Ένα περίπου χρόνο πριν, το τότε αντιδραστικό δίδυμο Μερκοζί- στην πραγματικότητα η καγκελάριος Μέρκελ και η ορντινάτσα της Σαρκοζί- από κοινού με άλλους αντιδραστικούς της ευρωζώνης προέβαιναν σε μια τριπλή, κορυφαία επίθεση εναντίον της δημοκρατίας στην Ευρώπη: εξευτέλιζαν τον Έλληνα πρωθυπουργό και πατώντας στη δική του ανεπάρκεια, ηττοπάθεια, εξάρτηση και αδυναμία απαγόρευαν στον ελληνικό λαό να μιλήσει, επιβάλλοντας την αναίρεση της απόφασης περί διεξαγωγής δημοψηφίσματος στη χώρα μας- έχοντας ως σύμμαχό τους τότε τον Ε. Βενιζέλο. Έστελναν δηλαδή το μήνυμα ότι κατ' ουσίαν η δημοκρατική διαδικασία αναστέλλεται εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης και αναλόγως των συμφερόντων τους.
Έπειτα, προώθησαν χάρη και στα φερέφωνά τους στο ΠΑΣΟΚ όπως και με τη στήριξη ετων καναλαρχών, την αντικατάσταση του τότε εκλεγμένου πρωθυπουργού Παπανδρέου από τον εκλεκτό τους και αγαπημένο του τραπεζικού λόμπι, Λουκά Παπαδήμο. Ποιός δε θυμάται τη λυσσώδη μάχη υπέρ του από συγκεκριμένους πολιτικούς κύκλους και από τα γνωστά ΜΜΕ που θεωρούσαν έγκλημα καθοσιώσεως την επιλογή οποιουδήποτε άλλου; Ποιος μπορεί να ξεχάσει την απαίτηση του ντόπιου και ξένου κατεστημένου να αποτελέσει “λύση μακράς πνοής” και τις αντίστοιχες δημοσκοπήσεις, που τον εμφάνιζαν ως το νέο “εθνικό κεφάλαιο”, που δήθεν είχε ήδη αποκαταστήσει τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας;
Η τρίτη πτυχή αυτής της επίθεσης ήταν η επιβολή Μόντι στην Ιταλία. Ο Μπερλουσκόνι όπως και ο Παπανδρέου είχαν ταχθεί με την πολιτική της ευρωπαϊκής αντίδρασης. Ωστόσο, όπως σε κάθε αντίστοιχη περίπτωση οι δικές τους ανεπάρκειες και το γεγονός ότι δε θεωρήθηκαν για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, αξιόπιστοι ως σταθεροί εταίροι του ευρωπαϊκού κατεστημένου οδήγησαν στην απόφαση ανατροπής τους και αντικατάστασής τους.
Ο Μόντι λοιπόν- όπως και ο Παπαδήμος- εκπροσωπεί καταρχήν αυτήν την πρωτοφανή μεταπολεμικά και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, αντιδημοκρατική παρέκβαση στους κόλπους της ΕΕ. Την ανατροπή δηλαδή εκλεγμένων πρωθυπουργών μέσα από μια συμμαχία της γερμανικής καγκελαρίας, ορισμένων θεσμικών και παραθεσμικών κύκλων της ΕΕ, του χρηματοπιστωτικού τομέα και των κερδοσκόπων που χρησιμοποιούνται ως η αιχμή του δόρατος για τέτοιου είδους πιέσεις.
Αυτή είναι η δεύτερη πτυχή των όσων συμβολίζει η πρωθυπουργία Μόντι, δηλαδή η μεταμοντέρνα εκδοχή “πολιτικής των κανονιοφόρων”. Αντί για το βρετανικό, αποικιακό στόλο είναι τώρα τα γεράκια των αγορών, τα hedge funds, οι τραπεζίτες, οι διαμορφωτές κοινής γνώμης, οι σχολιαστές ειδήσεων, οι διασπορείς πανικού που αναλαμβάνουν να ποδηγετήσουν ή και να πνίξουν τη λαϊκή βούληση. Έτσι, δημοκρατία γίνεται το πολίτευμα που οι πολλοί μπορούν να συναινούν στο “σωστό” όπως οι ισχυροί τους πάτρωνες το οριοθετούν και να ετεροκαθορίζονται πειθήνια. Σε αντίθετη περίπτωση κάθε είδους απειλή, εκβιασμός και καταναγκασμός δικαιολογείται έως ότου πειθαρχήσουν οι λαοί.
Η τρίτη πτυχή των όσων εκπροσωπεί ο Μόντι είναι ο μύθος της δήθεν υπεροχής και της ψευτοουδερότητας της “τεχνοκρατίας”. Τεχνοκράτες πρωθυπουργοί, τεχνοκράτες υπουργοί και τεχνοκράτες σχολιαστές. Η οικονομία, δηλαδή ο καπιταλισμός, η κρίση, δηλαδή η καπιταλιστική κρίση, οι κοινωνικές συγκρούσεις, δηλαδή οι ταξικές αντιθέσεις, εμφανίζονται ως ουδέτερες και αποϊδεολογικοποιημένες, σε απόλυτη ευθυγράμμιση με τη θεωρία του πολιτικού μονοδρόμου. Η ίδια η πολιτική από- πολιτικοποιείται και η λαϊκή συμμετοχή εξουδετερώνεται εν τοις πράγμασι. Ποιά η ανάγκη λαϊκής συμμετοχής αν ούτως ή άλλως όλες οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται στο αποστειρωμένο πλαίσιο της τεχνοκρατικής γνώσης;
Φυσικά, πίσω από τη δήθεν τεχνοκρατική ουδετερότητα δε βρίσκεται παρά η εμπέδωση με ακόμα μεγαλύτερη ένταση του προγράμματος του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού πανευρωπαϊκά.
Πέραν όμως όσων ο Μόντι πρεσβεύει και συμβολίζει ας δούμε και τα αποτελέσματά του, εκεί που υποτίθεται ότι η “ειδημοσύνη” του τον καθιστά ακαταμάχητο: το 2012 η Ιταλία βρίσκεται σε ύφεση. Η ανεργία έχει πάρει την ανιούσα και η βιομηχανική παραγωγή την κατιούσα. Τα θεμελιώδη μεγέθη της ιταλικής οικονομίας εξακολούθησαν να επιδεινώνονται με τις υφεσιακές πολιτικές Μόντι. Ακόμα και τα επιτόκια δανεισμού του ιταλικού δημοσίου επί Μόντι δεν είχαν μια σταθερή, γραμμική αποκλιμάκωση αλλά έντονες διακυμάνσεις. Η πρωθυπουργία Μόντι όντως αντιμετώπισε το τμήμα εκείνο της ανόδου των επιτοκίων δανεισμού που οφειλόταν σε καθαρά πολιτικές επιδιώξεις και εικασίες των “αγορών”. Απέτυχε όμως να βελτιώσει τα θεμελιώδη μεγέθη της ιταλικής οικονομίας και ως εκ τούτου να φτάσει στη ρίζα του προβλήματος που εκφράζεται και ως κρίση χρέους στην Ιταλία.
Ακόμα και στις διαπραγματεύσεις εντός της ΕΕ, η φούσκα της θερινής “νίκης” Μόντι και Ραχόι επί της Μέρκελ σε σχέση με την απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, χωρίς να επιβαρύνονται τα δημόσια οικονομικά αναβλήθηκε πρόσφατα σε ό,τι αφορά την υλοποίησή της, μέσα σε εκκωφαντική σιωπή.
Όλα τα παραπάνω κάθε άλλο παρά “ηρωοποιούν” τον Μπερλουσκόνι, που άλλωστε ανήκει στον πυρήνα της ευρωπαϊκής δεξιάς, ασχέτως του αν υπολείπεται σε “αξιοπιστία” ως προς το ευρωπαϊκό κατεστημένο, σε σχέση με το Μόντι. Επιπλέον δε, ο Μπερλουσκόνι εκφράζει όλη τη σήψη του ιταλικού πολιτικό- επιχειρηματικού κατεστημένου. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο είναι δυστύχημα για τον ιταλικό λαό ότι μια αντιδημοκρατική επιλογή όπως η πρωθυπουργοποίηση Μόντι φέρεται να ανετράπη από τους τυχοδιωκτισμούς του Μπερλουσκόνι και όχι από τον ίδιο τον ιταλικό λαό. Όπως και να 'χει το γεγονός ότι ηττάται μια αυταρχική επιλογή της ευρωγερμανικής αντίδρασης αποτελεί περίφημο νέο.
Ας αποφασίσει τώρα ο ιταλικός λαός, αναλαμβάνοντας την ευθύνη που του αναλογεί.