Η συζήτηση για το νομισματικό ζήτημα κινείται εδώ και χρόνια στη σφαίρα του φετιχισμού, είτε αφορά την πλειοψηφία που νιώθει την ανάγκη να ξεκινήσει την όποια ανάλυσή της τονίζοντας ότι τάσσεται υπέρ της παραμονής στο ευρώ με κάθε τρόπο, είτε αφορά ένα τμήμα αναλυτών και πολιτικών δυνάμεων, που εμφανίζουν την έξοδο από το ευρώ ως πανάκεια. Οι ψύχραιμες φωνές είναι δυστυχώς περιορισμένες και θάβονται μέσα στο μανιχαϊσμό των κυρίαρχων ΜΜΕ και του πολιτικού κατεστημένου.
Το κάθε νόμισμα διαθέτει βεβαίως μια πολιτικό- συμβολική διάσταση. Στην περίπτωσή μας, το ευρώ συμβόλιζε στην προ την κρίση περίοδο την υπόσχεση για μια αέναη οικονομική μεγέθυνση και για την είσοδό μας στο στενό πυρήνα των καπιταλιστικών κρατών της “Δύσης”, όπου θα καθόμασταν υποτίθεται ως ίσοι μεταξύ ίσων στο τραπέζι των “μεγάλων”. Συμβόλισε την ελληνική αλλά και ευρωπαϊκή είσοδο στην παγκόσμιο καπιταλισμό της φούσκας, που τότε φαινόταν ως η αεικίνητος μηχανή παραγωγής πλούτου.
Σήμερα η παραμονή στο ευρώ συμβολίζει και ενσωματώνει το φόβο για τα χειρότερα. Τόσο σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, όσο και σε μια σειρά ακόμα κρατών, η παραμονή στο ευρώ εκφράζει το φόβο για τα αχαρτογράφητα νερά της αποχώρησης από το κοινό νόμισμα. Εκφράζει τη νοοτροπία του συλλογικού ιδρυματισμού.
Στην υλική βάση του κοινού νομίσματος, τα πράγματα είναι πολύ σαφέστερα. Οι γενετήσιες αδυναμίες του ευρώ- ο παράλογος δημοσιονομισμός των κριτηρίων του συμφώνου σταθερότητας, ο ενδοευρωπαϊκός, διακρατικός ανταγωνισμός, η απώλεια κάθε ρύθμισης σε ό,τι αφορά συγκεκριμένες, κυρίαρχες μερίδες του ιδιωτικού κεφαλαίου, η απουσία πολιτικής ενοποίησης, ιδίως δε με δημοκρατική νομιμοποίηση- οδήγησαν σε πλήρες βραχυκύκλωμα το κοινό νόμισμα όταν η πλημμυρίδα φθηνού χρήματος στέρευσε, λόγω της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης.
Προσοχή στο εξής: μπορεί το ευρώ, στην παρούσα του φάση και με τη δεδομένη πολιτική να είναι αποτελεσματικό για επιμέρους οικονομίες, όπως η γερμανική- ακόμα. Ως ενιαίο νόμισμα όμως, δηλαδή σε ό,τι αφορά την ενοποιητική και προωθητική του λειτουργία για το σύνολο της ευρωζώνης αποτυγχάνει. Πιθανότατα δε, όταν μετά την Ισπανία και την Ιταλία η κρίση “δαγκώσει” ακόμα εντονότερα και τη Γαλλία, η Γερμανία θα δει τα κεκτημένα υπέρ της από την πολιτική της να ανατρέπονται και το ευρώ να γίνεται βαρίδιο και για την ίδια.
Σήμερα, το ευρώ είναι πρώτον πολύ άκαμπτο ως νόμισμα για τις περιφερειακές οικονομίες της ευρωζώνης. Μοιάζει με τον “κανόνα του χρυσού” που κλείδωνε στην ύφεση τις οικονομίες διεθνώς. Δεύτερον, συνοδεύεται από τη διαρκή παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας όχι μάλιστα προς υπερεθνικά κέντρα αλλά προς το γερμανικό και διεθνές παρασιτικό διευθυντήριο, γεγονός που εντείνει την αναζωογόνηση ενδοευρωπαϊκών εθνικισμών. Τρίτον, λόγω των υφεσιακών πολιτικών που επιβάλλει το παραπάνω διευθυντήριο, εθνικές οικονομίες και κοινωνίες διαλύονται στην απελπισία και οι δημοκρατίες πλήττονται θεμελιακά.
Το ευρώ δε μετατρέπεται αλλά έχει ήδη μετατραπεί σε μια φυλακή των λαών και σε βαρίδι για μια σειρά οικονομιών. Στο υλικό επίπεδο οδηγεί στο διαλυτικό τέλμα και στο συμβολικό σηματοδοτεί για τους πολλούς την ήττα τους, που απλά παλεύουν- μάταια- να απαλύνουν. Όταν ένα νόμισμα λοιπόν δε “δουλεύει” για την πλειοψηφία αυτών που το κατέχουν δεν αλλάζουν οι κοινωνίες και οι άνθρωποι αλλά το νόμισμα.
Θα μπορούσε με έναν άλλον ενδοευρωπαϊκό συσχετισμό δύναμης να αλλάξει το ευρώ τόσο ριζικά ώστε να καταστεί παράγοντας ανασυγκρότησης, βιώσιμης ανάπτυξης και ενοποίησης για εθνικές οικονομίες και κοινωνίες; Ίσως. Αλλά κάτι τέτοιο δε φαίνεται στον ορίζοντα. Οι σοσιαλδημοκράτες έχουν συμβιβαστεί απόλυτα με το συντηρητικό ευρωπαϊκό κατεστημένο, οι συντηρητικοί κυριαρχούν εκλογικά και ιδεολογικά και η ακροδεξιά σηκώνει κεφάλι διεθνώς, ως το μαντρόσκυλο του πιο σκληρού τμήματος του παρασιτισμού.
Μπροστά στα παραπάνω, η αριστερά, όποιας τάσης και απόχρωσης, οι σοσιαλιστές οφείλουν να μιλήσουν καθαρά: το ευρώ όχι μόνο δεν είναι φετίχ αλλά για αυτό το ευρώ δεν υπάρχει μέλλον. Πολύ περισσότερο σε αυτό το ευρώ, χώρες σαν την Ελλάδα δεν έχουν μέλλον. Η αποχώρηση από το ευρώ βεβαίως όχι μόνο δε θα είναι εύκολη αλλά βραχυπρόθεσμα θα επιδεινώσει την κατάσταση για την πλειοψηφία του λαού. Η κρίση του ευρώ άλλωστε συνιστά πτυχή της καπιταλιστικής κρίσης δεν είναι ο πυρήνας της. Επιπλέον, σαφώς και ένα τμήμα του εγχώριου και ξένου παρασιτισμού θα προσπαθήσει να κερδοσκοπήσει σε μια τέτοια εξέλιξη, όπως ακριβώς κάνει και με την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόζεται μέχρι σήμερα.
Η εξαγγελία της εξόδου από το ευρώ θα έχει νόημα μόνο αν γίνει από μια ώριμη πολιτικά ηγεσία και έναν αποφασισμένο λαό, που θα προχωρήσουν σε μεγάλες, επαναστατικές τομές σταθεροποίησης και ανασυγκρότησης. Θα απαιτηθούν ισχυρές συμμαχίες διεθνώς για να σταθεροποιηθεί το νέο νόμισμα. Ισχυρότατη παρέμβαση του κράτους σε σειρά τομέων της εθνικής οικονομίας, αντίστροφη του σημερινού κρατισμού που ασκείται υπέρ των τραπεζιτών και τμημάτων της εργοδοσίας. Μιλούμε για κρατικό παρεμβατισμό που θα ενισχύσει την παραγωγική οικονομία με διευθυντικό ρόλο του δημοσίου, θα υλοποιήσει στοχευμένες αναπτυξιακές, κοινωφελείς και ρυθμιστικές πολιτικές. Άρα για ένα γρήγορο μετασχηματισμό και αστικό εκσυγχρονισμό του δημοσίου τομέα. Άλλωστε αν μην ξεχνούν διάφοροι “φιλελεύθεροι” ότι ήταν πάντα ο ισχυρός κρατικός παρεμβατισμός που ανασυγκροτούσε, προς όποια κατεύθυνση, τα συντρίμμια του ιδιωτικού τομέα.
Σήμερα και ενώ η μνημονιακή συγκυβέρνηση τρίζει υπό το βάρος των ενδοσυστημικών αντιφάσεων, η αριστερά που θέλει να κυβερνήσει και όχι να αποτελέσει παρένθεση προς διαχείριση της χρεωκοπίας οφείλει να συνθέσει το γενναίο, συνολικό και ριζοσπαστικό στρατηγικό σχέδιο ανασυγκρότησης. Χωρίς αντιφάσεις και χωρίς υπαναχωρήσεις.
Άλλωστε, μια τέτοια εξαγγελία από πλευράς των δυνάμεων της αριστεράς, ποιός ξέρει, ίσως να αποτελέσει τον καταλύτη για μια πραγματικά διαφορετική διαπραγμάτευση.