Εγκώμιο της γκρίνιας: ένα μανιφέστο κατά των εορτών
Η ανθρώπινη ιστορία είναι ιστορία σφαγών, η ηλιθιότητα είναι ανίκητη και, όταν δεν νικά η ηλιθιότητα, νικητής παραμονεύει ο θάνατος, που έχει στα πάντα τον τελευταίο λόγο. Αυτή είναι η έσχατη αλήθεια. Όταν σας μιλούν θετικά γι’ αυτούς που «πάντα βρίσκουν κάτι καλό να πουν», μη διστάσετε, ρωτήστε: Πού; Πού το βρίσκουν; Ζητήστε να σας πάρουν από το χέρι και να σας οδηγήσουν σε αυτό το επίτευγμα που δεν προορίζεται να πνιγεί στη φθορά και την ασυνεννοησία. Βρείτε αυτόν που ισχυρίζεται ότι ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος δυνατός και πάρτε του δώρο ένα εισιτήριο λεωφορείου. Στείλτε τον μια βόλτα και μετά ξαναρωτήστε τον.
Η σκέψη προϋποθέτει την ασυμφωνία με τον κόσμο, τα υψηλά έργα δεν είναι για τους ευχαριστημένους, είναι γι’ αυτούς που δεν ανήκουν στην εποχή και τον τόπο τους, για τις ποιητικές φύσεις που κοιτούν την καθημερινότητα σαν ακατάληπτη παρέλαση θηρίων. Με άλλα λόγια, η γκρίνια είναι η θεμελιώδης συνθήκη του πνευματικού ανθρώπου. Η μοίρα του σκεπτόμενου είναι να συγκατοικεί με τη σωκρατική αλογόμυγα, να μην έχει τόπο να σταθεί. Να βλέπει τη ματαιότητα πίσω από κάθε ευγενική χειρονομία, τη φθορά και τη διαφθορά πίσω από κάθε προσφορά στο σύνολο, να βλέπει την επερχόμενη τυραννία πίσω από κάθε πετυχημένη επανάσταση, ένα σκουληκοφαγωμένο κρανίο πίσω από κάθε νεανικό πρόσωπο, διαζύγια σε ποσοστό που ξεπερνά το 50% πίσω από κάθε αυτοκίνητο που κορνάρει στολισμένο με άσπρες κορδέλες. Η μισανθρωπία δεν είναι ψυχική διάθεση, είναι ένδειξη καθαρής ματιάς, αδόλευτης ειλικρίνειας. Προσοχή όμως. Αυτά δεν είναι για τις χλιαρές φύσεις. Η έσχατη συνέπεια της ειλικρίνειας είναι η έρημος, το ξέρουμε από τον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου.
Διαβάστε το κείμενο εδώ.
Καλά/Κακά Χριστούγεννα
Στα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» του Ντίκενς ένας γεροτσιγγούνης, ο Εμπενίζερ Σκρουτζ (λογοτεχνικός πρόγονος του ομώνυμου τσιγκούνη του Ντίσνεϋ), βλέπει το φάντασμα του πρώην συνεργάτη του που έρχεται να του πει πως είναι σκληρός και άκαρδος. Ένα μείγμα παιδικών αναμνήσεων και εικόνων του προσωπικού του μέλλοντος, που τον περιμένει αν συνεχίσει έτσι, τον κάνει να μαλακώσει. Η αρχετυπική χριστουγεννιάτικη ιστορία λοιπόν είναι μια ιστορία φαντασμάτων, τρόμου. Και δεν είναι μόνο η τσιγγουνιά ο στόχος του φαντάσματος. Tα Χριστούγεννα προκαλούν θλίψη διότι ο βασικός τους συνειρμός είναι οι τύψεις για την δυστυχία των άλλων. Κάθε αναμμένο τζάκι καίει εις βάρος αυτών που κρυώνουν, είτε είσαι ο Σκρουτζ είτε όχι. Οι χριστουγεννιάτικες ιστορίες επαναφέρουν σε διάφορες παραλλαγές το πρωταρχικό πρόβλημα του ξένου πόνου: ότι δεν χαίρονται όλοι την ώρα που χαιρόμαστε. Ο Ντίκενς έγραψε στον πρόλογο πως δεν θέλει να δυσαρεστήσει τους αναγνώστες του με την παρουσία αυτού του φαντάσματος, θέλει να είναι ένα φάντασμα ευπρόσδεκτο, που θα επιζητεί κανείς την παρουσία του, γιατί τον κάνει άνθρωπο. Του θυμίζει πώς θα έπρεπε να είναι, συνεπώς του κάνει χάρη. Γνώρισε τεράστια επιτυχία με αυτή την ιστορία, σε μια εποχή που ο εορτασμός των Χριστουγέννων δεν είχε ακόμη καθιερωθεί όπως τον ξέρουμε σήμερα. Εκδόθηκε το 1843.
Διαβάστε το κείμενο εδώ.
Τι είναι «χριστουγεννιάτικη παράδοση»; Για την ακρίβεια: τι είναι «παράδοση»;
Τίποτε από αυτά που κάνουμε δεν είναι χριστουγεννιάτικη παράδοση. O Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει και ό,τι συμβαίνει αυτές τις μέρες είναι μασκαρεμένος ή απροκάλυπτος καταναλωτισμός, με πινελιές ψευδολαογραφίας. Αφού το πούμε όμως αυτό, αξίζει να αναρωτηθούμε τι όντως προσφέρει μια τέτοια ματιά. Λαογραφικά, είναι περίπου κοινοί τόποι αυτά που έχει να μας πει. Επίσης, πώς είναι οι γιορτές αν πάρουμε στα σοβαρά αυτές τις επισημάνσεις; Θα το θέλαμε να τις πάρουμε στα σοβαρά;
Η συζήτηση για την προέλευση των χριστουγεννιάτικων εθίμων είναι το αγαπημένο κερασάκι στη χριστουγεννιάτικη δημοσιογραφική τούρτα. Αρχίζουμε από τα γνωστά:
Το δέντρο δεν είναι ελληνικό, αλλά για την ακρίβεια δεν είναι καν ευρωπαϊκό έθιμο. Ήταν μόνο γερμανικό και σκανδιναβικό, εξαπλώθηκε στην Ευρώπη και ήρθε και σε μας. Ήρθε με τον Όθωνα, πρώτα στο Ναύπλιο και μετά και στην Αθήνα, όταν στόλισαν τα ανάκτορα το 1833 και τότε περίπου το γνώρισαν και οι Άγγλοι. (Και τώρα το χριστουγεννιάτικο δώρο μου στους αναγνώστες του TPP: τα Λαογραφικά Σύμμεικτα του Ν. Πολίτη διαθέσιμα δωρεάν στο διαδίκτυο. Στη σ. 100 τα περί δέντρου). Το σχετικό άρθρο του Ν. Πολίτη δημοσιεύεται το 1879 και αναφέρει ότι 40 χρόνια νωρίτερα το έθιμο «επεξετάθη βαθμηδόν εις Ουγγαρίαν και εις άλλας χώρας του αυστριακού κράτους, όπου πρότερον ήτον καθ’ ολοκληρίαν άγνωστον». Το περίφημο ελληνοπρεπές καράβι, από την άλλη, το κρατούσαν παιδιά λέγοντας τα κάλαντα, προφανώς μόνο στη νησιωτική Ελλάδα, ενώ στην ηπειρωτική κρατούσαν ομοίωμα της αγιάς-Σοφιάς, και στις δύο περιπτώσεις ως βραδοφάναρο. Δεν το προτείνω, αλλά εκτιμώ ότι αυτό σημαίνει ότι μπορείτε αν θέλετε να στολίσετε την αγιά-Σοφιά σπίτι σας.
Διαβάστε το κείμενο εδώ.