«Οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας είναι απαραίτητες για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, τη μείωση της ανεργίας και την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας, καθώς ελαττώνουν και τους κινδύνους από μια μόνιμη συρρίκνωση της αύξησης της παραγωγής», αναφέρει η ΕΚΤ σε καθιερωμένη έκθεσή της.
Η Κεντρική Τράπεζα σημειώνει πως οι μεταρρυθμίσεις της Γερμανίας στην αγορά εργασίας, στις αρχές του 2000, «μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμο παράδειγμα» στα άλλα κράτη, ωστόσο πρέπει να υπολογίζονται και οι ιδιαιτερότητες κάθε χώρας.
Το ποσοστό ανεργίας της Γερμανίας έχει υποχωρήσει σε χαμηλό δύο δεκαετιών στο 6,8%, γεγονός που μερικοί οικονομολόγοι το αποδίδουν στις μεταρρυθμίσεις που ενίσχυσαν την ευελιξία της αγοράς.
Παράλληλα, η ΕΚΤ προειδοποίησε πως οι μισθοί σε πολλά κράτη του ευρώ έχουν μειωθεί λίγο σε σχέση με τη σοβαρότητα της κρίσης.
«Η καθοδική δυσκαμψία των μισθών αποτελούν εμπόδιο της αποκατάστασης της ανταγωνιστικότητας (και επομένως της απασχόλησης), ιδιαίτερα στις χώρες της Ευρωζώνης οι οποίες είχαν συσσωρεύσει εξωτερικές ανισορροπίες πριν την κρίση», αναφέρει η ΕΚΤ.
Παράλληλα, οι μορφές μειωμένου χρόνου εργασίας έχουν βοηθήσει στη μείωση των απωλειών θέσεων εργασίας σε κάποιες χώρες, αλλά μπορούν να εμποδίσουν την ανακατανομή του εργατικού δυναμικού από συρρικνούμενους κλάδους προς τους αναπτυσσόμενους αν διατηρηθούν για πολύ καιρό», συμπληρώνεται στην έκθεση.
Τέλος, ζητά μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα πλεονεκτήματα των αλλαγών στις αγορές εργασίας.