του Παναγιώτη Ανδριόπουλου
Ένας κυνικός Κοέλιο ίσως να έλεγε πως, όταν είσαι αντικείμενο τόσο σφοδρής επιθυμίας, το σύμπαν συνωμοτεί για να σε χάνει μπροστά από τα μάτια του όποιος σε κατέχει. Ο λόρδος Άκτον θα παρατηρούσε πως η επαγρύπνηση κουράζει και η απόλυτη επαγρύπνηση αποκοιμίζει. Όσες δικαιολογίες κι αν επιστρατεύσει κανείς, όμως, δύσκολα γίνεται πιστευτό ότι οι σημερινοί κυνηγοί υποθετικών ή πραγματικών πυρηνικών όπλων των Άλλων, μια-δυο γενιές πριν έχαναν τα δικά τους. Και μάλιστα κάτω από συνθήκες που εξακολουθούν να προκαλούν απορία.
Για παράδειγμα, στις 5 Φεβρουαρίου του 1958 ένα βομβαρδιστικό B-47 απογειώνεται από την βάση του στη Φλόριντα. Η αποστολή του είναι νυχτερινή εκπαίδευση, έχοντας πάνω του μία βόμβα υδρογόνου. Η σοφία της επιλογής θα αμφισβητηθεί εκ των πραγμάτων κατά τις τρεις και μισή τη νύχτα, όταν το B-47 θα συγκρουστεί στον αέρα με ένα μαχητικό F-86.
Το μαχητικό καταστρέφεται και το B-47 με σοβαρές ζημιές στο ένα φτερό επιχειρεί να προσγειωθεί στην αεροπορική βάση Χάντερ στην Γεωργία. Τρεις φορές προσπαθεί, αλλά και τις τρεις η απόπειρα ματαιώνεται γιατί η κατάσταση του αεροσκάφους είναι τέτοια που δεν εγγυάται ασφαλή κάθοδο. Μπροστά στο ενδεχόμενο το βομβαρδιστικό να συντριβεί μαζί με την βόμβα, ο κυβερνήτης διατάσσεται να την ρίξει στα αβαθή νερά των εκβολών του ποταμού Σαβάνα.
Αυτό κάνει και 55 χρόνια μετά η τύχη της βόμβας εξακολουθεί να αγνοείται. Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν προκλήθηκε καμία έκρηξη. Δηλαδή τόσο το πυρηνικό υλικό όσο και ο πυροκροτητής που ξεκινά την αλυσιδωτή αντίδραση έμειναν άθικτα. Φυσικά η περιοχή αποκλείστηκε και ερευνήθηκε από ξηρά, θάλασσα και αέρα. Αποτέλεσμα μηδέν, το ραδιενεργό αντικείμενο του πόθου δεν εννοούσε να φανερωθεί.
Η κατάσταση εκτονώθηκε στις 11 Μαρτίου, αλλά όχι για καλό λόγο. Οι έρευνες σταμάτησαν γιατί εκείνη τη μέρα μια άλλη πυρηνική βόμβα έπεφτε από τον ουρανό στη φιλόξενη γη της Νότιας Καρολίνας. Αυτή ήταν χωρίς γόμωση και βρέθηκε. Μικρή παρηγοριά μεν, αλλά μάζευε κι ας είν’ και ρώγες.
Τα ατυχήματα που έθεσαν σε κίνδυνο πυρηνικό όπλο στην αμερικανική επικράτεια ήταν δεκάδες. Και δεν θα έπαυαν αν δύο περιστατικά σε έδαφος ξένων κρατών δεν ανάγκαζαν την αμερικανική αεροπορία να αναθεωρήσει το δόγμα της αδιάλειπτης παρουσίας στον αέρα πυρηνικών βομβαρδιστικών σε πολεμική ετοιμότητα.
Στις 17 Ιανουαρίου του 1966 ένα βομβαρδιστικό B-52 κατά τη διάρκεια εναέριου ανεφοδιασμού συγκρούστηκε πάνω από τις νότιες ακτές τις Ισπανίας με ένα ιπτάμενο τάνκερ. Το αποτέλεσμα ήταν να καταστραφούν και τα δύο αεροσκάφη. Με τη διαφορά πως το B-52 είχε πάνω του τέσσερις βόμβες υδρογόνου. Μία επέδειξε άψογη συμπεριφορά, έπεσε στο έδαφος ομαλά και ανακτήθηκε χωρίς πρόβλημα. Οι άλλες τρεις όμως δεν έδειξαν διάθεση για συνεργασία. Σε δύο που επίσης έπεσαν στο έδαφος εξερράγη ο πυροκροτητής με αποτέλεσμα να διασκορπιστεί ραδιενεργό υλικό σε μια έκταση 2,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων στο χωριό Παλομάρες. Η τέταρτη βόμβα κατέληξε στο βυθό της θάλασσας.
Στο έδαφος η κατάσταση θα μπορούσε να θεωρηθεί προλεγόμενο των μέτρων πέριξ του Τσερνομπίλ. Στις λιγότερο μολυσμένες εκτάσεις μαζεύτηκε και καταστράφηκε η σοδειά. Εκεί που η ραδιενέργεια ήταν αυξημένη η γη οργώθηκε σε βάθος 30 εκατοστών. Και στις περιοχές με τη μεγαλύτερη επιβάρυνση έγινε εκσκαφή του χούμου. Συνολικά 1400 τόνοι εδάφους φορτώθηκαν σε κοντέινερ και στάλθηκαν για αποθήκευση στις ΗΠΑ.
Δυσκολότερη ήταν η περίπτωση της βόμβας που έπεσε στη θάλασσα. Δύο ειδικά καταδυτικά σκάφη έφτασαν αεροπορικά, προκειμένου να την ψαρέψουν. Μετά από αρκετές προσπάθειες η βόμβα εντοπίστηκε σε βάθος 2500 ποδιών (762m). Κατά την απόπειρα αγκίστρωσης στο καταδυτικό σκάφος η βόμβα …πέφτει και χάνεται. Μετά από τρεις εβδομάδες αγωνίας, η βόμβα εντοπίζεται ξανά. Αυτή τη φορά επιχειρείται προσέγγιση με τηλεχειριζόμενο ρομπότ, το οποίο όμως μπλέκεται στους ιμάντες του αλεξίπτωτου. Τελικά, η βόμβα ανελκύεται μαζί με το ρομπότ, χάρις στην αντοχή των ιμάντων του αλεξίπτωτου.
Μετά από 81 μέρες και κόστος 100 εκατομμύρια δολάρια, η ισπανική περιπέτεια της βόμβας είχε λάβει τέλος. Σειρά είχε η Γροιλανδία.
Στις 21 Ιανουαρίου του 1968 ένα B-52 πετάει με προορισμό την βάση Θούλη. Στο στάδιο της τελικής προσέγγισης εκδηλώνεται πυρκαγιά στο εσωτερικό του αεροσκάφους και συντρίβεται λίγα μίλια μακριά από τον διάδρομο προσγείωσης.
Οι πυροκροτητές των βομβών εκρήγνυνται και η πυρηνική γόμωση διασκορπίζεται στην περιοχή. Ο πάγος λιώνει προσωρινά από τη φωτιά, και ξαναπαγώνει εγκλωβίζοντας στο εσωτερικό του τα περισσότερα από τα συντρίμμια. Οι συνθήκες θυμίζουν ταινία του Κάρπεντερ. Το μεγαλύτερο μέρος του 24ωρου είναι νύχτα και η θερμοκρασία δεκάδες βαθμούς κάτω από το μηδέν. Μετά από τέσσερις μήνες, 6500 κυβικά μέτρα πάγου και χιονιού μετανάστευσαν στην Αμερική, για μόνιμη εγκατάσταση σε αποθήκες ραδιενεργών αποβλήτων.
Τόσο στο Παλομάρες όσο και στη Θούλη, το Πεντάγωνο υποστηρίζει ότι καμία βόμβα δεν χάθηκε. Όλες, λέει, είτε ανασύρθηκαν, είτε καταστράφηκαν. Ωστόσο στη Δανία, της οποία έδαφος θεωρείται η Γροιλανδία, έχουν δημοσιευτεί στον τύπο αναφορές για μια βόμβα στο βυθό, ακόμα και ο σειριακός αριθμός της, χωρίς να έχουν διαψευσθεί ποτέ είτε από τη δανική είτε από την αμερικανική κυβέρνηση.
Υπάρχει όμως επίσημη παραδοχή για τη βόμβα που χάθηκε στις 5 Δεκεμβρίου του 1965 από το αεροπλανοφόρο Τικοντερόγκα στο περιθώριο του πολέμου στο Βιετνάμ. Έχοντας ολοκληρώσει επιχειρήσεις βομβαρδισμού το αεροπλανοφόρο κατευθύνεται στην Ιαπωνία. Περίπου 70 μίλια ανοιχτά από το νησιωτικό σύμπλεγμα Ριούκιου ένα βομβαρδιστικό A-4, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, γλιστράει στο κατάστρωμα και πέφτει στη θάλασσα.
Εκτός από τον πιλότο και το A-4, στο βυθό του ωκεανού καταλήγει και η πυρηνική βόμβα που έφερε το αεροσκάφος. Στο βάθος των 16000 ποδών (περίπου 5.000m) όπου βρίσκεται δηλώνει την παρουσία της διαρρέοντας ραδιενεργό υλικό.
Οι διηπειρωτικοί πύραυλοι, και η δυνατότητα χρήσης τους όχι μόνο από σταθερές βάσεις εκτόξευσης αλλά και από υποβρύχια, μείωσαν την ανάγκη για πυρηνικά βομβαρδιστικά και τις πτήσεις πολεμικής ετοιμότητας. Έτσι σταματήσαν να χάνονται βόμβες από αεροπλάνα αλλά ο κίνδυνος δεν εξαλείφθηκε. Απλώς μεταφέρθηκε – από τον ουρανό πέρασε κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Τον Μάρτιο του 1993 στη θάλασσα Μπάρεντς ένα αμερικανικό υποβρύχιο-κυνηγός συγκρούστηκε με ένα ρωσικό υποβρύχιο κλάσης Δέλτα 3. Το ρωσικό με ζημιές στην άτρακτο κατάφερε να φτάσει στη βάση του, μαζί με τους 16 πυρηνικούς πυραύλους SS-N-18 που είχε. Λίγα χρόνια μετά, το Κουρσκ δεν θα σταθεί τόσο τυχερό.
Το πέπλο της θάλασσας βοηθάει να μείνουν κρυφά τα ατυχήματα, εφόσον δεν σημειωθούν ανθρώπινες απώλειες. Αλλά σύμφωνα με εκτιμήσεις της Greenpeace, περισσότερες από πενήντα πυρηνικές κεφαλές, καθώς και εφτά πυρηνικοί αντιδραστήρες, βρίσκονται στους βυθούς των ωκεανών εξαιτίας ατυχημάτων.
Ωστόσο, οι παλιές συνήθειες δεν κόβονται εύκολα. Το 2007 ένα βομβαρδιστικό διέσχισε τις κεντρικές ΗΠΑ από την άκρη του Βορρά ως την άκρη του Νότου μεταφέροντας έξι πυραύλους Κρουζ προς απόσυρση. Κανένας ψόγος, αν δεν είχαν ξεχάσει να αφαιρέσουν τις πυρηνικές κεφαλές από τους πυραύλους. Το περιστατικό στάθηκε η αφορμή για τον τότε υπουργό Άμυνας Ρόμπερτ Γκέιτς να αποκεφαλίσει την ηγεσία της Αεροπορίας.