Του Χριστόφορου Παπαδόπουλου
Τις απαντήσεις στα πολιτικά ερωτήματα δεν τις δίνουν μόνο τα κόμματα, κανονικά τις δίνει ο «δημόσιος χώρος». Στην πράξη τις απαντήσεις τις δίνουν τα ΜΜΕ και κυρίως τα κανάλια.
Τον ρόλο του υποβολέα τον έχει αναλάβει το επικοινωνιακό επιτελείο της κυβέρνησης (μερικοί κακοήθεις το λένε μονταζιέρα, έπειτα από ένα ατυχές περιστατικό συρραφής υλικού εις βάρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης), με την αμέριστη συμπαράσταση προθύμων ΜΜΕ. Μεγάλων ΜΜΕ, για να είμαστε ακριβείς, τόσο μεγάλων που να ελέγχουν το 95% της πληροφόρησης, της καθεστωτικής πληροφόρησης, των καναλιών και των μεγάλων εφημερίδων, γιατί η πληροφόρηση περνάει και από άλλα κανάλια, από άλλα μέσα. Πρόσφατη δημοσκόπηση, και ταυτόχρονα ποιοτική ανάλυση, έγκυρης εταιρείας δημοσκοπήσεων έδειξε ότι το 30% του πληθυσμού ενημερώνεται αποκλειστικά από το Internet. Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι ότι απ’ αυτούς που παρακολουθούν την τηλεόραση -και είναι πολύ μεγάλο ποσοστό- ελάχιστοι την παίρνουν πια στα σοβαρά, οι περισσότεροι θέλουν να μάθουν πού το πάνε οι «από πάνω». Χαρακτηριστικά, το MEGA θεωρείται το πιο αναξιόπιστο μέσο -παρά τα θηριώδη ποσοστά τηλεθέασης -το ίδιο και ο λίντερ του καναλιού Γιάννης Πρετεντέρης ονομαστικά.
Εν πάση περιπτώσει, να επανέλθουμε στα αρχικά: Τι είναι αυτό που διαφοροποιεί τα σημερινά ερωτήματα, και μάλιστα λίγες μέρες μετά την μομφή του ΣΥΡΙΖΑ, όπου όλα τα καθεστωτικά μέσα θριαμβολογούσαν για τον καταποντισμό του Τσίπρα, αφού δεν έριξε την κυβέρνηση; Κάποιοι θα πουν η Τζάκρη, άλλοι οι δημοσκοπήσεις, οι οποίες -όση «μετριοπάθεια» κι αν επέδειξαν- δεν μπόρεσαν να κρύψουν το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προηγείται.
Κατά τη γνώμη μου είναι κάτι περισσότερο: τα πολιτικά επιτελεία, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, συνειδητοποιούν ότι τα πολιτικά και επικοινωνιακής events δεν μπορούν -σε συνθήκες οικονομικής εξαθλίωσης και κοινωνικής καταστροφής- να υποκαταστήσουν τις αυθεντικές κοινωνικές εκπροσωπήσεις, ούτε να ανακόψουν τη ρευστοποίηση των κυβερνητικών κομμάτων. Νομίζω ότι μια εικόνα επιβεβαιώνει γλαφυρά τον ισχυρισμό: λίγες ώρες μετά τη μομφή και την κοινοβουλευτική σύγκρουση, όπου όλα τα καθεστωτικά ΜΜΕ θριαμβολογούσαν για τη νίκη της κυβέρνησης, ο Τσίπρας συναντήθηκε στους δρόμους με τις απολυμένες καθαρίστριες, και «αποθεώθηκε». Το ίδιο συνέβη με τους διοικητικούς των Πανεπιστημίων, τους εργαζόμενους στη ναυπηγοεπισκευαστική, τους ανθρώπους στις Σκουριές της Χαλκιδικής, παντού. Θέλω να πω ότι πέρα από τα χαζά ερωτήματα για το ποιος είναι ο καταλληλότερος για πρωθυπουργός, ο πιο δημοφιλής πολιτικός, ο πιο μεγάλος ηγέτης κ.ο.κ., τα κόμματα εκπροσωπούν κοινωνικές κατηγορίες, κοινωνικές ανάγκες και προσδοκίες.
Οι νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί, μάλιστα, θεωρούν βαρίδι τη σχέση πολιτικής με τη δημοκρατία, το έλεγε ο Σημίτης: «Να απαλλαγούμε από το πολιτικό κόστος». Το ίδιο είπε προχθές ο γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ Άνχελ Γκουρία: «Εσείς δημιουργήσατε το πρόβλημα, διότι εσείς έχετε εφεύρει τη δημοκρατία και όλες οι αποφάσεις που πρέπει να παρθούν κρίνονται από τις εκλογές».
Η αποδόμηση των παλιών εκπροσωπήσεων
Η μνημονιακή πολιτική, που μεταφράζεται -μεταξύ άλλων- σε ανθρωπιστική κρίση, ανεργία, παραγωγική υποβάθμιση και καταστροφή των μεσαίων στρωμάτων, έχει διαρρήξει τις παλιές πολιτικές και κοινωνικές εκπροσωπήσεις και απειλεί το ίδιο το πολιτικό σύστημα. Τούτων δοθέντων, δημιουργείται κινητικότητα και νέες αναζητήσεις τόσο στο κοινωνικό πεδίο όσο και στην περιφέρεια των παλιών ηγεμονικών κομματικών συσχετισμών. Με άλλα λόγια, οι παλιές κοινωνικές αντιπροσωπεύσεις δεν ισχύουν πλέον, τα πελατειακά δίκτυα του δικομματικού πολιτικού συστήματος καταρρέουν από την απουσία «ύλης», ενώ οι τοπικές κοινωνίες, τα εργασιακά περιβάλλοντα, οι παραγωγικές δομές αναζητούν νέες εκπροσωπήσεις, σε απόσταση και πολλές φορές με απέχθεια και σε πλήρη αντιπαλότητα με το παλιό και φθαρμένο προσωπικό.
Την ίδια στιγμή φυγόκεντρες τάσεις παρουσιάζονται σε όλα τα μνημονιακά κόμματα, και ιδιαίτερα σε εκείνα της σοσιαλδημοκρατίας, ενώ την ίδια στιγμή ένας ολόκληρος κόσμος μένει «ανέστιος» σε σχέση με τις προ Μνημονίου εκλογικές καταγραφές.
Ειδικά για τα κόμματα που έχουν αναφορά στη σοσιαλδημοκρατική παράδοση (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, κινήσεις και πρωτοβουλίες που αναφέρονται στην κεντροαριστερά), η κρίση και οι φυγόκεντρες τάσεις έχουν δύο διαστάσεις: Μία ιδεολογική και προγραμματική, στο βαθμό που προσδένονται στο νεοφιλελευθερισμό, άρα γίνονται περιφερειακές δυνάμεις στον ηγεμονικά δεξιό και νεοφιλελεύθερο πόλο, και μια δεύτερη, την κρίση των κοινωνικών αντιπροσωπεύσεων, αφού τα μεσαία στρώματα όπου προνομιακά απευθύνονταν την προηγούμενη περίοδο συρρικνώνονται δραματικά και από τα εναπομείναντα, τα νέα μεσαία στρώματα (γιατροί, καθηγητές, δάσκαλοι, μηχανικοί) αναζητούν καινούργιες εκπροσωπήσεις προς τη ριζοσπαστική Αριστερά, τα δε παραδοσιακά (έμποροι, βιοτέχνες, επαγγελματίες) ακολουθούν, ως επί το πλείστον, συντηρητικές και αρκετές φορές ακροδεξιές ιδεολογίες. Οι δύο διαστάσεις της κρίσης της σοσιαλδημοκρατίας την απειλούν σε βαθμό εξαφάνισης από τον εκλογικό χάρτη, ενώ στην καλύτερη περίπτωση την περιθωριοποιούν ως «πολιτιστική εξαίρεση».
Από την κρίση και τη ρευστοποίηση δεν διασώζονται ούτε τα δεξιά κόμματα του ευρωπαϊκού νότου, στην περίπτωσή μας η ΝΔ, αφού κι εκείνα με τη σειρά τους δέχονται πολλαπλές πιέσεις και αμφισβητήσεις, αφενός από τη διάψευση των προσδοκιών των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων, ειδικά των μεσαίων στρώματα που είχαν πιστέψει σε γρήγορη επάνοδο στην προ της κρίσης ευημερία τους, αφετέρου από την πλαγιοκόπηση των ακροδεξιών κομμάτων – στην περίπτωσή μας της Χρυσής Αυγής. Αλλά και το πολιτικό προσωπικό της ΝΔ πιέζεται ποικιλοτρόπως από την εκλογική βάση, ιδιαίτερα στις τοπικές κοινωνίες, αλλά και από το ιστορικό κεντροδεξιό κομματικό δυναμικό που αισθάνεται στριμωγμένο στην ακροδεξιά ατζέντα της κυβέρνησης
Κόμματα και κοινωνικές τάξεις
Η ανάλυση των αποτελεσμάτων του Ιουνίου σε συνάρτηση με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των ψηφοφόρων κάθε κόμματος δίνει χρήσιμες πληροφορίες για τις κοινωνικές αντιπροσωπεύσεις των κομμάτων. Από την ανάλυση (Πηγή: Public Issue) προκύπτει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αντλεί την εκλογική και πολιτική του υπεροχή κυρίως από τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, τους άνεργους, τις νεαρές και παραγωγικές ηλικίες, τα λαϊκά στρώματα των αστικών κέντρων με μέση και ανώτερη μόρφωση. Αντίθετα, υστερεί σε επαγγέλματα εκτός παραγωγής, στα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα, καθώς και στα χαμηλότερα μορφωτικά στρώματα.
Η ΝΔ έχει ισόρροπη επιρροή σε όλες σχεδόν τις κοινωνικές κατηγορίες, υστερεί χαρακτηριστικά στις νεαρές ηλικίες, υπερτερεί όμως στις μεγάλες, ιδίως στους άνω των 65, στους συνταξιούχους και τις νοικοκυρές, με δυναμική παρουσία στους αγρότες, όπως και στα στρώματα με χαμηλή εκπαίδευση. Ισχυρό προβάδισμα έχει η ΝΔ στα εύπορα στρώματα. Εξ αυτών των δεδομένων μπορεί να ερμηνευθεί και η στρατηγική του «Νόμου και της Τάξης» η οποία στοχεύει στα συντηρητικά ακροατήρια, αφού γνωρίζει ότι η συρρίκνωση των μεσαίων στρωμάτων και η υποχώρησή της στα πληττόμενα στρώματα της εργατικής τάξης καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την ηγεμονική αναπαραγωγή της με βάση τις κοινωνικές συμμαχίες της προ-μνημονιακής περιόδου.
Το ΠΑΣΟΚ στην εκλογική καταγραφή του Ιουνίου 2012 έχει εντυπωσιακά όμοια κοινωνική καταγραφή με την ΝΔ. Τα δυνατά και τα αδύναμα στοιχεία κοινωνικής αντιπροσώπευσης είναι ακριβώς τα ίδια, αναλογικά, με εκείνα της συντηρητικής παράταξης. Οι νέες σφυγμομετρήσεις του 2013 επιδεινώνουν όλους τους δείκτες αντιπροσώπευσής του στον κόσμο της εργασίας, ενώ σχεδόν εξαφανίζεται στις νεαρές ηλικίες και τους φοιτητές.
Η Χρυσή Αυγή έχει ισχυρή παρουσία στις νεότερες ηλικίες, στους άνεργους, στα μεσαία μορφωτικά στρώματα και στις ημιαστικές περιοχές. Αντίθετα, υποεκπροσωπείται σε εκείνες τις κατηγορίες που έχουν ιστορική κομματική ένταξη και παραδοσιακούς δεσμούς, όπως οι συνταξιούχοι και οι νοικοκυρές.
Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες και η ΔΗΜΑΡ έχουν ισορροπημένη κοινωνική καταγραφή, σχεδόν παρόμοια με το γενικό εκλογικό ποσοστό, με μια ελαφρά υπεροχή σε νεότερες ηλικίες και στα ανώτερα μορφωτικά στρώματα.
Εξίσου ισορροπημένο είναι το κοινωνικό προφίλ των ψηφοφόρων του ΚΚΕ, περισσότερο ομοιογενές σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο κόμμα σε όλους τους κοινωνικούς δείκτες. Στην κλίμακα αριστερά-δεξιά, στην Αριστερά τοποθετείται το σύνολο σχεδόν των ψηφοφόρων του.
Ανακεφαλαιώνοντας, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Αριστερά σήμερα, ικαι ιδίως ο ΣΥΡΙΖΑ, εκπροσωπεί ηγεμονικά τον κόσμο της εργασίας και μάλιστα με αυξητική τάση, αφού ο δικομματισμός και τα παραδοσιακά κόμματα δεν μπορούν να δώσουν νέα υπόσχεση ευημερίας. Η δε διαχείριση του φόβου και της ανασφάλειας τείνει να γίνει πλέον πολύ λιγότερο αποτελεσματική σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, όπως και οι παραδοσιακοί εκλογικοί δεσμοί. Τέλος, ο κόσμος της μισθωτής εργασίας, συνεπικουρούμενος από εκείνον της φθίνουσας οικογενειακής επιχείρησης, τους άνεργους και τα εκπτωχευμένα στρώματα, αποτελούν πλέον τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού διαλύοντας την παλιά εκλογική αριθμητική και δίνοντας αέρα στα πανιά του ΣΥΡΙΖΑ.