Του Κωνσταντίνου Πουλή
Είχε πει πως εκεί άρχισε μια νέα εποχή της παγκόσμιας ιστορίας, όπου για πρώτη φορά δεν νίκησε ο πιο οργανωμένος στρατός, αλλά «το καθεστώς που είχε κατορθώσει να διοχετεύσει προς το μέτωπο όλο τον δυναμισμό, το πάθος και τον ενθουσιασμό ενός παράγοντα άγνωστου ώς τότε, ενός παράγοντα που επρόκειτο να δώσει νέες διαστάσεις στην ευρωπαϊκή ιστορία: της επαναστατικής μάζας» (Κ. Παπαϊωάννου, Μάζα και ιστορία, Εναλλακτικές Εκδόσεις). Με τις κανονιές του Βαλμύ, μας λέει ο συγγραφέας, με τη μαζική κινητοποίηση που σήμανε η Γαλλική Επανάσταση, γκρεμίστηκε ο κόσμος της αδράνειας, της απουσίας των μαζών. Θυμίζει τον ενθουσιασμό του Τοκβίλ κατά την περιγραφή της Δημοκρατίας στην Αμερική: «Ο λαός βασιλεύει στον αμερικανικό πολιτικό κόσμο όπως ο Θεός στο σύμπαν. Είναι η αιτία και το τέλος των πάντων. Όλα πηγάζουν απ’ αυτόν κι όλα σ’ αυτόν επιστρέφουν».
Εμείς, σήμερα, είναι δύσκολο να διαβάσουμε αυτές τις γραμμές χωρίς να πικρογελάσουμε με τον παρωχημένο ενθουσιασμό που εκφράζουν. Είμαστε τέκνα της εποχής μιας νέας απόσυρσης των μαζών από το προσκήνιο της ιστορίας, υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες. Ο ανθρώπινος τύπος που κυριάρχησε στις κοινωνίες μας τις τελευταίες δεκαετίες δεν επιθυμούσε να ανακατευτεί στην πολιτική γιατί λίγο-πολύ ένιωθε ότι η θέση του στον κόσμο τον βόλευε, συνεπώς δεν είχε κανέναν λόγο να φθείρει τα παπούτσια του στους δρόμους. Το δυσάρεστο δίδαγμα αυτής της περιόδου είναι πως κανείς δεν χολοσκάει για τα προβλήματα του διπλανού του. Μέγιστο ιστορικό παράδειγμα από αυτήν την άποψη αποτελεί ο αμερικανικός λαός: ακόμη και την περίοδο του πολέμου του Βιετνάμ, μόλις το ένα τρίτο των Αμερικανών θεωρούσε την εξωτερική πολιτική σημαντικό ζήτημα. Μετά το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, οι Αμερικανοί που ψήφισαν στις εκλογές δεν ξεπέρασαν το 60% του εκλογικού σώματος. Η απαλή βύθιση στον ατομικισμό παράγει έναν τύπο ανθρώπου που δεν χαλάει τη ζαχαρένια του. Ενοχλείται μόνο αν τον ξεβολέψουν. Τώρα που η ζαχαρένια πίκρανε, παρακολουθούμε με αγωνία τη συνέχεια.
Η ομιλία Σαμαρά χθες κινήθηκε και πάλι στα γνωστά επίπεδα. Το ύφος αυτοκινητιστή που τράκαρε και βγαίνει από το αμάξι για να τσακωθεί, την κάψα για το τι σκέφτονται στο εξωτερικό για μας και την κυβέρνησή μας, ως αποφασιστικό κριτήριο επιτυχίας, και την ερεβώδη βαρβαρότητα των κοινοβουλευτικών που χειροκροτούν την κρυάδα με τον «Καραγκιόζ μπερντέ». Ας κρατήσουμε όμως τη μοναδική καίρια ερώτηση του πρωθυπουργού μας: «έχετε την εντύπωση ότι θα μας φοβίσει το πεζοδρόμιο;» Η αλήθεια είναι ότι αυτό που έγινε χθες δεν θα φοβίσει κανέναν. Αν ο Αλέξης Τσίπρας καλούσε την κυβέρνηση να αφουγκραστεί την κοινωνία, το ερώτημα είναι πότε μίλησε αυτή η κοινωνία. Τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο εύκολα αν ζητούσαμε να ακουστεί η φωνή κάποιου που μίλησε.
Η πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε συζητήσεις στρατηγικού χαρακτήρα, για το αν ήταν μια σωστή επιλογή από την άποψη του επικοινωνιακού αποτελέσματος ή της αναζήτησης της κατάλληλης στιγμής κ.λπ. Αυτή η συζήτηση είναι αναπόφευκτη, και ως προς την ουσία της θεωρώ ότι πρόκειται για μια κριτική εν πολλοίς δίκαιη. Το ζήτημα όμως είναι άλλο. Αντί να κατηγορήσουμε τα κομματικά επιτελεία που δεν σχεδίασαν καλύτερα την πρόταση μομφής, ας στρέψουμε τον καθρέφτη προς το μέρος μας. Δεν είναι καθόλου απαραίτητο κανείς να λάβει μέρος σε μια συγκέντρωση που καλεί ένα κόμμα, εφόσον δεν είναι το κόμμα του ή εφόσον δεν ανήκει σε κανένα κόμμα. Το ζήτημα είναι πως μετά τους Αγανακτισμένους ο κόσμος έχει αποσυρθεί πεισματικά από οποιαδήποτε συλλογική διεκδίκηση μεγάλης κλίμακας. Γι’ αυτό δεν φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν φταίει κανείς συγκεκριμένα, αλλά αυτό είναι το πρόβλημα.
Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω με ενδιαφέρον τις κινήσεις της πολιτικής σκακιέρας των τελευταίων ημερών. Η διαγραφή της Τζάκρη και η όλο και πιο αδύναμη πλειοψηφία της κυβέρνησης (ωστόσο μην ξεχνάμε ότι ο μπαλαντέρ της ΔΗΜΑΡ ζει και βασιλεύει, για την επόμενη κρίσιμη στιγμή), οι κοινοβουλευτικοί δεκάρικοι, αποτελούν για τη δική μου κρίση ένα ωχρό συμπλήρωμα στην πολιτική που κυρίως με ενδιαφέρει, δηλαδή την είσοδο των πολλών στο πολιτικό προσκήνιο. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης έγραψε σε καιρούς πιο ανέμελους, σε σχέση με τη σημερινή κρίση, αλλά κατέγραψε με οξύτητα τον παραλογισμό του «κυρίαρχου λαού» που γίνεται κυρίαρχος κάθε τέσσερα χρόνια για να βουλιάξει στον καναπέ του μέχρι να του ξαναζητηθεί η γνώμη στις επόμενες εκλογές, για να επιλέγει πάντοτε μεταξύ ομοίων. Για τον Καστοριάδη ο Μάης του ’68 τελειώνει με την έλευση του καλοκαιριού, όταν ο Γάλλος οικογενειάρχης έβαλε βενζίνη στο αυτοκίνητό του για να πάει διακοπές. Μετά την εξάντληση των εφεδρειών του συστήματος, και οι Αγανακτισμένοι ξεφούσκωσαν όταν ήρθε το καλοκαιράκι. Αυτό που μένει να δούμε τώρα είναι τι θα γίνει αυτή η κουλτούρα παθητικότητας όταν η βολή των ανθρώπων πάει περίπατο, γιατί μεγάλες μάζες περιθωριοποιούνται στην ανεργία και τη φτώχεια. Το τι θα συμβεί καθώς σιγά σιγά βαδίζουμε προς αυτή την κοινωνική συνθήκη δεν το ξέρουμε. Παρατηρούμε γύρω μας τις αλλαγές πηγαίνοντας από έκπληξη σε έκπληξη. Δικαίως η κυβέρνηση μας ειρωνεύεται που οραματιζόμαστε αγώνες κάθε φθινόπωρο, και δεν έρχονται. Αυτή η επιδίωξη και αυτός ο στόχος είναι δικός μας, μόνο. Ούτε μας το οφείλει κανείς ούτε μας φταίει κανείς άλλος όσο δεν συμβαίνει.
Έρχεται η στιγμή που οι αναλύσεις για το πώς το κράτος επιθυμεί τη χαύνωση και αδράνεια των μαζών, πως «καμία αλλαγή δεν θα συμβεί πριν τις γερμανικές εκλογές» ή τις αμερικανικές εκλογές και γενικώς όλες οι αναλύσεις που εξηγούν την αδράνεια των λαών με όρους υψηλής στρατηγικής, προσκρούουν στο ότι για όσα δεν κάνουμε είμαστε υπόλογοι. Μόνο εμείς. Δεν φταίει η κυβέρνηση, δεν φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ για το ότι δεν βγαίνει κόσμος στους δρόμους. Οι άνθρωποι που πιέζονται θα χρειαστεί να συνειδητοποιήσουν ότι η μόνη ελπίδα τους είναι η φωνή τους. Όποιος αρέσκεται να συζητά τη στρατηγική των επιτελείων μπορεί να το κάνει, όλα έχουν τη σημασία τους. Η βαθύτερή μου απορία είναι τι θα ήταν αυτό που θα έκανε τον κόσμο να βρεθεί στον δρόμο και να διεκδικήσει το μέλλον του. Ως προς αυτό, δεν έχει κανένα νόημα να ζητάει κανείς τα ρέστα από άλλους. Ιδού στάδιον δόξης λαμπρόν.