Υπήρχε μια φτιαχτή κατάσταση, μια δήθεν παιδική αφέλεια, εικόνες δισδιάστατες χωρίς προοπτική, δισταχτικοί συλλαβισμοί, βουκολική ατμόσφαιρα, διδακτισμός – μια ανάμνηση παρωχημένου στυλ, κάτι από σαχλά κατασκηνωτικά σκετς κι από ατμόσφαιρα κατηχητικού. Εξίσου θολές, αλλά και εξίσου αρνητικές, είναι και οι αναμνήσεις μου από τα αναγνωστικά των παιδιών μου – 25 και 10 χρόνια πίσω.
 
Ως εκ τούτου, δεν πείθομαι από την πρόσφατη επανανακάλυψη της αξίας των αναγνωστικών όλων των προηγούμενων γενεών, με αφορμή βέβαια την προσφορά τους από κυριακάτικη εφημερίδα και τη συνακόλουθη υπερπροβολή τους από τα τηλεοπτικά κανάλια.
 
Μου είναι αντιληπτός βεβαίως ο βασικός λόγος της επιλογής αυτού του είδους των προσφορών, καθώς αυτά τα βιβλία, λόγω της παλαιότητάς τους, είναι απαλλαγμένα πνευματικών δικαιωμάτων και άρα φθηνότερα. Σημεία της εποχής της κρίσης.
 
Επειδή όμως αντιμετωπίζω το φαινόμενο καλοπροαίρετα, σαν να ’μουν κι εγώ ένας από τους ήρωες αυτών των βιβλίων, δεν μου διαφεύγει ότι η προσφορά αυτή, όπως και πολλές άλλες ρετρό προσφορές των εφημερίδων που επιλέγονται για τους ίδιους λόγους, συναντιούνται με μια υπαρκτή ανάγκη των αγοραστών. Είναι ολοφάνερη μια έντονη ροπή των περισσότερων από μας προς τη νοσταλγία. Ενθυμούμεθα τους ωραίους εκείνους αλλοτινούς καιρούς, τους εξωραΐζουμε με τη φαντασία μας συγκρίνοντάς τους με τις γκρίζες σημερινές μέρες, με την τρομολαγνεία των δελτίων ειδήσεων, με τη μαυρίλα των προοπτικών. Σημεία των καιρών της κρίσης επίσης.
 
Δεν πρόκειται μόνο για τα άδολα και απονήρευτα παιδικά μας χρόνια, όταν δεν είχαμε ευθύνες αλλά ούτε και αγωνίες για τα μελλούμενα. Είναι κάτι πολύ πιο εκτεταμένο. Αλφαβητάρια της μπελ επόκ και άλλων εποχών εθνικής ανάτασης, αλλά και αλφαβητάρια της δικτατορίας του Μεταξά και της κατοχής. Οτιδήποτε παραπέμπει μακριά από τα σημερινά αδιέξοδα. Οτιδήποτε ανάγεται σε εποχές που μπορεί οι Έλληνες να ήταν φτωχοί, αλλά είχαν την πολυτέλεια της ελπίδας. Μιας ελπίδας που πολλές φορές προδόθηκε από καταστροφές, διωγμούς και εμφυλίους πολέμους αλλά κάπου στο βάθος, πάντα, σιγόκαιγε και πάλι η βάσιμη προσδοκία για καλύτερες μέρες – που μάλιστα, πολύ συχνά επιβεβαιωνόταν, ή έτσι βιωνόταν, τέλος πάντων, η εξέλιξη των πραγμάτων.
 
Υπάρχει ωστόσο κι ένα άλλο συγγενές φαινόμενο, που μοιάζει παράταιρο αλλά δεν είναι, με το οποίο μπορώ άνετα να συγκρίνω όλη αυτή τη συλλογική εμμονή με το παρελθόν και με την παιδικότητα. Μιλώ για τις εκπομπές μαγειρικού ενδιαφέροντος που ενσκύπτουν και φέτος στην τηλεόραση με μεγαλύτερη σφοδρότητα παρά ποτέ. Ίδια αφέλεια, ίδια ρηχότητα πλοκής, ίδια μηδαμινότητα.
 
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο κοινό σ’ αυτές τις δύο φαινομενικά ετερόκλητες καταστάσεις. Κάτι που είναι προφανές όσον αφορά τις παλιομοδίτικες σχολικές εκδόσεις, αλλά λιγότερο προφανές στις εκπομπές με τις ευφάνταστες συνταγές και τα εδώδιμα αποικιακά υλικά. Κατά έναν περίεργο τρόπο, νοσταλγούμε τις εποχές που ήταν το μυαλό μας άδειο από έγνοιες, όσο κι εκείνες που το στομάχι, η κατσαρόλα, το ψυγείο ήταν γεμάτα από φαγητό. Και οι δύο -ήδη για πολλούς- μοιάζουν το ίδιο μακρινές και απρόσιτες.