It ain’t over till it’s over, τραγουδά ο Λένυ Κράβιτζ σε γνωστή επιτυχία, αναπαράγοντας motto του Αμερικανικού ονείρου. Έναν αιώνα πριν πάλι, ο Iησουίτης ιερέας και φιλόσοφος Πιέρ Τεϊλάρ ντε Σαρντέν, καθόρισε το Σημείο Ωμέγα (Omega Point), ως απώτερο σημείο εξέλιξης της Ύλης, καθώς το Σύμπαν ανελίσσεται διαρκώς σε υψηλότερα στάδια περιπλοκότητας και συνειδητότητας.
It ain’t over till it’s over, τραγουδά ο Λένυ Κράβιτζ σε γνωστή επιτυχία, αναπαράγοντας motto του Αμερικανικού ονείρου. Έναν αιώνα πριν πάλι, ο Iησουίτης ιερέας και φιλόσοφος Πιέρ Τεϊλάρ ντε Σαρντέν, καθόρισε το Σημείο Ωμέγα (Omega Point), ως απώτερο σημείο εξέλιξης της Ύλης, καθώς το Σύμπαν ανελίσσεται διαρκώς σε υψηλότερα στάδια περιπλοκότητας και συνειδητότητας. Ο ντε Σαρντέν υπήρξε παράλληλα παλαιοντολόγος και γεωλόγος. Τις δύο αυτές επιστήμες που ασχολούνται με πρωτογενείς μορφές της ύλης, όπως είναι μια απλή πέτρα ή ένα προϊστορικό απολίθωμα, επικαλείται προφητικά στο κέντρο της κοσμοθεωρίας του για το μονοπάτι που βαδίζει τυφλά η ανθρωπότητα, ο σπουδαίος Αμερικανός πεζογράφος Ντον ΝτεΛίλο στο μόλις 128 σελίδων μυθιστόρημα- δοκίμιο Point Omega (προσέξτε την αντιμετάθεση των λέξεων), που κυκλοφορεί από τις σημαντικές Εκδόσεις της Εστίας σε μια κοπιαστική μετάφραση της Ελένης Γιαννακάκη. «…Η αληθινή ζωή δεν μπορεί να χωρέσει σε λέξεις, γραπτές ή προφορικές, ποτέ και από κανέναν. Η αληθινή ζωή συμβαίνει όταν είμαστε μόνοι μας, όταν σκεφτόμαστε, όταν νιώθουμε, όταν είμαστε χαμένοι στις αναμνήσεις μας, έχουμε επίγνωση του εαυτού μας ονειροπολώντας, στις υπομικροσκοπικές στιγμές…»
Συγγραφέας: Ντον Ντελίλο
Τίτλος: Σημείο Ωμέγα
Κατηγορία: Ξένη Πεζογραφία
Μετάφραση: Ελένη Γιαννακάκη
Εκδότης: Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Έτος έκδοσης: 2012
Σελίδες: 128
Τιμή: 12,00€
11η Σεπτεμβρίου (στην αυγή του 21ου αιώνα) και δύο καταστροφικοί πόλεμοι σε Ιράκ και Αφγανιστάν κινητοποιούν το φαντασιακό του συγγραφέα για να στοχαστεί πάνω στην πνευματική υστέρηση της πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμης και την αυτοκαταστροφική ροπή της ανθρώπινης συνείδησης. Το ρόλο του προφήτη στο Σημείο Ωμέγα έχει αναλάβει ο συνταξιούχος διανοούμενος Ρίτσαρντ Έλστερ, τις υπηρεσίες του οποίου εκμεταλλεύτηκε το Αμερικανικό Πεντάγωνο στον πρώτο πόλεμο του Ιράκ για να συντάξει ένα θεωρητικό μοντέλο ‘’απενοχοποίησης’’ της επιχείρησης Σοκ και Δέος. Για να αντιληφθείτε με τι πρόλαβε να φιλοσοφήσει στη σύντομη συνεργασία με τους στρατηγικούς σχεδιαστές της πολεμικής θηριωδίας, ο Έλστερ έχει συγγράψει πόνημα για τον όρο rendition, καθιστώντας τον κάτι σαν διαφημιστικό σλόγκαν για τον μέσο’’ καουμπόυ’’ των Μεσοδυτικών Πολιτειών, σε υποστήριξη στο βάθος της ύπαρξης κολαστηρίων επιπέδου Γκουαντάναμο. Στον παρόντα χρόνο ο λακωνικός 73χρονος πρωταγωνιστής –alter ego του ΝτεΛίλο έχει σιχαθεί τους ανθρώπους και την έκτακτη θητεία για την κυβέρνηση και έχει αποσυρθεί στην ζέουσα έρημο της Καλιφόρνια, πίνοντας, διαβάζοντας την αγαπημένη του ποίηση και ατενίζοντας το απέραντο κενό πεδίο που το μόνο που αντικρίζεις είναι ανοικτές αποστάσεις και όπου ο χρόνος μοιάζει να μην κινείται μήτε μπρος μήτε πίσω.
Θεματικός καμβάς πρώτος, ο πόλεμος. Χωρίς την αυτοσυνειδησία του αποτρόπαιου του εγχειρήματος πάντως. «..Ακόμη θέλω πόλεμο. Μια ισχυρή δύναμη πρέπει να δρα… Η ισχύς της θέλησης, η απόλυτη ζωτική ανάγκη…», σχολιάζει ο Έλστερ, ίσως εκφράζοντας τη συνείδηση της Υπερδύναμης. Αλλά είναι μια οντότητα, που έχει αγγίξει το μέγιστο σημείο της καμπύλης ακμής της, το Σημείο Ωμέγα. Η παράνοια, η πολιτική διαφθορά, οι θεωρίες συνωμοσίας, η μηχανιστική προσέγγιση του ανθρώπινου πόνου και του θανάτου, ο εξορθολογισμός της κτηνωδίας έχουν οδηγήσει το ανθρώπινο είδος στην οριακή κόπωση, στην προσπάθεια να αιτιολογεί ‘’παράπλευρες απώλειες’’ και να ‘’συναρμολογεί’’ ψηφίδες πραγματικότητας. Στην κατάσταση από την οποία η συνείδηση επιζητά την επιστροφή στον εσώτερο εαυτό και την αυτοκατάργηση, τη μετατροπή της οργανικής/έμψυχης σε ανόργανη/άψυχη ύλη, τη λυτρωτική Νέμεση. «…Θέλουμε να γίνουμε πέτρες σ’ ένα χωράφι», υποστηρίζει ο Ελστερ – και αλλού: «…Θέλουμε να γίνουμε η νεκρή ύλη που ήμασταν παλιά».
Επισκέπτης της μόνωσης του γέροντα ερημίτη, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής και επίδοξος σκηνοθέτης Τζιμ Φίνλεϋ, στα τριανταπέντε του, πρόσφατα χωρισμένος, που πετάει από την πολύβουη Νέα Υόρκη στο σουρεαλιστικό Borrego State Park του Σαν Ντιέγκο για να κινηματογραφήσει το magnum opus του. Όνειρό του είναι ένα ασπρόμαυρο ντοκιμαντέρ- εξομολόγηση της εμπειρίας του Ρίτσαρντ Έλστερ από τη συνεργασία με τους στρατιωτικούς, χωρίς ερωτήσεις, σχόλια τρίτων ή αποσπάσματα από τα πεδία των μαχών, χωρίς προγραμματισμένα αρχή, μέση και τέλος, γυρισμένο μπροστά σε άδειο τοίχο ενός βιομηχανικού διαμερίσματος του Μανχάταν.
«…’’Χαϊκού δεν σημαίνει τίποτ’ άλλο απ’ αυτό που είναι. Μια λιμνούλα το καλοκαίρι, ένα φύλλο στον άνεμο. Είναι η ανθρώπινη συνείδηση εντοπισμένη στη φύση. Είναι η απάντηση σε όλα σε συγκεκριμένο αριθμό στίχων, ένα προδιαγεγραμμένο αριθμό συλλαβών. Ήθελα ένα πόλεμο χαϊκού’’, είπε. ‘’…Ήθελα έναν πόλεμο σε τρεις στίχους. Αυτό που ήθελα ήταν ένα φάσμα ιδεών που να συνδέονται με εφήμερα πράγματα. Αυτή είναι η ψυχή του χαϊκού’’…»
Τη δράση υπονομεύει, πραγματικά ‘’κλέβει’’ στο πρώτο και τελευταίο κομμάτι της νουβέλας, υπό τον τίτλο Ανωνυμία, η αρτίστικη video – εγκατάσταση ‘’24 ώρες Ψυχώ’’, που παρουσίασε πίσω στα 2006 ο Σκωτσέζος καλλιτέχνης Ντάγκλας Γκόρντον στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και έδωσε την ιδέα για το βιβλίο στον ΝτεΛίλο. ‘’24 ώρες Ψυχώ’’ συνίσταται πολύ απλά στην επαναλαμβανόμενη, διασταλτική των 109 λεπτών της ταινίας, σε αργή κίνηση προβολή του περίφημου χιτσκοκικού θρίλερ σε μια άδεια αίθουσα. Συλλογιέται την ψευδαίσθηση του βιωματικού χρόνου και της κίνησης στο συμβατικό χώρο, που δεν μας επιτρέπουν να διεισδύσουμε στην ουσία των πραγμάτων, καθώς εικόνες δραπετεύουν βιαστικά από τα μάτια μας.
Θεματικός καμβάς δεύτερος, η γλώσσα, η λογοτεχνία, το σινεμά, το κολλάζ, η ίδια η καλλιτεχνική δημιουργία και οι τρόποι με τους οποίους επηρεάζει ή καθορίζει τις ζωές των ανθρώπων, η σχέση με το ψυχικό νόσημα και η χρήση της προκειμένου να εκτονώσουμε ή να φωτίσουμε το εσωτερικό τραύμα. Η υπεραργή slo-mo αναπαραγωγή του Ψυχώ, που προσεγγίζει την απόλυτη ακινησία θέτει επιτακτικά τα ζητήματα συστολής και διαστολής του χρόνου, της στάσης και της επανάληψης, της λήθης και της μνήμης. Είναι εφικτό, αναρωτιέται ο συγγραφέας, σε μια νέα σεκάνς της προβολής ο Άντονυ Πέρκινς να σταματήσει να κατεβάζει το μαχαίρι στην ατυχή λουόμενη Τζάνετ Λη; Ο υλικός κόσμος σε αντιδιαστολή με τον πνευματικό, η γέννηση και η φθορά, το Καλό και το Κακό. Εύστοχα η κριτική παραπέμπει στον αφορισμό του Κάφκα: ‘’Δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από έναν πνευματικό κόσμο∙ αυτό που ονομάζουμε υλικό κόσμο είναι το Κακό στον πνευματικό, και αυτό που ονομάζουμε κακό είναι μόνο μια αναγκαιότητα μιας στιγμής της αιώνιάς μας εξέλιξης’’.
Το ίδιο το μυθιστόρημα μοιάζει δομημένο στην αυστηρά συμπυκνωμένη φόρμα του χαϊκού, που εξύμνησε ο λογοτεχνικός μοντερνισμός στα γραπτά του Έζρα Πάουντ και του Τ.Σ.Έλιοτ. Στον πρώτο και τρίτο στίχο της ποιητικής δημιουργίας, παρεμβάλλεται ο δεύτερος αυστηρός, ωσάν να κλιμακώνει τη δράση η προετοιμασία του κινηματογραφικού εγχειρήματος του Φίνλεϋ και η ελλειπτική παρουσία της 20χρονης κόρης του Έλστερ, της Τζέσικα, που θα αποτελέσει υποκείμενο σύντομου ειδυλλίου από την πλευρά του νεαρού σκηνοθέτη για να εξαφανισθεί τόσο απότομα, ώστε η πολυπόθητη κίνηση να επιστρέψει στη λυτρωτική στάση.
Έχω την άποψη ότι ο Ντον ΝτεΛίλο συντάσσει δυστοπική προφητεία για τις μελλοντικές γενιές στη φασματική παρουσία – και συνακόλουθη εξαΰλωση – της νεαρής κόρης του Έλστερ. Ο πόλεμος χαϊκού, που επινόησε ο κυνικός διανοούμενος στα μέτρα του αδηφάγου ιμπεριαλισμού επιστρέφει στο εσωτερικό της Αμερικής και καταπίνει τα παιδιά της. Το ανεξίτηλο τραύμα της ανατροφοδοτούμενης ύβρεως κληρονομείται στις επερχόμενες γενεές, προλέγει ο συγγραφέας και η Τζέσι, ως εκπρόσωπος μιας νεολαίας προδομένων προσδοκιών, επιλέγει την αποστασιοποίηση, από τη μέγιστη πολυπλοκότητα την επιστροφή στην ακατέργαστη ελλείψει συναισθημάτων πρωτογενή λίθινη εποχή.
Η κατεύθυνση της νουβέλας είναι η αντίθετη της κίνησης προς περισσότερη πολυπλοκότητα και αυτοσυνειδησία, συνίσταται στον αυτοπροσδιορισμό του νοήματος ως τυφλής επιθυμίας για εξουσία. Κυρίαρχη μεταφορά του Σημείου Ωμέγα είναι ο αυτισμός. Οποτεδήποτε ο αναγνώστης νομίζει ότι πλησιάζει στη σύλληψη του νοήματος, η αφήγηση του ξεγλιστρά από τα χέρια προς άλλο
επίπεδο πολυπλοκότητας, απόλυτα συνεπές με τη θεμελιωδώς μεταμοντέρνα θεωρία του Έλστερ πως ‘’η αληθινή ζωή δεν μπορεί να χωρέσει σε λέξεις, γραπτές ή προφορικές, ποτέ και από κανέναν.’’ Οι συνέπειες αυτής της αέναης αναβολής προσδιορισμού ενός νοήματος και της εξ αυτής αδυναμίας ενασχόλησης με την απλότητα της αληθινής ζωής έγκεινται στην αυτοαναφορικότητα της ίδιας της γλώσσας. Με άλλα λόγια η τέχνη μπορεί να μιλά μόνον για άλλη μορφή τέχνης, είναι ανίκανη ως εκ τούτου να αναφέρεται έξω από τον εαυτό της.
Ο ΝτεΛίλο διαπιστώνει ότι η κίνηση του δυτικού πολιτισμού προς την εκμηδένιση, την εξολόθρευση και τη μαζική καταστροφή (άλλη σημασία του όρου rendition) είναι πρωταρχικό σύμπτωμα νοητικού ελαττώματος, μιας πνευματικής διαταραχής. Προφανείς οι παραλληλισμοί με τον Τόμας Πύντσον και το εξαίρετο Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, όπου η αβεβαιότητα ταλαντεύεται μεταξύ της γνώσης, δηλαδή της περισσότερης πολυπλοκότητας, και του ενστίκτου του θανάτου. Ο καπιταλισμός, ο δυτικός πολιτισμός ως μια κουλτούρα θανάτου. Η απόγνωση του μοντέρνου ανθρώπου στην έλλειψη νοήματος, άλλως στην κυριαρχία του παραλόγου, ο θρίαμβος του ομότεχνου Μπέκετ ενός Γκοντό ή Μολλόυ και του ομογάλακτου του συγγραφέα Ναθάνιελ Γουέστ του Τhe Day of the Locust.
Ο Ντον ΝτεΛίλο γοητεύει εκατομμύρια αναγνωστών με το σύνολο του έργου του, διότι επιλέγει μια εξαίσια ελλειπτική και βασανιστικά δουλεμένη γραφή, για να αποδώσει το υπαρξιακό δράμα του μετα- μεταμοντέρνου (αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο όρος) ανθρώπινου όντος. Επιλέγοντας να μοιρασθεί την προσωπικότητά του με τον απελπιστικά κατατονικό, πρότερα μεγαλόσχημο διανοούμενο Νταν Έλστερ, δημιουργεί μια ελαττωματική /αυτιστική εκδοχή του συνειδητού εαυτού, όπως οι δάσκαλοί του Έζρα Πάουντ, Τ. Σ. Έλιοτ, Τζέιμς Τζόυς με τους Χιού Σέλγουιν Μώμπερλυ, Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ ή Στήβεν Ντένταλους. Σε παλιότερη αλληλογραφία του με τον πρόωρα χαμένο Ντ. Φ. Ουάλλας, ο συγγραφέας επικοινωνεί στα 1997 τις σκέψεις: ‘’Αντιλαμβάνομαι ότι η ακρίβεια της γραφής μπορεί να αποτελεί μια μορφή ποίησης και μάλιστα πιο ακριβής… κατ’ αυτόν τον τρόπο έχω καλύτερες πιθανότητες να δημιουργήσω σε μια βαθύτερη και πιο όμορφη γλώσσα.’’
Το Σημείο Ωμέγα είναι ένα χαϊκού μυθιστόρημα για τη βραδύτητα, το ‘’προχωρημένο της ώρας’’ στο πεδίο της συνείδησης: ύστερη ζωή, χρεωκοπημένη αυτοκρατορία, η αποκτημένη εμπειρία ως ‘’στερνή μου γνώση’’, ο τρόμος του επερχόμενου, ο αφανισμός, το Μηδέν. Είναι ακόμη ένα στοχευμένο μάθημα πάνω στις μεθόδους της ύστερης φάσης της λογοτεχνίας, όπου οι μαζικής παραγωγής λαμπερές συνθέσεις της ανθρώπινης διανόησης υποχωρούν σε μια πιο λιτή, με πενιχρά μέσα ψυχρή τέχνη της απουσίας συναισθημάτων, της υποβολής μιας πρότασης και της αντιπαράθεσης των ιδεών, εντέλει το Σημείο Ωμέγα απαιτεί από εμάς ένα πνευματικό άλμα, δεν είναι εύκολο ψυχαγωγικό ανάγνωσμα, γι’ αυτό είναι μεγάλη λογοτεχνία.