Μερικοί από τους λόγους, για τους οποίους η Ελλάδα βρέθηκε στην 84η θέση στον πίνακα κατάταξης παγκόσμιου δείκτη για την ελευθερία του Τύπου, κατρακυλώντας μέσα στα χρόνια της κρίσης 50 θέσεις.
Το 2008 η Ελλάδα βρίσκεται στην 31η θέση σε παγκόσμια κατάταξη της ΜΚΟ Ρεπόρτερ χωρίς σύνορα (Reporters Without Borders), αναφορικά με την ελευθερία του Τύπου. Την τριετία 2010-12 η χώρα υποχωρεί στην 70η θέση, ενώ το 2013 φτάνει την 84η.
Διεθνείς εκθέσεις χαρακτηρίζουν σήμερα εξαιρετικά εχθρικό το νομικό, πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον για τον Τύπο.
Η σημαντική αύξηση των περιστατικών εκφοβισμού και των επιθέσεων εναντίον δημοσιογράφων, σε συνδυασμό με τη γενικευμένη αυτολογοκρισία των επαγγελματιών του τύπου, τη συγκέντρωση των ελληνικών ΜΜΕ και τη λαϊκιστική υστερία ως κυρίαρχη νόρμα αφηγηματικής πρακτικής, δοκιμάζουν την ήδη ισχνή πολυφωνία των μέσων.
Ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση χειρίστηκε και εξακολουθεί να χειρίζεται την «αναδιοργάνωση» της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης (με τη διαχείρισή της να μεταβιβάζεται στο υπουργείο Οικονομικών, το σήμα της να πέφτει και το προσωπικό της να απολύεται), προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις, κλόνισε την κυβερνητική συμμαχία και ανέδειξε τον χαρακτήρα των κρατικών ΜΜΕ, αλλά και τις δυνατότητες και ιδιαιτερότητες των αυτοδιαχειριζόμενων μέσων ενημέρωσης.
Αστυνομική καταστολή
Σε παλαιότερη έρευνα των Οlivier Basille και Αγγελικής Κουρούνη, για λογαριασμό των Reporters Without Borders, γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στις μαζικές διαδηλώσεις της 28ης και 29ης Ιουνίου 2011 και την άγρια καταστολή τους, που περιελάμβανε γενικευμένες επιθέσεις σε εργαζόμενους του Τύπου.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μάριος Λώλος, ο τότε υπουργός προστασίας του πολίτη, Χρήστος Παπουτσής, είχε απαντήσει μεταξύ άλλων σε διαμαρτυρόμενους φωτορεπόρτερ, πως «για τις δυνάμεις της αστυνομίας, οι φωτογραφικές μηχανές θεωρούνταν ένα θανάσιμο όπλο».
Να σημειωθεί πως είχε προηγηθεί η επίθεση με χειροβομβίδα κρότου-λάμψης στον Μανώλη Κυπραίο στις 15 Ιουνίου. Ο δημοσιογράφος κατήγγειλε από την πρώτη στιγμή πως αξιωματικός της αστυνομίας, στον οποίο επέδειξε τη δημοσιογραφική του κάρτα, έδωσε σε υφιστάμενό του την εντολή: «Χτύπα τον».
Στην παραπάνω έρευνα φιλοξενούνται δηλώσεις του τότε εκπροσώπου της ΕΛΑΣ, Θανάση Κοκκαλάκη:
«Η επιλογή να γίνει κανείς δημοσιογράφος, όπως και εκείνη να γίνει αστυνομικός, ενέχει κινδύνους. Κάθε πρόσωπο που πηγαίνει σε ένα πεδίο βίαιων πράξεων γνωρίζει ότι μπορεί να γίνει αντικείμενο βίαιων επιθέσεων. Είναι κάτι που πρέπει να δεχτεί κανείς. Οι 126 αστυνομικοί αποδέχτηκαν τα τραύματά τους σαν μέρος των κινδύνων του επαγγέλματος… Και κατά τον ίδιο τρόπο που εσείς ζητάτε να σας αντιμετωπίζουν με αντικειμενικό και δεοντολογικό τρόπο, ο αστυνομικός επίσης ζητάει να αντιμετωπίζεται με αντικειμενικό και δεοντολογικό τρόπο. Ο τύπος πρέπει επίσης να αποφεύγει τις υπερβολές.»
Στοχοποίηση και εκφοβισμός
Η πρόσφατη δίωξη βουλευτών της Χ.Α., η κάλυψή της από τα ΜΜΕ και η συμμετοχή μαρτύρων κατηγορίας με την ιδιότητα του δημοσιογράφου στην δικαστική εξέταση οδήγησε στη στοχοποίηση, τον εκφοβισμό, την εξύβριση και τις γενικευμένες επιθέσεις της Χ.Α. εναντίον δημοσιογράφων, με χαρακτηριστικό στιγμιότυπο την έξοδο υπόδικων βουλευτών, που δεν διστάζουν στον ίδιο τον προαύλιο χώρο των δικαστηρίων (παρουσία αστυνομικών δυνάμεων!) να απειλούν, να σπρώχνουν και να κλωτσούν δημοσιογράφους.
Ακόμη ένα κραυγαλέο παράδειγμα εκφοβισμού είναι οι απειλές δολοφονίας του δημοσιογράφου του Unfollow, Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου, από άτομο που τηλεφώνησε από τα γραφεία της εταιρείας του Μελισσανίδη, δηλώνοντας πως πρόκειται για τον ίδιο τον εφοπλιστή. Αφορμή για τις απειλές υπήρξε ρεπορτάζ για το λαθρεμπόριο πετρελαίου από AEGEAN OIL και ΕΛΠΕ το Φεβρουάριο του 2013.
Πεδίο, όμως, εκφοβισμού, στοχοποίησης και τραμπουκισμού εργαζομένων στον τύπο αποτελούν και τα γήπεδα. Αθλητικογράφοι και φωτογράφοι προχωρούν συχνά σε καταγγελίες, που αφορούν άλλοτε οπαδούς και άλλοτε παράγοντες των ΠΑΕ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ξυλοδαρμός του δημοσιογράφου της ιστοσελίδας gazzetta.gr, Δημήτρη Τομαρά, στο «Γεώργιος Καραϊσκάκης», τον οποίο είχαν προηγηθεί, σύμφωνα με ανακοίνωση της ιστοσελίδας, «συστάσεις αθλητικών παραγόντων προς τον Δημήτρη Τομαρά, και μάλιστα με μηνύματα προς την διεύθυνση, τα οποία περιείχαν σαφή υπονοούμενα εκφοβισμού».
Ποινικές διώξεις
Η ποινική δίωξη είναι συνήθως το επόμενο βήμα από τον εκφοβισμό. Αυτό συνέβη, άλλωστε, και στις περιπτώσεις της Χ.Α. και του Δ. Μελισσανίδη, οι οποίοι μετά τις απειλές προχώρησαν στις μηνυτήριες αγωγές (η Χ.Α. κατά 13 δημοσιογράφων και παντός άλλου ηθικού αυτουργού).
Σε αυτό το δρόμο είχε προσανατολιστεί την περασμένη χρονιά και ο υπουργός δημόσιας τάξης, Νίκος Δένδιας, πριν τελικά αλλάξει γνώμη. Αιτία ήταν το ρεπορτάζ της Guardian με μαρτυρίες ελλήνων αντιεξουσιαστών για τα βασανιστήρια που υπέστησαν κατά τη διάρκεια κράτησής τους στη ΓΑΔΑ.
Δίωξη, η οποία συζητήθηκε πολύ, ήταν εκείνη του δημοσιογράφου και εκδότη, Κώστα Βαξεβάνη για τη δημοσιοποίηση της λίστας Λανγκάρντ στο περιοδικό Hot Doc τον Οκτώβριο του 2012. H κατηγορία αφορούσε την παραβίαση προσωπικών δεδομένων και ενώ το δικαστήριο είχε αποφασίσει την αθώωση του, μετά από έφεση της εισαγγελίας, ο δημοσιογράφος δικάζεται εκ νέου.
Το πιο αστείο όλων όμως υπήρξε η σύλληψη του διαχειριστή της σελίδας του «Γέροντα Παστίτσιου» στο Facebook από τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος με τις κατηγορίες «της κακόβουλης βλασφημίας και καθύβρισης θρησκευμάτων».
Αστυνομικές καταχρήσεις
«Μέγιστο θέμα ελευθεροτυπίας, αλλά και δημοκρατίας» χαρακτήρισε πρόσφατα η ΠΟΕΣΥ την αποκάλυψη πως συνεντεύξεις και συνομιλίες δημοσιογράφων «παρακολουθούνται από την ΕΥΠ και καταγράφονται, προκειμένου να περιληφθούν στις δικογραφίες και να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό υλικό εγκληματικής δράσης».
Πρόκειται για πληροφορίες που ανέδειξε το ρεπορτάζ του Σάκη Αποστολάκη στην Ελευθεροτυπία, το οποίο συγκεκριμένα έκανε λόγο για απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες κατηγορούμενου για την υπόθεση στις Σκουριές με δημοσιογράφους 11 εφημερίδων, πρακτορείων ειδήσεων και ηλεκτρονικών μέσων, και οι οποίες προφανώς αποτελούσαν προϊόντα υποκλοπών.
Τον περασμένο χρόνο, η αστυνομία είχε προχωρήσει σε ακόμα μία απαράδεκτη πρακτική, χρησιμοποιώντας χωρίς άδεια φωτογραφικό υλικό, που προοριζόταν αποκλειστικά για δημοσιογραφική χρήση, με σκοπό να εντοπίσει δράστες των επεισοδίων της 12ης Φεβρουαρίου.
Σε σχετική ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής των Συνεργαζομένων Ενώσεων στον χώρο των ΜΜΕ, διαβάζουμε: «Πέρα από το γεγονός ότι καμιά φωτογραφία δεν μπορεί από μόνη της να αποτελέσει τεκμήριο ενοχής για κανέναν, η Συντονιστική Επιτροπή καταδικάζει μεθόδους που παραβιάζουν βασικές αρχές του Συντάγματος, την προσωπική ελευθερία, αλλοιώνουν τον χαρακτήρα και τον ρόλο της ενημέρωσης και επιχειρούν να μετατρέψουν την λειτουργία μιας κατά παράδοση δημοκρατικής χώρας σε εργαστήριο ανώνυμων κατηγόρων».