Για 20 χρόνια συναπτά τώρα, η δήθεν απολιτική –μα τόσο επικίνδυνη – υποκουλτούρα της Μαφίας, που πρεσβεύει ο Μπερλουσκονισμός για τη γείτονα. Εύλογα, ο μόλις 30χρονος Ρωμαίος συγγραφέας Πάολο Ντι Πάολο και μια ολόκληρη γενιά, που από τότε που θυμάται τον εαυτό της, κυβερνιούνται ‘’δημοκρατικά’’ από το διεφθαρμένο επιχειρηματικό/ μιντιακό κατεστημένο, του οποίου αδιαμφισβήτητος ηγέτης είναι ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, αναφωνεί ‘’Πού ήσασταν όλοι;’’. Οι διαχρονικές εκδόσεις του Ίκαρου κυκλοφορούν το ομότιτλο σύντομο μυθιστόρημα, σε μια εξαιρετική μετάφραση του δάσκαλου περί τα ιταλικά γράμματα Ανταίου Χρυσοστομίδη.
 
Πού ήσασταν όλοι, όταν αυτά συνέβαιναν στην πατρίδα μου; Πού ήσασταν όλοι, όταν διαμορφωνόταν η αφασική, απουσία προσανατολισμού και ιδεωδών, κοινωνία των 90’s και εφεξής; Αυτό αναρωτιέται και ο φοιτητής Σύγχρονης Ιστορίας Ίταλο, που ήταν μόλις 10 χρονών, όταν ο έκπτωτος πλέον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μετέφερε τις δραστηριότητές του από τα διαπλεκόμενα media στην πολιτική σκηνή και ποδηγετούσε υπνωτικά έναν κατά τα λοιπά εξαιρετικά ευφυή λαό. Χρονιά- σταθμός το 1993: ‘’Η Ιταλία έμοιαζε να έχει αποκοιμηθεί εκείνη τη χρονιά. Η διαφθορά. Η Μαφία. Η Λέγκα. Ο Μπερλουσκόνι’’, γράφει ο Ντι Πάολο. Ένας λαός αποχαυνωμένος, το φιλοθεάμον κοινό, που λειτουργεί με κανόνες ακροαματικότητας τηλεοπτικού θεάματος. Όπως γράφει ο Γκυ Ντεμπόρ και εύστοχα παρατηρεί ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, «το θέαμα είναι το κακό όνειρο της σύγχρονης δέσμιας κοινωνίας που δεν εκφράζει παρά την επιθυμία του ύπνου».

 

Συγγραφέας: Paolo Di Paolo
Τίτλος: Πού ήσασταν όλοι
(Dove eravate tutti

Κατηγορία: Ξένη πεζογραφία
Μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης
Εκδότης: Ίκαρος
Έτος έκδοσης: 2013
Σελίδες: 264
Τιμή: 15,00€
Η οικογένεια του Ίταλο είναι μια ακόμη τυπικά δυσλειτουργική μικρή κοινωνία. Ο πατέρας του, ο συνταξιούχος καθηγητής Μάριο Τραμοντάνα, αγωνίζεται να εκδόσει ένα ιστορικό βιβλίο και μέσα στη σύγχυσή του, παρασύρει με το αυτοκίνητο και τραυματίζει το ‘’μισητό’’ του ανεπαρκή (πρώην) μαθητή, Μαρανγκόνι Τόμας και εμπλέκεται σε μια δικαστική περιπέτεια. Η απηυδισμένη μητέρα του Ίταλο διαπράττει την ‘’επανάστασή’’ της. Σταματά να φροντίζει την οικογενειακή εστία και να συμπληρώνει το φωτογραφικό της άλμπουμ. Εγκαταλείπει τον δύσθυμο, προσκολλημένο στο ένδοξο παρελθόν σύζυγο και μετακομίζει στο Βερολίνο, για να αναζητήσει τα χαμένα χρόνια της νιότης της. Είναι και η Ανίτα, η αδελφή του Ίταλο, που σε επίρρωση της διασαλεμένης οικογενειακής ειρήνης, ερωτεύεται τον Τόμας και αντιστρατεύεται τα συντηρητικά διδάγματα του πατέρα.
 
Στο μέσο όλων αυτών των καταστάσεων, ο συνειδητοποιημένος αλλά μπερδεμένος φοιτητής αποφασίζει να συγγράψει τη διπλωματική εργασία του, διαπράττοντας τη …μονοθεματική επιλογή να δώσει νόημα στον όρο μπερλουσκονισμός. Δημοσιεύματα εφημερίδων, χρονολόγια σημαντικών γεγονότων, εξωκειμενικές αναφορές, κόμικς, graffiti και χάρτες της μείζονος Ρώμης, διανθίζουν το κείμενο και βουίζουν στο μυαλό του Ίταλο. Πρωτοσέλιδα της Corriere de la Serra και της La Repubblica. Ο ιός του Millenium, που δεν ενέσκηψε ποτέ. Ο κόσμος μας άλλαξε (για την εκλογή Ομπάμα). Η τρομοκρατία χτυπά το Λονδίνο (για τις βομβιστικές επιθέσεις στον υπόγειο το 2005.  Ο πάντοτε ερωτευμένος με τη συμμαθήτρια από το δημοτικό, την Σιρόκο με τα οπάλινα μάτια, Ίταλο, ξαναπιάνει το νήμα της αφήγησης από εκείνο το σημείο, που η Ιστορία των χρόνων του έπαψε να είναι γοητευτική.
 
«Η ιστορία του Αρχηγού είχε γίνει ήδη κεφάλαιο στα εγχειρίδια της ιστορίας… Μόλις θα έβγαινε από τη σκηνή ο Αρχηγός, δεν θα υπήρχε πλέον μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα, για είκοσι χρόνια, ήταν αυτός. Το μεγάλο μυθιστόρημα που κανένας Ιταλός συγραφέας δεν είχε καταφέρει να γράψει. Το πιο λαμπρό,το πιο περιπετειώδες, το πιο απρόβλεπτο,το πιο ογκώδες και πρωτότυπο μυθιστόρημα που μπορούσε κανείς να φανταστεί. Το πιο άχρηστο, όπως όλα τα μεγάλα μυθιστορήματα. Το πιο επικίνδυνο.»
 
Ξεκάθαρο το πρόταγμα των διανοούμενων στην εποχή του άκρατου μπερλουσκονισμού, μας λέει ο Ντι Πάολο. Η μετα-μοντέρνα Ιταλία, η Ιταλία της Ελιάς, της Λέγκας του Βορρά, η Ιταλία των ‘’συνεχόμενων πνιγμών’’ της Λαμπεντούζα στερείται αφήγησης για τις επερχόμενες γενιές. Ο Ντι Πάολο μιλάει ουσιαστικά, ‘’με το ταλέντο ενός αφηγητή ράτσας’’, μας λέει ο Αντόνιο Ταμπούκι, ‘’για το τέλος ενός καθεστώτος, για τη μελαγχολία που αφήνει στην ψυχή όποιου το έζησε, για το ημίφως (ή το σκοτάδι) που διασχίσαμε, για το έρημο τοπίο της επόμενης μέρας». Γιατί αν δεν μελετήσει το απεχθές φαινόμενο, που συνταράζει τη γενιά xy της πατρίδας ενός Δάντη, ενός Φελλίνι κι ενός Ίταλο Καλβίνο, δεν μπορεί να προχωρήσει στην επόμενη μέρα. Και το τοπίο του μέλλοντός της φαντάζει τόσο συγκεχυμένο, όπως διαπιστώνει κανείς, διατρέχοντας τις σελίδες του Πού ήσασταν όλοι, στην τόσο γλαφυρή και σύγχρονη γλώσσα του Πάολο Ντι Πάολο.



Ο Ντι Πάολο διερευνά τα όρια μεταξύ Ιστορίας και Χρονικού. Ασκεί δριμεία κριτική στον κατευθυνόμενο λόγο των ειδησεογραφικών δελτίων, που ανυψώνουν το lifestyle και την ασύλληπτη κενότητα, σε πνεύμα των καιρών. Συλλογίζεται τι σημαίνει να εγκαταλείπουμε την αφήγηση της Ιστορίας στα χέρια επιτήδειων δημαγωγών και το μέγεθος της ευθύνης, που συνιστά η κληρονομιά του πνεύματος, που καταλείπουμε στα παιδιά μας. Το μήνυμα του μπερλουσκονισμού, αντίθετα είναι η απαγόρευση όποιας αποκλίνουσας στις ολοκληρωτικές ιδέες αφήγησης. ‘’Θυμάμαι τις εφημερίδες που πέθαιναν σαν φάλαινες’’, παρεμβαίνει ο προφητικός Ρέι Μπράντμπερι του Φαρενάιτ 451, στο δεύτερο μέρος, που φέρει τον καυστικό τίτλο Ιστορία των χρόνων χωρίς όνομα. Το κρουαζιερόπλοιο, που λέγεται  Ιταλία, ταξιδεύει έτσι χωρίς πυξίδα και δίχως προσανατολισμό, για τρείς δεκαετίες. E la nave va…, καθώς έχει κινηματογραφήσει πολλά χρόνια πρίν ο μεγάλος Ιταλός σκηνοθέτης.
 
Το κείμενο- κολλάζ του πρωτοεμφανιζόμενου στην ελληνική, αλλά με σημαντική ήδη παραγωγή στη χώρα του Πάολο Ντι Πάολο, αντάξιο του αγαπημένου του  Αμερικανού ζωγράφου, γλύπτη και γραφίστα της ποπ-αρτ Ρόμπερτ Ρόουσενμπεργκ, είναι πρωτίστως ένα ώριμο μυθιστόρημα. Σε πρώτο επίπεδο αποτελεί μια κοινωνιολογική μελέτη της εφηβείας, της νεότητας αλλά και της τρίτης ηλικίας. Αλλά δεν σταματά εκεί. Έχει πολλαπλά στρώματα ανάγνωσης. Είναι μια σπουδή πάνω στο χρόνο και τη μνήμη. Περιγράφει τις υπόγειες διαδρομές, όπου συνυφαίνονται το ιδιωτικό με το δημόσιο, εκεί που η ατομική μνήμη συναντά το συλλογικό υποσυνείδητο. Που ήσασταν όλοι, εσείς γονείς, εσείς πνευματικοί άνθρωποι, εσείς ιστορικοί, να μας μιλήσετε για τη διάσταση μεταξύ λόγων και πράξεων από την εφηβεία στην ενηλικίωση, για την ηθική και κοινωνική παρακμή μιας χώρας, να καταγγείλετε τις τρομακτικές συνέπειες της απουσίας και της σιωπής, όταν συμβαίνουν τούτα τα πλέον ανορθολογικά γεγονότα σ’ έναν τόπο.
 
Συμβαίνουν, είπα. Γιατί ο Πάολο Ντι Πάολο συνθέτει ένα αφήγημα, του οποίου η μέγιστη δύναμη βρίσκεται στην έλλειψη της απόστασης από το ιστορικό γεγονός. Ο συγγραφέας γράφει καταμεσής του πεδίου της μάχης, διαλέγεται με τα γεγονότα κι αυτά αφήνουν το αποτύπωμά τους στον ίδιο. Υπάρχει συλλογικό πεδίο και υποσύνολο εξίσου κραταιό είναι και το ιδιωτικό πεδίο, μας λέει ο Ντι Πάολο, κι αυτό είναι η οικογένεια. Το Πού ήσασταν όλοι είναι παράλληλα μια λυρική και έντονα συναισθηματική αλληγορία, πάνω στο ράκος της οικογένειας και στη γλυκιά επούλωση του τραύματος. Μιας οικογένειας που παραμένει το απαρασάλευτο κέντρο κάθε ατόμου, για τούτο και το μυθιστόρημα τελειώνει την ημέρα που χιονίζει –πρωτοφανές για τη Ρώμη- γιατί το χιόνι καλύπτει και επουλώνει τις διαμάχες και τα τραύματα, επιφέρει τη συμφιλίωση. Και όταν λιώνει και χάνεται, μας υπενθυμίζει πως αν δεν αδράξουμε τη στιγμή, τότε τα όμορφα πράγματα, τα αντικείμενα, οι
μέρες, μερικές φορές και τα σημαντικά γραπτά μας, είναι προορισμένα να χαθούν. Για πάντα.