνουμε; Συμβαίνουν αυτά, πάντα συνέβαιναν»! Η εξοικείωση με την έκνομη και ανήθικη συμπεριφορά των «μαρτύρων» είναι, μάλλον, έκδηλη. Το ότι οι τελευταίοι εκφράζονται με μια βαθιά περιφρονητική γλώσσα και με μιαν εξοργιστική αυταρέσκεια απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, δεν είναι βέβαια, ευχάριστο, αλλά δεν θα εξεγερθούμε κιόλας!
Η γλώσσα είναι ένα κοινωνικό προϊόν΄ Οι λέξεις μπορούν να έχουν νόημα και να υποδηλώνουν πράγματα και γεγονότα μόνο μέσα σε μια κοινωνία και με την σιωπηρή συγκατάθεση των μελών της12. Επί πλέον, η έννοια επενεργεί επί της έκφρασης, η γλώσσα έχει ως υπόβαθρο την σκέψη, η μορφή και το περιεχόμενο της σκέψης μας, αντανακλάται στην γλώσσα μας και ανταποκρίνεται στην μορφή και στο περιεχόμενο της ζωής μας13. Οι συστηματικοί, μεθοδικοί και ακούραστοι θηρευτές επιμισθίων, είτε πρόκειται για ανελλήνιστους μυστακοφόρους «κτηνοτρόφους», έστω ιδιαίτερα ευνοημένους από την τύχη, είτε για ογκολόγους γιατρούς αντικαρκινικού νοσοκομείου που απαιτούν εκβιαστικά επιμίσθια επί της χειρουργικής κλίνης και λίγο πριν την χειρουργική επέμβαση, διακρίνονται από ένα κοινό χαρακτηριστικό: μιαν ακραία αλλαζoνική αυταρέσκεια και μια, όχι γνώμη, αλλά βαθιά πεποίθηση ό,τι καλώς κάνουν ότι κάνουν, ότι δικαιούνται να το κάνουν, διότι λόγω αυξημένων προσωπικών προσόντων, ΔΕΝ υπάγονται στους καθιερωμένους κανόνες ανθρώπινης συμβίωσης και συμπεριφοράς στους οποίους υπόκεινται όλοι οι υπόλοιποι. Οι ίδιοι αποτελούν εξαιρετικές περιπτώσεις και είναι αυτοί που καθιερώνουν κυριαρχικά την ordo ordinans (τακτοποιούσα τάξη) στην οποία υπόκεινται όλοι οι άλλοι αγόγγυστα. Επομένως: Quod licet Iovi, non licet bovi (“Ό,τι επιτρέπεται στον Δία δεν επιτρέπεται σ’ ένα βόδι). Ο “Δίας” είναι εκείνοι και όλοι οι άλλοι είναι “βόδια” άξια εκμετάλλευσης και περιφρόνησης. Πάνω στον θηρευτικό τους οίστρο λησμόνησαν όμως ότι το προαναφερόμενο ρωμαϊκό ρητό διαβάζεται και αντίστροφα: Quod licet bovi, non licet Iovi (Ότι επιτρέπεται σ’ ένα βόδι, δεν επιτρέπεται στον Δία14. Η κτηνώδης απομύζηση επιμισθίων από αναγκεμένους ανθρώπους, ενέχει κάτι το πολύ συνειδητό και το πολύ σκόπιμο και κυνικό΄ ομοιάζει με τον βάμπιρο, την αιματορουφήχτρα νυχτερίδα. Δεν έχει τίποτα το ανθρώπινο και, φυσικά, τίποτα το θεϊκό.
Με ανθρώπινες συμπεριφορές τέτοιου είδους οι άνθρωποι ωθούνται στο τρισχειρότερο: να απωλέσουν την ικανότητά τους να αηδιάζουν μπροστά στο ζωντανό μεν σκωληκοβριθές δε σκέλεθρο κάθε θηρευτή επιμισθίων. Αυτός είναι ο κίνδυνος!
Ενωτία, 15 του Δεκέμβρη 2025
Πέτρος Θερσίτης
1 βλ. G.E.M. de Ste. Croix, Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Από την Αρχαϊκή Εποχή ως την Αραβική Κατάκτηση, σε μτφρ. Γιάννη Κρητικού, εκδόσεις Ράππα, Αθήνα, 1998, σελ. 600,601.
2 βλ. Averil Cameron, Η ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία (284 μ.χ. – 430 μ.χ.) σε μτφρ. Ιωάννας Κράλλη, Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2000, σελ. 169.
3 βλ. G.E.M. de Ste. Croix, ό.π σελ. 601,606.
4 βλ. Averil Cameron, ό.π σελ. 169,168.
5 βλ. G.E.M. de Ste. Croix, ό.π σελ. 606.
6 βλ. Averil Cameron, ό.π σελ. 168 in fine.
7 . G.E.M. de Ste. Croix, ό.π σελ.607.
8 βλ. το ενδιαφέρον βιβλίο Ανδρέας Απ. Αθανασιάδης, Στη σκιά του «βουλγαρισμού», Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2017, σελ. 246 όπου και παρατίθεται.
9 βλ. ό.π σελ. 244, σημείωση μ’ αριθμό 628 όπου και παρατίθεται.
10 Βλ. το αξιόλογο Gavin Mueller, Σπάζοντας πράγματα στη δουλειά, σε μτφρ. Γιώργου Καλαμπόκα – Αντώνη Φάρα, Εκτός Γραμμής, Αθήνα, 2024, παρατίθεται ως σημείωμα της έκδοσης.
11 Βλ. Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Νέα Ελληνική Έκδοση, αναυεωρημένη 2014, 2015, Δέσποινα Κυριακίδη, σελ. 315 και 644.
12 Βλ. Βηρ Γκόρντον Τσάιλντ, Ο άνθρωπος πλάθει τον εαυτό του, σε μτφρ. Λουκά Θεοδωρακόπουλου – στο εξώφυλλο ως μεταφραστής φαίνεται ο Γιάννης Κρητικός – Κέδρος, Αθήνα, 2008, σελ. 61.
13 Βλ. αναλυτικότερα Πέτρος Πέτκας, Ratio et Oratio (Σκέψη και Ομιλία) στο Πέτρος Πέτκας, Ανεπίκαιροι Στοχασμοί, Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, 2023, σελ. 145 όπου περαιτέρω βιβλιογραφικές παραπομπές.
14 Βλ. Χάννα Άρεντ, Άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς, Νησίδες, σελ. 100. Πρόκειται για δοκίμια αφιερωμένα στην Ρόζα Λούξεμπουργκ, στον Βάλτερ Μένγιαμιν και στον Μπέρτολ Μπρέχτ.