Οι διαδηλωτές εισέβαλαν στην έδρα του Οργανισμού Τηλεφώνου της Ταϊλάνδης και την Υπηρεσία Επικοινωνιών της χώρας, που διαχειρίζονται τις τηλεπικοινωνίες του εσωτερικού και του εξωτερικού αντίστοιχα.Οι δύο υπηρεσίες βρίσκονται στη βόρεια Μπανγκόκ, μια περιοχή όπου έχουν την έδρα τους πολλά υπουργεία και υπηρεσίες.

Ο υπουργός Ενημέρωσης και Επικοινωνιών Ανούντιτ Νοκορντάπ δήλωσε ότι οι τηλεπικοινωνίες δεν θα διακοπούν, αν καταληφθούν τα γραφεία τους γιατί «έχουμε εναλλακτικά συστήματα ώστε να προσφέρουμε υπηρεσίες σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης».

Την Κυριακή οι διαδηλωτές σχεδιάζουν να καταλάβουν ή να περικυκλώσουν 10 κυβερνητικά κτίρια, μεταξύ αυτών τα γραφεία του υπουργικού συμβουλίου, τα υπουργεία Εσωτερικών, Εξωτερικών, Εμπορίου, Παιδείας, Οικονομίας και Εργασίας, όπως ανέφερε ο Εκανάτ Φομπάν, εκπρόσωπος του Πολιτικού Κινήματος για τη Δημοκρατία. Στόχος τους θα είναι επίσης η κυβερνητική υπηρεσία δημοσίων σχέσεων, το αρχηγείο της εθνικής αστυνομίας και ένας ζωολογικός κήπος.

Σύμφωνα με το Εκανάτ, αυτό που επιδιώκουν είναι να μην είναι σε θέση να λειτουργήσει η κυβέρνηση τη Δευτέρα. «Αναγνωρίζουμε ότι είναι παράνομο και θα δεχθούμε οποιαδήποτε τιμωρία», υπογράμμισε ο Εκαντά, πολιτικός του Δημοκρατικού Κόμματος της αντιπολίτευσης που παραιτήθηκε από τη θέση του για να ενωθεί με τους διαδηλωτές.

Το Δημοκρατικό Κόμμα, που δεν έχει κερδίσει στις εκλογές εδώ και περισσότερο από δύο δεκαετίες, υποστηρίζεται από την φιλοβασιλική ελίτ της Μπανγκόκ.
Από την πλευρά της η κυβέρνηση δεσμεύθηκε να εξακολουθήσει να λειτουργεί και να διατηρήσει την τάξη.

«Θα αποφύγουμε τη χρήση βίας», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Πράχα Προμνόκ. «Όμως αν διαδηλωτές προσπαθήσουν να εισβάλλουν στα κυβερνητικά κτήρια, ίσως να χρειαστεί να χρησιμοποιήσουμε τις δυνάμεις μας για να τους σταματήσουμε», πρόσθεσε.

Ο Σουτέπ Τογκσουμπάν, επίσης ανώτερο στέλεχος του Δημοκρατικού Κόμματος που παραιτήθηκε, ηγείται των καταλήψεων στο Γραφείο Προϋπολογισμού από τη Δευτέρα και του κυβερνητικού συγκροτήματος από την Τετάρτη με την ελπίδα ότι θα παραλύσει η κυβέρνηση της πρωθυπουργού Γινγκλάκ Σιναουάτρα.

Ο Σουτέπ δεσμεύθηκε να ανατρέψει την κυβέρνηση και «να ξεριζώσει το καθεστώς Ταξίν», αναφερόμενος στον αδελφό της Γινγκλάκ, Ταξίν Σιναουάτρα, πρώην πρωθυπουργού ο οποίος ανατράπηκε με πραξικόπημα το 2006, αλλά παραμένει στη καρδιά της ταϊλανδέζικης πολιτικής παρά το γεγονός ότι είναι εξόριστος, προκειμένου να αποφύγει να εκτίσει διετή ποινή φυλάκισης για κατάχρηση εξουσίας.

Εξάλλου ο Σουτέπ ζήτησε να δημιουργηθεί «ένα λαϊκό συμβούλιο» που θα επιλέξει «καλούς ανθρώπους» για να ηγηθούν της χώρας, ουσιαστικά προτείνοντας την αναστολή του δημοκρατικού συστήματος στην Ταϊλάνδη, μια χώρα που έχει γνωρίσει 18 πραξικοπήματα ή απόπειρες πραξικοπήματος μετά την εγκαθίδρυση της συνταγματικής μοναρχίας, το 1932. Η Γινγκλάκ έχει απορρίψει την πρόταση αυτή ως αντισυνταγματική όπως και το ενδεχόμενο νέων εκλογών.

Οι διαδηλωτές κατηγορούν την κυβέρνηση ότι δρα υπεράνω νόμου, αφού ανώτερα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος Φέου Τάι αρνήθηκαν να δεχθούν την απόφαση της 20ης Νοεμβρίου του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο απέρριψε την πρόταση του κόμματος να γίνει η Γερουσία πλήρως αιρετό σώμα. Κάτι τέτοιο θα ενίσχυε την κυβέρνηση δίνοντάς ισχυρή υποστήριξη στη βόρεια Ταϊλάνδη.

Οι διαδηλώσεις πυροδοτήθηκαν από ένα αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο αμνηστίας-που δεν ψηφίστηκε από τη Γερουσία- και το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιστροφή του αδελφού της Γινγκλάκ, χωρίς να εκτίσει ποινή φυλάκισης για μια καταδίκη διαφθοράς του 2008.

Πηγές: ΑΜΠΕ, Reuters, AFP