«Η Αίγυπτος δεν θα επανέλθει μέχρις ότου να σβήσουν όσα συνέβησαν εξαιτίας του πραξικοπήματος αυτού […] και (μέχρι) να λογοδοτήσουν αυτοί που έχυσαν αίμα παντού στη χώρα. Χαιρετίζω τον αιγυπτιακό λαό που ξεσηκώθηκε κατά του πραξικοπήματος, το οποίο θα πέσει από τη δύναμη του αιγυπτιακού λαού, στον ιερό πόλεμό του (τζιχάντ) για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του». Αυτά τονίζει ο Μ. Μόρσι σε ανακοίνωση την οποία διάβασε ο συνήγορός του.

Παράλληλα αποκαλύπτει ότι μία μέρα πριν την απομάκρυνσή του από την εξουσία, άντρες της Ρεπουμπλικανικής Φρουράς τον απήγαγαν. 

«Ο ευγενής αιγυπτιακός λαός θα πρέπει να γνωρίζει ότι με απήγαγαν δια της βίας και παρά τη θέλησή μου από τις 2 Ιουλίου και μέχρι τις 5 Ιουλίου βρισκόμουν σε κτίριο της Ρεπουμπλικανικής Φρουράς μέχρι που μας μετέφεραν και πάλι δια της βίας σε ναυτική βάση που ανήκει στις ένοπλες δυνάμεις» αναφέρει η ανακοίνωση.

 

Προδοσία κατά του έθνους

 
Ο πρώην πρόεδρος της Αιγύπτου δήλωσε ότι δεν αναγνωρίζει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου θα βρεθεί κατηγορούμενος για υποκίνηση φόνων και βίας.
 
Παράλληλα, κατηγόρησε τον αρχηγό του γενικού επιτελείου στρατού, Άμπντελ Φάταχ αλ Σίσι, για «προδοσία κατά του Θεού» και «προδοσία κατά ολόκληρου του έθνους», λέγοντας ότι «τοποθέτησε σφήνα» και προκάλεσε τη διάσπαση του λαού της Αιγύπτου.

 

Συνάντηση με την Κ. Άστον


Στο κείμενο αναφέρεται ότι στο διάστημα που ο Μόρσι παραμένει κρατούμενος έχει συναντηθεί μόνο με την επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Κάθριν Άστον, αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τέσσερις εισαγγελείς, στις ερωτήσεις των οποίων αρνήθηκε να απαντήσει.
 
Η δίκη του Μόρσι θα συνεχιστεί στις 8 Ιανουαρίου. Αν κριθεί ένοχος, κινδυνεύει να καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη ή ακόμα και σε θανατική ποινή.
 
Τη Δευτέρα η κυβέρνηση της Αιγύπτου ανακοίνωσε ότι θα αρθεί η κατάσταση έκτακτης ανάγκης και η απαγόρευση κυκλοφορίας που είχε επιβληθεί τον Αύγουστο, σε μία προσπάθεια να περιοριστούν οι διαδηλώσεις.