Η κρίση των ΜΜΕ
Η κρίση των ΜΜΕ
του Στέλιου Παπαθανασόπουλου
του Στέλιου Παπαθανασόπουλου*
Όπως και στους άλλους τομείς της οικονομίας, τα ελληνικά ΜΜΕ, και ιδίως οι εργαζόμενοι σε αυτά, βιώνουν έντονα τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Δυστυχώς η κρίση δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί -περιμέναμε να εκδηλωθεί τουλάχιστον εδώ και μια δεκαετία, αφού τα ελληνικά μέσα επικοινωνίας λειτουργούν σε μια μικρή αγορά ανεπαρκή για να υποστηρίξει το πλήθος επικοινωνιακών εκροών είτε πρόκειται για εφημερίδες, περιοδικά, κανάλια, ραδιόφωνα, ψηφιακές πλατφόρμες και ιστότοπους.
Το ζητούμενο είναι εάν η παρούσα κρίση θα αποτελέσει ένα νέο ξεκίνημα. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι αφού πολύ πιθανόν οι ιθύνοντες των ελληνικών ΜΜΕ, ως καθαρόαιμοι φορείς μιας «μεταπρατικής νοοτροπίας», να μην έχουν μάθει τίποτε, όπως ακριβώς έκαναν τα προηγούμενα χρόνια, ακολουθώντας δηλαδή την πρακτική του «προχωράμε κι όπου βγει».
Πώς μπορεί να ισχύει μια τέτοια πρόβλεψη; Αν το παρελθόν και το παρόν προμηνύουν το μέλλον, τότε μια τέτοια πρόβλεψη είναι περισσότερο ασφαλής από οποιαδήποτε άλλη. Άλλωστε, η χώρα μας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει ότι οι οικονομοτεχνικές μελέτες ελάσσονα σημασία έχουν για τη χάραξη στρατηγικής, τουλάχιστον στο χώρο της μαζικής επικοινωνίας.
Κι αυτό γιατί στη χώρα μας τα ΜΜΕ δεν λειτουργούν ως επιχειρήσεις με την έννοια κόστους-οφέλους, αλλά με γνώμονα άλλες σκοπιμότητες, συμφέροντα και προοπτικές. Μπορεί τα ελληνικά ΜΜΕ να επηρεάζονται από τις διεθνείς εξελίξεις, αλλά καθώς αυτές επέρχονται με μια χρονική υστέρηση, οι αλλαγές συντελούνται σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα και είναι επώδυνες.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, παρά τον υψηλό βαθμό προσαρμοστικότητας που επιδεικνύουν τα ελληνικά ΜΜΕ, να μην μπορούν να εμπεδώσουν τα αίτια και την πορεία αυτών των εξελίξεων.
Καθώς η εποχή των «παχιών αγελάδων» έφτασε πλέον με τη σφραγίδα της Τρόικα στο τέλος της, δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια, όπως στο παρελθόν για τις γνωστές «επιδοτήσειςς» στο χώρο των μέσων επικοινωνίας. Δυστυχώς τα ελληνικά ΜΜΕ έχουν εισέλθει σε φάση συρρίκνωσης, που ενδεχομένως να αποτελέσει το νέο δομικό τους χαρακτηριστικό.
Στον τομέα των εφημερίδων, η μέση κυκλοφορία τα τελευταία 20 χρόνια παρουσιάζει μιαν επίμονη πτώση, αλλά ουδείς ασχολήθηκε σοβαρά και τώρα στον «γαλαξία του διαδικτύου» όλοι αναρωτιούνται το θα γίνει. Αντί οι εκδότες να επενδύσουν στο περιεχόμενο και στην προσέλκυση του νεανικού κοινού αναλώθηκαν σε έναν διαγωνισμό εξωδημοσιογραφικών δώρων, η διάρκεια των οποίων είναι παροδική και πρόσκαιρη. Οι «παντογνώστες» διευθυντές τους σαγηνεύοντας τους ιδιοκτήτες των φύλλων τους τώρα διαπιστώνουν την ένδειά τους.
Αλλά αυτό είναι το λιγότερο κακό. Καθώς εφημερίδες διακόπτουν την κυκλοφορία τους συμπαρασύρουν δημοσιογράφους και άλλους εργαζόμενους και, σε τελική ανάλυση, τους εντάσσουν σε έναν διαρκώς διογκούμενο «εφεδρικό στρατό ανεργίας», ενώ οι υπόλοιποι τελούν σ’ ένα καθεστώς μόνιμης ανασφάλειας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η κατάσταση όμως είναι δυστυχώς δυσμενέστερη, αφού η κρίση και η ανασφάλεια αποτελεί πλέον καθεστώς ακόμη και στα αποκαλούμενα «καλύτερα μαγαζιά».
Στην πράξη βρισκόμαστε στην απαρχή της «εποχής του μεγάλου ξεκαθαρίσματος». Αν η διαφήμιση είναι το «DNA» της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης, τότε οι ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί και ιδίως τηλεοπτικοί σταθμοί θα πρέπει να ανησυχούν. Η πάλαι ποτέ «τρελή αυξητική πορεία» της διαφημιστικής δαπάνης αποτελεί πια ένα «νοσταλγικό παρελθόν» προκαλώντας πονοκέφαλο (και βεβαίως γκρίνιες και απολύσεις) στους ιθύνοντες των σταθμών. Καθώς δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές, οι προϋπολογισμοί θα είναι απελπιστικά «σφικτοί» με προφανώς αρνητικά αποτελέσματα όσον αφορά στην ποιότητα του προσφερόμενου περιεχομένους. Ενδεχομένως, η ελληνική τηλεόραση, μετά το ατέλειωτο «ενημερωτικό βουητό», θα συνεχίσει να βιώνει την εποχή των «ομιλούντων κεφαλιών» σε διάφορες εκδοχές και αθρόες εισαγωγές με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Οποιαδήποτε πρόβλεψη για το μέλλον είναι τόσο επισφαλής, όσο και η πρόβλεψη του δελτίου καιρού για το επόμενο τρίμηνο. Όμως, χρόνο με το χρόνο καθίσταται εμφανές ότι τα ελληνικά Μέσα εισέρχονται σε μια περίοδο, σύντομη ή μεγάλη, θα φανεί, συρρίκνωσης, όπου θα επικρατήσουν ένας μικρός αριθμός εφημερίδων, περιοδικών, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, διαδικτυακών κόμβων, οι οποίοι θα έχουν παράλληλα προβεί σε σημαντικές και μακροπρόθεσμες επενδύσεις και θα λειτουργούν ως υγιείς παρά «επιδοτούμενες» επιχειρήσεις.
* Ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος (http://www.papathanassopoulos.gr/) είναι καθηγητής oργάνωσης και πολιτικής των Μ.Μ.Ε. και πρόεδρος του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Όπως και στους άλλους τομείς της οικονομίας, τα ελληνικά ΜΜΕ, και ιδίως οι εργαζόμενοι σε αυτά, βιώνουν έντονα τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Δυστυχώς η κρίση δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί -περιμέναμε να εκδηλωθεί τουλάχιστον εδώ και μια δεκαετία, αφού τα ελληνικά μέσα επικοινωνίας λειτουργούν σε μια μικρή αγορά ανεπαρκή για να υποστηρίξει το πλήθος επικοινωνιακών εκροών είτε πρόκειται για εφημερίδες, περιοδικά, κανάλια, ραδιόφωνα, ψηφιακές πλατφόρμες και ιστότοπους.
Το ζητούμενο είναι εάν η παρούσα κρίση θα αποτελέσει ένα νέο ξεκίνημα. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι αφού πολύ πιθανόν οι ιθύνοντες των ελληνικών ΜΜΕ, ως καθαρόαιμοι φορείς μιας «μεταπρατικής νοοτροπίας», να μην έχουν μάθει τίποτε, όπως ακριβώς έκαναν τα προηγούμενα χρόνια, ακολουθώντας δηλαδή την πρακτική του «προχωράμε κι όπου βγει».
Πώς μπορεί να ισχύει μια τέτοια πρόβλεψη; Αν το παρελθόν και το παρόν προμηνύουν το μέλλον, τότε μια τέτοια πρόβλεψη είναι περισσότερο ασφαλής από οποιαδήποτε άλλη. Άλλωστε, η χώρα μας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει ότι οι οικονομοτεχνικές μελέτες ελάσσονα σημασία έχουν για τη χάραξη στρατηγικής, τουλάχιστον στο χώρο της μαζικής επικοινωνίας.
Κι αυτό γιατί στη χώρα μας τα ΜΜΕ δεν λειτουργούν ως επιχειρήσεις με την έννοια κόστους-οφέλους, αλλά με γνώμονα άλλες σκοπιμότητες, συμφέροντα και προοπτικές. Μπορεί τα ελληνικά ΜΜΕ να επηρεάζονται από τις διεθνείς εξελίξεις, αλλά καθώς αυτές επέρχονται με μια χρονική υστέρηση, οι αλλαγές συντελούνται σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα και είναι επώδυνες.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, παρά τον υψηλό βαθμό προσαρμοστικότητας που επιδεικνύουν τα ελληνικά ΜΜΕ, να μην μπορούν να εμπεδώσουν τα αίτια και την πορεία αυτών των εξελίξεων.
Καθώς η εποχή των «παχιών αγελάδων» έφτασε πλέον με τη σφραγίδα της Τρόικα στο τέλος της, δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια, όπως στο παρελθόν για τις γνωστές «επιδοτήσειςς» στο χώρο των μέσων επικοινωνίας. Δυστυχώς τα ελληνικά ΜΜΕ έχουν εισέλθει σε φάση συρρίκνωσης, που ενδεχομένως να αποτελέσει το νέο δομικό τους χαρακτηριστικό.
Στον τομέα των εφημερίδων, η μέση κυκλοφορία τα τελευταία 20 χρόνια παρουσιάζει μιαν επίμονη πτώση, αλλά ουδείς ασχολήθηκε σοβαρά και τώρα στον «γαλαξία του διαδικτύου» όλοι αναρωτιούνται το θα γίνει. Αντί οι εκδότες να επενδύσουν στο περιεχόμενο και στην προσέλκυση του νεανικού κοινού αναλώθηκαν σε έναν διαγωνισμό εξωδημοσιογραφικών δώρων, η διάρκεια των οποίων είναι παροδική και πρόσκαιρη. Οι «παντογνώστες» διευθυντές τους σαγηνεύοντας τους ιδιοκτήτες των φύλλων τους τώρα διαπιστώνουν την ένδειά τους.
Αλλά αυτό είναι το λιγότερο κακό. Καθώς εφημερίδες διακόπτουν την κυκλοφορία τους συμπαρασύρουν δημοσιογράφους και άλλους εργαζόμενους και, σε τελική ανάλυση, τους εντάσσουν σε έναν διαρκώς διογκούμενο «εφεδρικό στρατό ανεργίας», ενώ οι υπόλοιποι τελούν σ’ ένα καθεστώς μόνιμης ανασφάλειας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η κατάσταση όμως είναι δυστυχώς δυσμενέστερη, αφού η κρίση και η ανασφάλεια αποτελεί πλέον καθεστώς ακόμη και στα αποκαλούμενα «καλύτερα μαγαζιά».
Στην πράξη βρισκόμαστε στην απαρχή της «εποχής του μεγάλου ξεκαθαρίσματος». Αν η διαφήμιση είναι το «DNA» της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης, τότε οι ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί και ιδίως τηλεοπτικοί σταθμοί θα πρέπει να ανησυχούν. Η πάλαι ποτέ «τρελή αυξητική πορεία» της διαφημιστικής δαπάνης αποτελεί πια ένα «νοσταλγικό παρελθόν» προκαλώντας πονοκέφαλο (και βεβαίως γκρίνιες και απολύσεις) στους ιθύνοντες των σταθμών. Καθώς δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές, οι προϋπολογισμοί θα είναι απελπιστικά «σφικτοί» με προφανώς αρνητικά αποτελέσματα όσον αφορά στην ποιότητα του προσφερόμενου περιεχομένους. Ενδεχομένως, η ελληνική τηλεόραση, μετά το ατέλειωτο «ενημερωτικό βουητό», θα συνεχίσει να βιώνει την εποχή των «ομιλούντων κεφαλιών» σε διάφορες εκδοχές και αθρόες εισαγωγές με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Οποιαδήποτε πρόβλεψη για το μέλλον είναι τόσο επισφαλής, όσο και η πρόβλεψη του δελτίου καιρού για το επόμενο τρίμηνο. Όμως, χρόνο με το χρόνο καθίσταται εμφανές ότι τα ελληνικά Μέσα εισέρχονται σε μια περίοδο, σύντομη ή μεγάλη, θα φανεί, συρρίκνωσης, όπου θα επικρατήσουν ένας μικρός αριθμός εφημερίδων, περιοδικών, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, διαδικτυακών κόμβων, οι οποίοι θα έχουν παράλληλα προβεί σε σημαντικές και μακροπρόθεσμες επενδύσεις και θα λειτουργούν ως υγιείς παρά «επιδοτούμενες» επιχειρήσεις.
* Ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος (http://www.papathanassopoulos.gr/) είναι καθηγητής oργάνωσης και πολιτικής των Μ.Μ.Ε. και πρόεδρος του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών.