Οι επικριτές του μέτρου αυτού επιχειρηματολογούν ότι θα διώξει από την Ευρώπη αναγκαίες επενδύσεις, ενώ υποστηρίζουν ότι θα λειτουργήσει μόνον αν υιοθετηθεί παγκοσμίως, κάτι το οποίο θεωρείται σχεδόν αδύνατο δεδομένης της αντίθεσης των ΗΠΑ. Επιπλέον ούτε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ προτίθενται να το υιοθετήσουν.
Οι υποστηρικτές του φόρου αυτού, γνωστού επίσης ως φόρου Τόμπιν από το όνομα του Αμερικανού οικονομολόγου που τον πρότεινε τη δεκαετία του 1970, θέλουν ο χρηματοπιστωτικός τομέας να καταβάλει μια εισφορά μέσω του φόρου αυτού, την ώρα που οι πολιτικές της βιομηχανίας θεωρούνται ευρέως η ρίζα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Ο Επίτροπος της ΕΕ, αρμόδιος για θέματα Φορολογίας, Άλγκιρντας Σέμετα, δήλωσε ότι «ακόμη κι αν εφαρμοστεί μεταξύ ενός πιο περιορισμένου αριθμού κρατών μελών, ο φόρος αυτός προσφέρει πραγματικά οφέλη». Πρόσθεσε επίσης: «Παροτρύνουμε τα υπόλοιπα κράτη μέλη που ενδιαφέρονται να υποβάλουν τα αιτήματά τους το ταχύτερο δυνατό. Οι πολίτες περιμένουν αυτόν τον φόρο, οπότε όσο πιο γρήγορα προχωρήσει τόσο το καλύτερο».
Εκδήλωση ενδιαφέροντος από Γερμανία και Γαλλία
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Πιερ Μοσκοβισί απέστειλαν κοινή επιστολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην οποία δηλώνουν επισήμως την πρόθεσή τους να συμμετάσχουν.
«Πιστεύουμε ακλόνητα στην ανάγκη για μια δίκαιη συμβολή από τον χρηματοπιστωτικό τομέα για την κάλυψη του κόστους της χρηματοπιστωτικής κρίσης», αναφέρουν στην επιστολή τους προς τα άλλα 25 κράτη μέλη της ΕΕ, τα οποία καλούν να δηλώσουν τις προθέσεις τους «το ταχύτερο δυνατό».
Μετά την εμφάνιση εννέα υποστηρικτών -στους οποίους αναμένεται να περιλαμβάνονται η Αυστρία, το Βέλγιο, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία – μια ικανή πλειοψηφία χωρών μελών της ΕΕ θα πρέπει να τους δώσει την έγκριση να προχωρήσουν.
Τα κράτη μέλη που υποστηρίζουν την ενισχυμένη συνεργασία θα πρέπει τότε να αποφασίσουν ακριβώς ποιο είδος χρηματοπιστωτικών συναλλαγών θα πρέπει να φορολογηθεί και τι θα πρέπει να γίνει με τα έσοδα.