Έχετε έρθει αρκετές φορές στην Ελλάδα, σωστά;

Πολλές φορές! Η πρώτη ήταν το 1987, σε ένα ακουστικό show στο Ρόδον. Ξαναήρθα το ’88 και το ’89 με μια μπάντα και παίξαμε σε μεγάλα φεστιβάλ. Το πράγμα όλο και μεγάλωνε, ήρθα πάλι το ‘90 και νομίζω και το ‘94. Υπήρξε ένα μεγάλο χρονικό χάσμα όπου δεν είχα έρθει και ανησυχούσα ότι δεν θα ξαναπαίξω ποτέ στην Ελλάδα. Χαίρομαι που ο κόσμος δεν με ξέχασε.

Θυμάστε τίποτα από τις πρώτες σας συναυλίες, ας πούμε από αυτή του 1987;

Τη θυμάμαι πολύ καλά. Πρέπει να ήταν ένα fanzine που αρχικά ανακάλυψε τη μουσική μου και με πρότεινε στην Didi music, που οργάνωσε τη συναυλία. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν «γιατί καλούν εμένα στην Ελλάδα;». Οι στίχοι μου είναι πολύ «αγγλικοί» και οι αναφορές μου εντελώς αταίριαστες με το ελληνικό περιβάλλον. Θυμάμαι ότι ο τόπος ήταν γεμάτος φοίνικες και νεραντζιές, Νοέμβριος μήνας κι είχε λιακάδα! Χάζευα το σκηνικό και σκεφτόμουν ότι όλο αυτό είναι πολύ εξωτικό για μένα… Πήγαμε στο κλαμπ και μας έβαλαν στο καμαρίνι, πάνω στη σκηνή. Από ένα μικρό παράθυρο μπορούσες να παρατηρείς το κοινό που έμπαινε μέσα. Στην αρχή είχαν έρθει μόνο 20 άτομα. Σκεφτόμουν ότι «σιγά μην έρθουν πάνω από 20-30 άτομα, αφού κανείς δεν με έχει ξανακούσει». Αλλά μετά από λίγο ήρθαν άλλα 30 άτομα και άρχισα να το βλέπω πιο θετικά. Μετά από λίγο ήρθαν άλλα 100 άτομα. Καταλήξαμε να παίζουμε μπροστά σε 600 άτομα, δεν μπορούσα να το πιστέψω! Αυτό θυμάμαι από την πρώτη μου συναυλία στην Ελλάδα. Το πλήθος. Τη ζεστασιά του κοινού. Και τις ιαχές «we want Paul, we want Paul!». Για κάποιον που γράφει μουσική αρκετά μοναχικά και δεν έχει δώσει και πολλές συναυλίες, ήταν ό,τι χρειαζόταν: αυθεντική, άνευ όρων, τρυφερότητα.

Πόσο χρονών ήσασταν;

28 ή κάτι τέτοιο. Τότε θεωρούσα ότι αυτή είναι η ηλικία που κανείς μπαίνει στα πράγματα. Σκεφτόμουν ότι μετά τα τριάντα παραιτείσαι και γράφεις βιβλία ή κάνεις κάτι άλλο. Δεν περίμενα ότι τρεις δεκαετίες αργότερα θα συνέχιζα να παίζω μουσική.

Το ευχαριστιέστε ακόμα;

Το λατρεύω! Μ’ αρέσει πιο πολύ τώρα απ’ ότι όταν ήμουν νέος και είμαι και πιο ικανός να εκφραστώ. Οι στίχοι μου έχουν πιο πολύ ενδιαφέρον και η μουσική μου είναι λιγότερο αφελής.

Πώς ξεκινήσατε να ασχολείστε με τη μουσική;

Όταν ήμουν μικρός λάτρευα τους δίσκους και ήθελα να φτιάξω κι εγώ. Δίσκους που να μπορεί κανείς να τους κρατάει στα χέρια του, γιατί τα live κρατάνε λίγο, τελικά το μόνο που μένει από αυτά είναι μια ανάμνηση. Στα 14 έγραψα τα πρώτα τραγούδια και στα 19 έβγαλα το πρώτο μου άλμπουμ. Ήταν την εποχή που τελείωνε το πανκ, ’79-’80. Στο Λονδίνο υπήρχαν άπειρα DIY labels, μπορούσες δηλαδή να τυπώσεις 1.000 βινύλια, να τα πας στην Virgin και να πουλήσεις τα 100 επιτόπου. Αυτό ήταν το συναρπαστικό. Κάπως έτσι ξεκίνησε η «καριέρα» μου. Είχα πάει στην Rough Trade μια κασέτα με την πρώτη μου εγγραφή. Δεν ήξερα πώς θα με αντιμετωπίσουν. Αν μου έλεγαν «αυτό είναι απαίσιο» μάλλον θα τα παρατούσα μια και καλή, αλλά μου είπαν «α, δεν είναι άσχημο, εύκολα θα πουλήσεις 1.000 κομμάτια». Δεν ήταν στο δικό τους ύφος, δεν ήταν indie, αφηρημένο και περίεργο, ήταν πιο καθαρόαιμο 70's ροκ, αλλά οι υπεύθυνοι έκριναν ότι είναι αρκετά καλοφτιαγμένο για να κυκλοφορήσει στην αγορά. Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα, για να φτάσω σήμερα, ετών 53, να γράφω ακόμα δίσκους. 

Διάβαζα ότι στο τελευταίο σας άλμπουμ (Grimm) ηχογραφήσατε όλα τα όργανα μόνος σας.

Ναι, ήταν κυριολεκτικά ένα «σόλο άλμπουμ», το ηχογράφησα ολομόναχος στο στούντιό μου. Για μένα είναι ο πιο τέλειος δίσκος που έχω κάνει: ένα γλυκό άλμπουμ με δυνατά τραγούδια, στίχους και χαρακτήρες από τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ, που με βοήθησαν να μιλήσω για πράγματα που συμβαίνουν στη ζωή.  

Δώστε μου ένα παράδειγμα.

Ας πούμε η Ραπουνζέλ φοβάται να βγει από τον πύργο και αφήνει τη μάγισσα να την εκφοβίσει, με τον ίδιο τρόπο που μια αυταρχική μητέρα ή ένας παρεμβατικός πατέρας φέρονται στο παιδί τους, τρομοκρατώντας το, λέγοντάς του ότι «ο κόσμος είναι τρομαχτικός μη βγεις έξω, ξέρω τι σου λέω», στην ουσία γιατί εκείνοι έχουν πληγωθεί ή ζημιωθεί στη ζωή τους. Το αποτέλεσμα είναι το παιδί να μην βγαίνει έξω, να μην αλληλεπιδρά με άλλους ανθρώπους και να χάνει την ευκαιρία να δημιουργήσει σχέσεις. Πάντως, δεν ήθελα να στήσω τις ιστορίες πάνω στη μουσική, αυτό θα ήταν βαρετό, όλοι τις ξέρουμε και όποιος δεν τις ξέρει μπορεί να τις διαβάσει. Ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτόν τον σκοτεινό κόσμο των παραμυθιών και αυτούς τους χαρακτήρες-αρχέτυπα για να μιλήσω για τους ρόλους που παίζουμε στη ζωή μας -κάποιος μετατρέπεται σε επιβλητικό γονιό, άλλος παραμένει το αθώο παιδί κ.λπ.

Παράλληλα με τη μουσική έχετε γράψει και πάρα πολλά βιβλία, όμως.

Και μάλιστα θεωρώ τον εαυτό μου περισσότερο συγγραφέα. Επειδή ξέρω να λέω ιστορίες, αυτό που κάνω είναι να τις καδράρω με μουσική και να φτιάχνω τραγούδια. Αν δεν είχα τις ιστορίες στο κεφάλι μου, αν δεν είχα την ευκολία των λέξεων, δεν ξέρω αν θα έγραφα τραγούδια. Ή θα έγραφα πολύ συμβατικά pop τραγούδια, κάτι που δεν με πολυενδιαφέρει.

Τι σας αρέσει στην gothic μυθολογία που περιβάλλει μεγάλο μέρος της δουλειάς σας;

Eίναι κάτι σαν μονομανία που νομίζω ότι έχει σχέση με τον θάνατο. Σαν να αναρωτιέσαι τι υπάρχει στην άλλη πλευρά της ζωής… Όπως και στα όνειρα,  μέσα απ’ τα οποία εξερευνούμε τον «άλλο κόσμο».

Είναι αλήθεια ότι είστε ερευνητής του μεταφυσικού;

‘Όχι, είμαι κάποιος που έχει βιώσει μεταφυσικές εμπειρίες κι έχει μια ευαισθησία απέναντι σ’ αυτόν τον κόσμο. Έχω θητεύσει πλάι σε γκουρού, δασκάλους και ομάδες, αλλά δεν ερευνώ το θέμα σαν ρεπόρτερ.

Ακολουθείτε κάποια συγκεκριμένη φιλοσοφία;

Η Καμπάλα είναι η παράδοση που βρίσκω ελκυστική και απαντά πολλά από τα ερωτήματά μου.

Πιστεύετε στη μεταθανάτια ζωή;

Ναι, φυσικά.

Στα φαντάσματα;

Φυσικά. Είναι ένας κόσμος που κινείται παράλληλα με τον δικό μας, με τον οποίο αλληλεπιδρούμε όλη την ώρα. Τα φαντάσματα δεν είναι κάτι παραπάνω από ανθρώπους που δεν βρίσκονται πια στα σώματά τους. Ζουν μια ονειρική κατάσταση, κάποιες φορές δεν ξέρουν καν ότι είναι νεκροί και συνεχίζουν να κάνουν ό,τι έκαναν στη ζωή τους. Μην το παίρνετε τόσο βαρέως… Για μένα βρίσκονται συνεχώς γύρω μας, νιώθω φαντάσματα να με αγγίζουν όλη την ώρα, χωρίς να με φοβίζουν. Γιατί είναι συνηθισμένες παρουσίες, συνηθισμένοι άνθρωποι.

Είναι φίλοι σας; Συγγενείς;

Θα μπορούσαν να είναι άνθρωποι που έχω γνωρίσει στη ζωή μου, αλλιώς γιατί έρχονται σε μένα; Γι΄ αυτό δεν με φοβίζουν, γιατί τους ήξερα και έρχονται να μου επιβεβαιώσουν ότι είναι καλά. Κι ένας ζωντανός άνθρωπος, πάντως, μπορεί να έχει εξωσωματικές εμπειρίες. Κάτι τέτοιο μου συνέβη όταν ήμουν παιδί και με είχε ενθουσιάσει.

Τι σας συνέβη;

Όταν ήμουν έξι χρονών ξύπνησα από ένα όνειρο και έπιασα τον εαυτό μου να πετάει πάνω από τον ωκεανό. Δεν ονειρευόμουν, ήμουν πραγματικά έξω από το σώμα μου. Πήγα στο σπίτι των παππούδων μου και αφού επιβεβαιώθηκα ότι είναι καλά, γύρισα στο σώμα μου.

Το είπατε στους γονείς σας;

Δεν θυμάμαι, μάλλον. Πρέπει να σας πω ότι η μητέρα μου πιστεύει κι αυτή πολύ στο μεταφυσικό. Μου είχε πει ότι θα έρθω στην Ελλάδα, χρόνια πριν έρθω. Με είχε «δει» σε ένα άσπρο βαν, εμένα και την μπάντα μου, να ανεβαίνουμε έναν από αυτούς τους βουνίσιους δρόμους και είχε την αίσθηση ότι είμαι πάρα πολύ χαρούμενος. Μερικά χρόνια αργότερα, μετά από μια συναυλία μας στη Θεσσαλονίκη, συνέβη ακριβώς αυτό που περιέγραφε. Πώς δουλεύει τώρα αυτή η «πνευματική σύνδεση», δεν το ξέρω. Ίσως σαν τα ραδιοκύματα. Σαν την τηλεόραση και το τηλέφωνο. Πώς μεταδίδονται τα σήματα από αέρος; Δεν θα έπρεπε κανονικά, κι όμως γίνεται. 
———————

O Paul Roland εμφανίζεται στις 12 Δεκεμβρίου στη Θεσσαλονίκη (Ζωντανή Μαύρη Τρύπα, Βαΐου 5 Λαδάδικα) και στις 15 Δεκεμβρίου στην Αθήνα (Gagarin 205, αναλυτικά οι πληροφορίες για τη συναυλία εδώ). Πριν τη συναυλία της Αθήνας, την Παρασκευή 14/12, ο Paul Roland θα βρεθεί για μια ανοιχτή συζήτηση στο Floral (περισσότερα εδώ).