(Ή αλλιώς γιατί δε θα επαναστατήσει ποτέ ο λαός)
Τα τελευταία χρόνια, μέσα στην κρίση πλανάται δίκαια ένα ερώτημα: γιατί δεν επαναστατεί ή έστω δεν εξεγείρεται ο λαός, ενώ η κρίση βαθαίνει και διαμορφώνονται αντικειμενικά συνθήκες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως προεπαναστατικές; Το ερώτημα στον πυρήνα του προϋποθέτει ότι το υποκείμενο υφίσταται, ότι δηλαδή το υποκείμενο είναι εν γένει ο λαός ή έστω τα θύματα της κρίσης. Η ίδια η θέση του ερωτήματος με αυτούς τους όρους οδηγεί σε μια ηττοπαθή ανάγνωση των εξελίξεων. Ωστόσο βασίζεται- και αυτό είναι αισιόδοξο- σε μια θεμελιακή παρανόηση: μέχρι σήμερα έχουμε αντικείμενα της κρίσης. Όχι υποκείμενο εξόδου από την κρίση.
Η παρανόηση αυτή βασίζεται σε δύο επιμέρους παρεξηγήσεις: πρώτον ο λαός ως τέτοιος δεν μπορεί να αποτελέσει επαναστατικό ή έστω εξεγερτικό υποκείμενο. Ο λαός αποτελεί το συνταγματικό υποκείμενο και συγκροτείται ως η συλλογικότητα των πολιτών. Αυτός είναι ο κυρίαρχος θεσμός με τα υπέρτατα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ωστόσο ο λαός, κανένας λαός στην πραγματικότητα, ποτέ και πουθενά δεν εξεγείρεται ούτε επαναστατεί ως τέτοιος και εν γένει. Κόντρα σε όλα τα εξ ορισμού αφαιρετικά και γι' αυτό κολακευτικά σχήματα, που ομνύουν στο όνομα ενός ενιαίου λαού, ιδίως οι καπιταλιστικές κρίσεις αναδεικνύουν κάθε είδους διαιρέσεις στο εσωτερικό του.
Δεύτερον, το γεγονός ότι συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις και στρώματα, διόλου περιορισμένα στην έκτασή τους υφίστανται τις συνέπειες της κρίσης τα καθιστά αντικείμενα της κρίσης. Ενδεχομένως αντικείμενα που αντιδρούν σπασμωδικά και κατετμημένα στις επιπτώσεις της κρίσης.
Η συγκρότηση υποκειμένου ωστόσο, από πλευράς των δυνάμεων που υφίστανται τις συνέπειες της κρίσης είναι μια πολύ διαφορετική και δυσκολότερη υπόθεση, που απαιτεί μεγάλη ωριμότητα.
Η συγκρότηση του υποκειμένου από πλευράς των αντί- συστημικών και λαϊκών δυνάμεων περνάει μέσα από δύο προϋποθέσεις: τις διαδικασίες ζύμωσης που θα οδηγήσουν στην αίσθηση και στην πραγματικότητα του συνανήκειν διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων σε ένα ενιαίο ιστορικό μπλοκ. Δεύτερον από την ίδρυση ενός κόμματος που θα αποτελέσει την πολιτική και αγωνιστική πρωτοπορία.
Σήμερα δεν έχει πληρωθεί κάποια από αυτές τις δύο προϋποθέσεις συγκρότησης υποκειμένου μέσα στην κρίση και για την έξοδο από την κρίση. Οι διεργασίες στην κοινωνική βάση είναι περιορισμένες και πολλές φορές κινούνται προς στρεβλή κατεύθυνση. Το σοκ της βιαιότητας των πολιτικών φτωχοποίησης και απαξίωσης του εργατικού δυναμικού, η αρχική προσπάθεια ενοχοποίησης των ίδιων των πληττομένων από την κρίση, ο κοινωνικός αυτοματισμός και η φθορά βασικών θεσμών κοινωνικής έκφρασης και πάλης, συνδυαστικά με λανθασμένες ή και επικίνδυνες αναλύσεις που προέτασσαν μιαν εθνικοπατριωτική ανάλυση της κρίσης, αντί της δομικής, καπιταλιστικής απέτρεψαν μέχρι σήμερα την επαρκή ωρίμανση και συνειδητοποίηση, από πλευράς των δυνάμεων που είναι αναγκαίες για τη συγκρότηση του ιστορικού μπλοκ.
Εξ ου και θα δει κανείς ότι σε βασικούς κοινωνικούς χώρους, όπως στο εργατικό κίνημα, στο φοιτητικό κίνημα, στον αγροτικό κόσμο, στην αυτοδιοίκηση και σε νεώτερα κινήματα που εμφανίστηκαν έστω για λίγο μετά την εκδήλωση της κρίσης, η κινητικότητα και η σύνθεση των κοινωνικών δυνάμεων είναι περιορισμένη. Επιπλέον, η συγκρότηση νέων μαζικών χώρων και συλλογικοτήτων χωλαίνει, γεγονός που επιβεβαιώνει τη δυσκολία σύνθεσης του μπλοκ δυνάμεων.
Από την άλλη, η θεμελιακή αντίφαση εκλογικής ανόδου ενός αριστερού κόμματος και απώλειας της ιδεολογικής ηγεμονίας της αριστεράς, όπως και περιορισμένης επέκτασης στους κοινωνικούς, μαζικούς χώρους εν προκειμένω του ΣΥΡΙΖΑ συγκριτικά προς τα ποσοστά του συνιστούν ενδείξεις ότι ακόμα δεν έχει σχηματιστεί εκείνο το κόμμα- πρωτοπορία που να καταστεί αφενός ο κατεξοχήν και αποτελεσματικός εκφραστής αυτού του ιστορικού μπλοκ, αφετέρου να διατυπώσει μια επαναστατική, δηλαδή ριζικά εναλλακτική, στρατηγική. Ενός κόμματος που θα διαλύσει τη διάχυτη ηττοπάθεια μέσα από διαδοχικές νίκες, πάνω στις οποίες θα χτίσει τη σχέση εμπιστοσύνης του με το ιστορικό μπλοκ.
Άρα λοιπόν το σωστό ερώτημα σε σχέση με την κρίση είναι πώς θα φτάσουμε να διαμορφωθεί υποκείμενο εξόδου από την κρίση και όχι γιατί δεν αντιδρά το υποκείμενο. Βρισκόμαστε σε μια προγενέστερη φάση από εκείνη στην οποία θα μπορούσε να τεθεί το τελευταίο ερώτημα. Ούτε γιατί δεν επαναστατεί εν γένει ο λαός. Κατά συνέπεια αυτό που αρμόζει σήμερα δεν είναι η ηττοπάθεια αλλά ο πιο ώριμος και πεισματικός αγώνας για τη συγκρότηση του υποκειμένου.