Η είδηση υπό διωγμόν
Η ελεύθερη έκφραση, η ελευθεροτυπία κατοχυρώνονται από τα άρθρα 14 και 15 του Συντάγματος και από
το άρθρο 9 της Οικουμενικής διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Παραβιάζονται όμως συστηματικά…
Της Μαρίας Λούκα
Η είδηση υπό διωγμόν
Της Μαρίας Λούκας
(αναδημοσίευση από το Έψιλον" )
«Θέλω να δείξω σε όλους αυτούς τους καριόληδες ότι είμαι ακόμα εδώ, ότι εξακολουθώ να είμαι ζωντανός και να γράφω χωρίς την παραμικρή ελπίδα να εισακουστώ , με την απόλυτη βεβαιότητα ότι θα διωχθώ, πιστός στη δέσμευση που ανέλαβα πριν από πολλά χρόνια να είμαι αυτόπτης μάρτυρας σε δύσκολες εποχές» έγραφε ο Αργεντίνος δημοσιογράφος Ροδόλφο Γουόλς στις 24 Μαρτίου το 1977, σε μια θρυλική επιστολή χάρη στην οποία οι μέθοδοι και τα εγκλήματα της αργεντίνικης χούντας δεν έμειναν στο σκοτάδι. Την επόμενη ακριβώς μέρα οι ανησυχίες του επιβεβαιώθηκαν. Ένα προγραμματισμένο ραντεβού για ρεπορτάζ μετατράπηκε σε ενέδρα και εξελίχθηκε σε ραντεβού με την ιστορία. Δολοφονήθηκε από τους στρατιώτες του Βιντέλα και κατέκτησε μια θέση σ’ ένα κατάλογο που έμελλε να γίνει αρκετά μεγάλος.
Σήμερα ο Τύπος εξακολουθεί να αποκαλύπτει και να καταγράφει τη βία και τις διώξεις που υφίστανται διάφορες κοινωνικές ομάδες. Η βία όμως που υφίστανται οι λειτουργοί του σ΄ αυτή την προσπάθεια παραμένει αθέατη. Στο στάδιο Ξιφασκίας στο Ελληνικό παρουσιάζεται μέχρι και τις 14 Μαρτίου μια φωτογραφική έκθεση διαφορετική από τις συνηθισμένες. Είναι η έκθεση μελών της Ένωσης Φωτορεπόρτερ Ελλάδας με πρωταγωνιστές δημοσιογράφους, φωτογράφους και εικονολήπτες στη μάχη… για το ρεπορτάζ. Μια μάχη , η οποία συχνά δεν έχει μόνο συμβολικό νόημα αλλά πραγματικό εντάσσοντας το επάγγελμα στα βαρέα και ανθυγιεινά.
Τουλάχιστον 105 δημοσιογράφοι και άλλοι εργαζόμενοι στα Μέσα Ενημέρωσης σκοτώθηκαν στις βίαιες γωνιές του κόσμου το 2010 σύμφωνα με έκθεση της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων. (Μεταξύ αυτών και ο Σωκράτης Γκιόλιας που δολοφονήθηκε στις 19 Ιουλίου 2010 με την οργάνωση «Σέχτα Επαναστατών» να αναλαμβάνει την ευθύνη) Ενώ σε άξονα δεκαετίας ο αριθμός αυτός προσεγγίζει τους χίλιους, γεγονός που οδηγεί την ομοσπονδία στο συμπέρασμα ότι «το προσωπικό των media εξακολουθεί να είναι στόχος που προτιμούν οι εξτρεμιστές πολιτικοί και οι εγκληματίες» . Σύμφωνα με την ίδια έκθεση πάντως το Πακιστάν, το Μεξικό, η Ονδούρα, το Ιράκ και οι Φιλιππίνες δε φημίζονται ως προορισμοί φιλικοί για δημοσιογράφους. Επιδίωξη σε κάθε περίπτωση είναι να καταστεί το γεγονός απροσπέλαστο και αν η λογοκρισία στις μέρες μας έχει ορισμένες βελούδινες εκδοχές, το ύστατο όπλο της παραμένει αυτό που έχει επισημάνει εδώ και χρόνια ο διάσημος θεατρικός συγγραφέας Μπέρναρντ Σω: η βία και ο θάνατος.
Στην πρώτη γραμμή επικινδυνότητας βρίσκονται σίγουρα οι πολεμικοί ανταποκριτές με τον πόλεμο του Ιράκ να αναδεικνύεται ως ο πιο αιματηρός πόλεμος στην ιστορία για τους ανθρώπους των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, αφού από την αρχή της εισβολής το 2003 μέχρι και σήμερα οι νεκροί πλησιάζουν τους 300 , όταν στον εικοσαετή πόλεμο του Βιετνάμ 63 δημοσιογράφοι και οπερατέρ έχασαν τη ζωή τους. Ο βομβαρδισμός από τις αμερικάνικες δυνάμεις του ξενοδοχείου Palestine που διέμεναν οι ξένοι ανταποκριτές και των γραφείων του Al Jazeera για τον αμερικάνικο στρατό καταγράφηκαν ως «παράπλευρες απώλειες» , για την υπόλοιπη ανθρωπότητα όμως ως στοχευμένες απόπειρες τρομοκράτησης του Τύπου. Υπερωρίες στη λογοκρισία βέβαια έχουν και οι αιώνιοι σύμμαχοι των ΗΠΑ, οι Ισραηλινοί. Επιβεβαίωσαν για ακόμη μια φορά τη φήμη τους στις 31 Μάιου το 2010 όταν κατά τη διάρκεια της επίθεση στο «Στόλο της ελευθερίας» σκότωσαν μεταξύ άλλων και έναν τούρκο δημοσιογράφο, ενώ οδήγησαν στα κρατητήρια του Ασντοντ και κατέστρεψαν το υλικό των υπολοίπων, μεταξύ αυτών και οι δικοί μας Άρης Χατζηστεφάνου, Κατερίνα Κιτίδη και Μαρία Ψαρρά. Σε ένα τέτοιο μετερίζι έχασε τη ζωή του ο Γιώργος Κοίλαρης, δημοσιογράφος της δημόσιας τηλεόρασης που τραυματίστηκε θανάσιμα κατά τη διάρκεια αποστολής στο Αφγανιστάν. Αλλά και πιο πρόσφατα κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του αιγυπτιακού λαού το καθεστώς Μουμπάρακ πριν πέσει προσπάθησε να πάρει πολλούς μαζί του, μεταξύ αυτών και αρκετούς δημοσιογράφους οι οποίοι δέχτηκαν ένα πρωτοφανές πογκρόμ τρομοκρατίας και επιθέσεων. Θύματα αυτών των ξυλοδαρμών υπήρξαν και ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου, δημοσιογράφος της Καθημερινής και ο Γιώργος Μουτάφης, φωτογράφος του Βήματος.
«Το δικαίωμα του δημοσιογράφου να κάνει τη δουλειά του, είναι το δικαίωμα της κοινωνίας να μιλά και να ακούγεται. Η δημοκρατία και ο πολιτισμός ταυτίζονται με την ελεύθερη ενημέρωση και το διάλογο. Ο δημοσιογράφος πρέπει να είναι και να αισθάνεται ελεύθερος», δεν πρόκειται για διατύπωση κάποιου συνδικαλιστικού φορέα του Τύπου αλλά του καθ΄υλην αρμόδιου υπουργού Τηλέμαχου Χυτήρη. Καλά τα λέει ο υπουργός και προσυπογράφουμε αλλά σε λάθος ακροατήριο. Αντί να τα πει στην ημερίδα του Διεθνούς Ινστιτούτου για την Ασφάλεια των Δημοσιογράφων , θα ήταν προτιμότερο να τα πει στην Ελληνική Αστυνομία, η οποία συχνά μετατρέπει το κέντρο της Αθήνας σε εμπόλεμη ζώνη και τους εργαζόμενους στα Μέσα σε παράπλευρες απώλειες αν όχι στόχους. Τα περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας εις βάρος τους μόνο την τελευταία πενταετία είναι αναρίθμητα. Βέβαια η βία εις βάρος του Τύπου ταιριάζει με το πολιτικό σύστημα, είναι κι αυτή δικκοματική. Είναι χαρακτηριστική η καταγγελία 22 δημοσιογράφων για τα όσα συντελέστηκαν στα δικαστήρια της Ευελπίδων στις 12 Μαρτίου το 2007, όπου τα ΜΑΤ ψέκασαν γονείς, καθηγητές και δημοσιογράφους παρεμποδίζοντας τους τελευταίους στη διεκπεραίωση της εργασίας τους και ξυλοκοπώντας τη δημοσιογράφο του Αλτερ Νάντια Αλεξίου. Από το Δεκέμβρη του 2008 όμως και έκτοτε τα περιστατικά αυτά πολλαπλασιάστηκαν και οξύνθηκαν. Στις Δεκεμβρίου του 2008 ο φωτογράφος Δημήτρης Μιχαλάκης δέχεται ένα δακρυγόνο μέσα στην τσάντα του με αποτέλεσμα να προκληθεί έγκαυμα στο χέρι του και να καταστραφεί ο εξοπλισμός του. Λίγες μέρες αργότερα στις 19 Δεκέμβρη 3 συνάδελφοι του ξυλοκοπούνται άγρια από τα ΜΑΤ , ενώ στις 9 του Γενάρη από την αστυνομική βία δε γλίτωσε ούτε το συνεργείο του Μέγκα και ο δημοσιογράφος του Πάνος Τουμάσης. Στο συλλαλητήριο που πραγματοποιήθηκε για τη συμπλήρωση ενός έτους από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου τα μηχανάκια της Αστυνομίας εφάρμοζαν νέες μεθόδους εφόδου: στα ανθρώπινα σώματα μεταξύ των οποίων και αυτό της συναδέλφου Έλλη Ζώτου. Λίγο μετά στις 17 Οκτωβρίου 2009, με την ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ ο τότε συντάκτης του City Σπύρος Χαλίκιας πήγε για ρεπορτάζ στο Αστυνομικό Τμήμα Νικαίας με αφορμή το θάνατο του πακιστανού μετανάστη Μοχάμεντ Καμράν Ατίφ και επέστρεψε με σπασμένα δόντια!
Κι αν αυτά συνέβαιναν τότε, στη μετά Μνημονίου εποχή το δικαίωμα στην ανεμπόδιστη ενημέρωση μπήκε στο γύψο μαζί με πολλά ακόμα δικαιώματα. Τον περασμένο Νοέμβρη ο φωτογράφος του Γαλλικού Πρακτορείου Άρης Μεσσίνης προπηλακίστηκε 3 φορές από την Αστυνομία ενώ κάλυπτε τη διαδήλωση της 17ης Νοέμβρη. Στις 6 του Δεκέμβρη οι άνδρες της Αστυνομίας δεν υπήρξαν ιδιαίτερα ευγενικοί με το βέλγο φωτορεπόρτερ Μαξίμ Γκιζελίνκ και αντί για χειραψία του έσπασαν το χέρι. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την ελεύθερη πτώση της χώρας μας από την 35η στην 70η θέση στο δείκτη των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα για την ελευθερία του Τύπου. Τα παραπάνω αποκρυσταλλώνονται και σε έρευνα που διεξήγαγε η Ένωση Φωτορεπόρτερ Ελλάδας (ΕΦΕ), όπου το 46% του δείγματος δηλώνει ότι έχει υποστεί βία από αστυνομικούς, το 51% ότι έχει υποχρεωθεί να σβήσει φωτογραφίες από τη μηχανή και το 70% ότι του έχει απαγορευτεί η φωτογράφηση σε δημόσιους χώρους. Όσο για την τιμωρία των υπεύθυνων ούτε λόγος. Οι μηνύσεις ακόμα κι αν κατατεθούν από τα θύματα είναι συνήθως κατά αγνώστων αφού οι περισσότεροι αστυνομικοί δε φέρουν διακριτικά. Πέρα όμως από το σωματικό και ψυχικό κόστος που έχουν αυτά τα περιστατικά, προκαλούν κι ένα επιπρόσθετο κόστος, οικονομικό, καθώς όταν καταστρέφεται ο εξοπλισμός των φωτογράφων πρέπει να τον αντικαταστήσουν καταβάλλοντας χιλιάδες ευρώ. Ο πρόεδρος της ΕΦΕ, Μάριος Λώλος, θύμα κι ο ίδιος της αστυνομικής βίας στην πανεργατική απεργία στις 15 του Δεκέμβρη εκφράζει τον προβληματισμό του «Τα πράγματα εξαιτίας της οικονομικής κρίσης γίνονται πιο δύσκολα και το σύνθημα αλήτες – ρουφιάνοι – δημοσιογράφοι φουντώνει. Κι εμείς όμως δεχόμαστε την ίδια καταστολή από αστυνομικούς, μπράβους, χούλιγκαν, συχνά από τους ίδιους τους εργοδότες μας. Είμαστε κι εμείς εργαζόμενοι. Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε».
Εκτός από το κράτος όμως οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ έχουν να αντιμετωπίσουν και το παρακράτος. Βίαιες αποδοκιμασίες, απειλές, στοχοποιήσεις μέσω blogs και σεξιστικά σχόλια συνθέτουν τη συμπεριφορά που επιφυλάσσουν ακροδεξιές ομάδες σε δημοσιογράφους. Την ίδια στιγμή μετατρέπουν σε άβατο αστικούς χώρους όπως η γειτονιά του Αγίου Παντελεήμονα. Ο φωτορεπόρτερ της Ελευθεροτυπίας Σπύρος Τσακίρης έμεινε 15 μέρες χωρίς όραση και ακοή όταν μέλη της Χρυσής Αυγής του πέταξαν στο πρόσωπο χειροβομβίδα κρότου λάμψης στο παλιό Εφετείο. Ο συνάδελφος Κώστας Ιονέσκο από την Καθημερινή εκδιώχθηκε από 30 ακροδεξιούς στον Άγιο Παντελεήμονα, ενώ η Γεωργία Δάμα από την Ελευθεροτυπία αναγκάστηκε να προσφύγει στο πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ ύστερα από απειλές που δέχτηκε για ρεπορτάζ στην πολύπαθη γειτονιά. «Το έργο μας παρεμποδίζεται απροκάλυπτα στον Άγιο Παντελεήμονα, γιατί ακόμα κι αν δεν υποστείς φυσική βία, οι λεκτικές απειλές δημιουργούν μεγάλη δυσφορία. Μια φορά με διαπόμπευσαν μπροστά στο γιο μου. Έχω δεχτεί άπειρες απειλές και προπηλακισμούς από τους πρωτεργάτες της επιτροπής του Άγιου Παντελεήμονα, τη μια φορά μάλιστα μπροστά στην κάμερα του Mega κατά τη διάρκεια γυρισμάτων ενημερωτικής εκπομπής» μας λέει η Μαρίνα Βήχου, δημοσιογράφος στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων και κάτοικος της ευρύτερης περιοχής.
Από τα πιο βίαια περιστατικά εις βάρος δημοσιογράφων ήταν αυτό που βίωσε η Αγγελική Χατζηδημητρίου στις 8 Απριλίου το 2006, όταν προσπάθησε να μπει στο χώρο εργοστασίου της ΔΕΗ στη Χίο για να ένα ρεπορτάζ που τελικά δεν κατόρθωσε να κάνει, καθώς ο υπάλληλος της εταιρείας security εμπόδισε βίαια την είσοδο της. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αμέλεια που επέδειξαν οι γιατροί την ανάγκασαν στα 43 της έτη να ζει σε καθεστώς τετραπληγίας διανύοντας με το δικαστικό Γολγοθά να μην έχει ακόμα ολοκληρωθεί.
Σ’ αυτές τις συνθήκες η αποκαλυπτική και ερευνητική δημοσιογραφία έχει εξελιχθεί σε επικίνδυνο σπορ για τους φορείς της, αφού όταν τα βάζεις με πολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα , δεν ξέρεις ποιος μπορεί να σε περιμένει κάτω από το σπίτι σου ή έξω απ’ τη δουλεία σου. Το Μάκη Νοδαρό για παράδειγμα, δημοσιογράφο της Ελευθεροτυπίας τον περίμεναν στις 23 Οκτωβρίου το 2008 δύο άγνωστοι άνδρες που αφού επιβεβαίωσαν το όνομα του, τον ξυλοκόπησαν άγρια, έκλεψαν το κινητό του και τράπηκαν σε φυγή. Το γεγονός καταγράφηκε στην Παγκόσμια Έκθεση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του State Department. Οι δράστες πάντως δε έφτασαν ποτέ στα δικαστήρια. Αντίθετα ο συντάκτης και ο διευθυντής της «ΚΕ» Βαγγέλης Παναγόπουλος πήγαν πολλές φορές κατηγορούμενοι από τον τότε δήμαρχο Ζαχάρως Πανταζή Χρονόπουλο για συκοφαντική δυσφήμιση και μέχρι στιγμής κέρδισαν σε όλα. Τόσο ο ίδιος όσο και ο συνάδελφος του Κώστας Βαξεβάνης είχαν πραγματοποιήσει και δημοσιεύσει έρευνες για το καθεστώς αυθαιρεσιών και έκνομων δραστηριοτήτων που συντελούνταν στην περιοχή υπό τη δημαρχία ενός στελέχους που απειλούσε on camera ότι «θα λιώσει το κεφάλι σε όποιον στέκεται εμπόδιο στο δρόμο του». Το μήνυμα εκφοβισμού πάντως δεν ελήφθει. «Φέρανε ακριβώς τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Αυτή η εμπειρία με πείσμωσε και με έκανε πιο δυνατό» σχολιάζει ο συντάκτης. Ούτε στην περίπτωση του Ιού έπιασε. Οι συντελεστές της παλιότερης στήλης της «ΚΕ» θυμούνται ακόμα απρόσκλητη επίσκεψη που δέχτηκαν στο γραφείο τους πριν χρόνια από άγνωστο άνδρα βγαλμένο από ταινία του Κόπολα με σκοπό να τους επιδείξει το όπλο που έφερε κάτω από το σακάκι του. Ως σύμπτωση εκείνη την περίοδο διερευνούσαν το σκάνδαλο μιας οικονομικής πυραμίδας. Και συνέχισαν να το κάνουν. Το Φίλιππο Συρίγο πάλι, δημοσιογράφο της Ελευθεροτυπίας, τον περίμεναν τον Οκτώβρη του 2004 έξω από το ραδιοφωνικό σταθμό Sport Fm. Μ’ έναν εξίσου μαφιόζικο τρόπο οι δύο δράστες τον τραυμάτισαν με μαχαίρι και σιδηρολοστό και εξαφανίστηκαν. Τα θέματα που είχε αναδείξει ήταν αυτό της εταιρείας Octagon και της Γιάννας Αγγελοπούλου, το γήπεδο Καραϊσκάκη με τον τότε πρόεδρο του Ολυμπιακού Σωκράτη Κόκκαλη και τις υποθέσεις ντόπινγκ στον ελληνικό πρωταθλητισμό.
Εξάλλου το αθλητικό ρεπορτάζ πολλές φορές μοιάζει με σκληρό ματς για τους συντάκτες του. Είναι ενδεικτικό ότι από το 1983 μέχρι και τις μέρες μας καταγράφονται επτά δολοφονικές επιθέσεις εις βάρος αθλητικών συντακτών και δεκάδες επιθέσεις μικρότερης έντασης. Σύμφωνα με έρευνα που έχει εκπονήσει ο Παναγιώτης Σπηλιώπουλος , αθλητικός δημοσιογράφος για λογαριασμό του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, το 89% των ερωτηθέντων – μελών του Πανελλήνιου Συλλόγου Αθλητικών Συντακτών δηλώνει ότι έχει βιώσει περιστατικό λεκτικής ή φυσικής βίας και οι μισοί εξ αυτών ότι τουλάχιστον μια φορά έχουν δεχτεί σωματική επίθεση. Οι δράστες σε ποσοστό 71,2% ήταν οπαδοί των ομάδων και σε ποσοστό 32,5% αθλητικοί παράγοντες. Το πιο σοκαριστικό βέβαια είναι το γεγονός ότι το 55% των περιπτώσεων επιλέγει να μην τις δημοσιοποιήσει κυρίως λόγω φόβου. Έτσι από τα 150 καταγεγραμμένα κρούσματα βίαιης συμπεριφοράς εις βάρος αθλητικών συντακτών, έχουν υποβληθεί ελάχιστες μηνύσεις και σχεδόν κανείς δεν τιμωρήθηκε.
Η ελεύθερη έκφραση, η ελευθεροτυπία, η δυνατότητα κριτικής στη δημόσια διοίκηση κατοχυρώνονται από τα άρθρα 14 και 15 του Συντάγματος και από το άρθρο 9 της Οικουμενικής διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Παραβιάζονται όμως συστηματικά στα πραγματικά πεδία της δημοσιογραφικής εργασίας, στις «εμπόλεμες ζώνες» των διεθνών συρράξεων, των κοινωνικών συγκρούσεων, των οικονομικών σκανδάλων, της πολιτικής αυθαιρεσίας μέσα από ένα πολυδαίδαλο σύστημα άμεσης ή υπόρρητης λογοκρισίας. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν ακόμα λειτουργοί του Τύπου που επιμένουν να αναγνωρίζουν ως ρεπορτάζ τους το δρόμο και ως εντολοδόχο τους την κοινωνία. Ο έλεγχος της εξουσίας βέβαια έχει κόστος. Πρωτίστως γι’ αυτούς που τον επιτελούν. Η διαπλοκή μαζί της έχει επίσης κόστος. Για την ίδια τη δημοκρατία.
Κάποια ρεπορτάζ δεν πληρώνονται, τα πληρώνεις (ακριβά)!
Η λογοκρισία ιστορικά προσλαμβάνει διαφορετικές μορφές και εκφράσεις για να εκπληρώσει το σκοπό της, που δεν είναι άλλος από τη φίμωση του Τύπου. Την περίοδο της δικτατορίας για παράδειγμα είχε τη μορφή της προληπτικής λογοκρισίας, στην κυβέρνηση Μητσοτάκη αυτή της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας στο πλαίσιο της οποίας διευθυντές εφημερίδων βρέθηκαν πίσω από τα κάγκελα της φυλακής επειδή δημοσίευσαν προκηρύξεις της οργάνωσης «17 Νοέμβρη», σήμερα έχει εφεύρει άλλους τρόπους και ίσως αρκετά επικερδείς.
Με το νόμο 1178/81 επιχειρήθηκε ο καθορισμός ενός συστήματος αστικής ευθύνης του Τύπου και προστασίας της τιμής και υπολήψεως του ατόμου. Αντί όμως ο νόμος αυτός να χρησιμεύσει ως εργαλείο στα χέρια των αδύνατων απέναντι σε ατεκμηρίωτα ρεπορτάζ μετατράπηκε σε μέσο προσπορισμού οικονομικής ωφέλειας και μοχλός πίεσης για την αποφυγή ελέγχου και κριτικής. Έτσι έχει ανθήσει μια ολόκληρη βιομηχανία αγωγών αφού μόνο τη τετραετία 2000 – 2004 κατατέθηκαν στη βάση αυτού του νομοθετικού πλαισίου 2535 αγωγές. Στην πλειοψηφία τους είναι προσχηματικές και καταχρηστικες και αποσκοπούν στην οικονομική εξόντωση των δημοσιογράφων ή στον εξαναγκασμό τους σε εξευτελιστικές ομολογίες ενοχής. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του δημοσιογράφου της Ελευθεροτυπίας και της τοπικής εφημερίδας «Εμπρός» που έφτασε μέχρι το ευρωκοινοβούλιο, αφού το Εφετείο Αιγαίου τον καταδίκασε σε αποζημίωση ύψους 185.000 ευρώ για δημοσίευμα που ασκούσε κριτική σε δημόσιους λειτουργούς και άλλο δικαστήριο είχε δεχτεί την ορθότητα αυτών που είχε γράψει.
Τη συγκεκριμένη νομοθεσία όμως επικαλούνται κατά κόρον και πολιτικοί που κινούνται στο φάσμα της ακροδεξιάς για να αποφύγουν χαρακτηρισμούς στον Τύπο που τους δυσαρεστούν διεκδικώντας υπέρογκες αποζημιώσεις για την απλή πολιτική χωροθέτηση τους. Η τακτική βέβαια είναι εισαγόμενη. Τη λάνσαρε πρώτος στη Γαλλία ο Ζαν – Μαρί Λεπέν, όπου παρά τις προφανείς φασιστικές ιδέες του επέβαλλε με μια σειρά αγωγών στο γαλλικό Τύπο να αποποιηθεί τον προσδιορισμό του ακροδεξιού και ανάγκασε τις μεγαλύτερες γαλλικές εφημερίδες στη δημοσίευση εκτενών «επανορθώσεων» που λειτουργούσαν ως προπαγανδιστικά κείμενα. Κάτι που οι διεθνείς δημοσιογραφικές οργανώσεις κατήγγειλαν ως «ληστεία της ύλης της εφημερίδας».
Οι δημοσιογραφικές ενώσεις εδώ και χρόνια ζητούν την τροποποίηση ενός νόμου που χαρακτηρίζουν «τυποκτόνο». Τα λεφτά, όμως ,είναι πολλά…
Διαβάστε:
• «Οψεις λογοκρισίας στην Ελλάδα», συλλογικό, εκδόσεις Νεφέλη Ο τόμος αποτελείται από μαρτυρίες και ερευνητικές προσεγγίσεις στο ζήτημα της λογοκρισίας είτε ως άμεσης καταστολής είτε με λιγότερο ορατές εκδοχές στα δύο πεδία που κυρίως εντοπίζεται, στην τέχνη και τη δημοσιογραφία
• «Βία και επιθετικότητα στην εργασία και τη ζωή των αθλητικών συντακτών», συλλογικό, επιμέλεια Παναγιώτης Σπηλιώπουλος, εκδόσεις ΠΑΝ – ΠΑΝ ΕΠΕ Η έκδοση συνιστά μια ολοκληρωμένη καταγραφή της βίας που συντελείται στους χώρους του αθλητικούς ρεπορτάζ, αναδεικνύοντας τα θύματα , τους δράστες, τις αιτίες και τις επιπτώσεις της.
Πληκτρολογήστε:
• http://en.rsf.org Η σελίδα της διεθνούς οργάνωσης «Ρεπόρτερ χωρίς σύνορα», η οποία λέιτουργεί ως παρατηρητήριο για τις παραβιάσεις που παρατηρούνται στον τομέα της ελευθερίας του Τύπου με καταγραφές ανα χώρα και συγκεντρωτικά στοιχεία.
Δείτε:
• «Πεθαίνοντας για την αλήθεια» Το ντοκυμαντέρ του Νίκου Μεγγρέλη παρουσιάζει το ταξίδι ενός δημοσιογράφου στη Βαγδάτη του σήμερα και παρουσιάζει την ιστορία μιας μητέρας που ρωτά: "Γιατί σκοτώθηκε ο γιός μου, όταν το μόνο όπλο του ήταν η κάμερα;"