
Από την πρώτη στιγμή που ακολούθησε τη βράβευση από την κριτική επιτροπή των Booker, ο Τελευταίος Γύρος συνάντησε αμφίθυμες κριτικές, δεδομένων των συγγενειών του ύφους με το πυρετικό και μνημειώδες Καθώς Ψυχορραγώ (As I Lay Dying) του μεγάλου Ουίλιαμ Φώκνερ. Είτε αποτελεί φόρο τιμής στον Αμερικανό Νομπελίστα, όπως το χαρακτήρισε ο Γκρέιαμ Σουίφτ, απαντώντας στους επικριτές του, είτε δεχθούμε τη διακειμενικότητα ως αόρατο δίχτυ που, κατά τον Σεφέρη, ξεπερνά σε δύναμη την παρθενογένεση στην τέχνη, ο Τελευταίος Γύρος θα μπορούσε κάλλιστα να περηφανεύεται πως συνάντησε την κινηματογραφική του διασκευή στις Τρείς Ταφές του Μέλκιαδες Εστράδα. Ακόμη πιο πολύ, μέσα από την αργή και τρυφερή προσέγγιση των μικρών ιστοριών καθημερινών μικροαστών του Νότιου Λονδίνου, θα πρότεινα την ευθεία αναφορά του Σουίφτ στο εξαίρετο σινεμά του Μάικ Λη.
Τίτλος: Τελευταίος γύρος
Κατηγορία: Ξένη πεζογραφία
Εκδότης:Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Έτος έκδοσης: 2013
Σελίδες: 361
Τιμή: 18,00€
Booker Prize [1996]
James Tait Black Memorial Prize – Fiction [1996]
«…Δε μοιάζει για το τέλος της διαδρομής, δε δείχνει το μέρος που θα’ βαζες στόχο να φτάσεις εκεί μετά από μια ζωή που σου ’χει βγει το λάδι στη δουλειά. Μοιάζει σαν να προσπαθεί κάποιος να τραβήξει απ’ τα μαλλιά κάτι που συνέβη μόνο μια φορά, ένα μακρινό, μισοξεχασμένο Σαββατοκύριακο. Ώστε αυτό είναι που σου μένει, εδώ καταλήγεις. Λογαριάζω πως είναι το ότι θέλεις να ξαναγίνεις παιδί, με κουβαδάκι και φτυάρι και στόμα τίγκα στο παγωτό. Ή ίσως αυτό που σε τραβάει εδώ είναι το ότι αποτελεί ένα όριο, στο οποίο και βρίσκεσαι. Άλλη αίσθηση το όριο, το σύνορο, και το ξέρεις. Όχι εκεί που πηγαίνει ο δρόμος, απλά εκεί που δεν πηγαίνει παραπέρα, εξαιτίας του τερατώδους νερού. Τέρμα του δρόμου, τέλος του μόλου…»
Συνοδοιπόρος των τεσσάρων στην πορεία εκπλήρωσης του ιερού χρέους προς τον μακαρίτη Τζακ δεν θα γίνει η Έιμι, που επιλέγει να επισκεφτεί –μόνη όπως και όταν ο σύζυγός της ζούσε- την πνευματικά διαταραγμένη κόρη τους Ιουνία, που συνιστά το κοινωνικό στίγμα των Ντοντς. Οι μισοειπωμένες αλήθειες, τα βασανιστικά ψέματα και οι γονεϊκές αποτυχίες συνοδεύουν τρείς ακόμη πατεράδες με κόρη, αν εξαιρέσουμε τον μονήρη Βικ. Ο ‘’τυχεράκιας’’ Ρέι έχει χρόνια να μάθει νέα από την κόρη του, που βρίσκεται στην Αυστραλία. Η Σάλι Τέιτ είναι απλά πόρνη. Ο πιο προχωρημένος Βινς έχει παντρέψει την κόρη του με συμβόλαιο ωμού trafficking μ’ έναν Άραβα μεγιστάνα. Απομένει η έκθετη από τα 15 της Μάντι, που εγκαταλείπει το σπίτι της στο Μπλάκμπερν και βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι του Τζακ και εραστή στο πρόσωπο του Βινς.
Καθημερινοί άνθρωποι, κοινές μοίρες θα ΄λεγε κάποιος. Είναι πολλές οι τυχαίες συμπτώσεις, για να συνιστούν απλά παιχνίδι της μοίρας στον Τελευταίο Γύρο, μας λέει ο συγγραφέας. Πρώτιστα η Έιμι είναι η γυναίκα που συμπληρώνει ένα ιψενικό τρίγωνο, ως σύζυγος του Τζακ κι ερωμένη του Ρέι. Μετά οι δύο ερωτικοί αντίζηλοι, μαζί με τον νεώτερο Βινς φέρουν ως πιο σημαντικές αναμνήσεις της καθόλα επίπεδης ζωής τους, εμπειρίες από τα πολεμικά μέτωπα, στην Αφρική και την Ασία, της σμπαραλιασμένης αποικιοκρατικής αυτοκρατορίας. Μάλιστα ο Ρέι κουβαλά πάντα τη μνήμη της σωτηρίας του από βέβαιο χαμό δια χειρός Τζακ στον 2ο πόλεμο. Στην καθημαγμένη ζωή των αντιηρώων μας, διαδεδομένες είναι και οι οικονομικές ‘’χασούρες’’. Προς ανταπόδοση του χρέους στον παλιόφιλο, ο Ρέι θα προβλέψει ένα μεγάλο ‘’γκανιάν’’ στον ιππόδρομο, ανακούφιση που θα πιστωθεί θλιβερά εκπρόθεσμη σε όφελος της Έιμι. Φορείς θανάτου –από κεί κι ο χαρακτηρισμός terminal writer που απηύθυνε κριτικός στον Γκρέιαμ Σουίφτ- τόσο ο κρεοπώλης Τζακ με κρεμασμένα στη βιτρίνα τα σφαχτά ζώων, όσο κι ο εργολάβος κοινωνικών υπηρεσιών Βικ, στεγάζουν τα επιτηδεύματά τους σε αντικριστά καταστήματα.
Για να πούμε του στραβού το δίκιο, το στοιχείο της απώλειας, είτε με τη μορφή της απομάκρυνσης και της αποξένωσης, είτε ενδεδυμένο το μαύρο πέπλο του μεγάλου θεριστή προεξάρχει στον Τελευταίο Γύρο. Δεν θα βρείτε ούτε έναν πρωταγωνιστή του ανθρωποκεντρικού Σουίφτ που να μην βιώνει χειροπιαστή – σαν την πυκνή ομίχλη που ενσκήπτει συχνά- πυκνά στις γειτονιές της Αγγλικής πρωτεύουσας- και προδήλως οδυνηρή τη μοναξιά, σε εξόχως ειρωνική αντίστιξη με το εύθυμο και παρεΐστικο της δεσπόζουσας τα αγγλοσαξονικά ήθη και έθιμα παμπ. Τόσο πολύ μάλιστα που αναρωτιόμαστε αν διατρέχοντας την ύπαιθρο του Κεντ, ως άλλοι (αντι)ήρωες του Τσώσερ στις Ιστορίες του Καντέρμπερι, δεν είναι οι στάχτες του Τζακ Ντοντς αλλά η ομήγυρη της Άμαξας, που την συναπαρτίζουν τέσσερις νεκροί φίλοι και ζωντανή είναι μόνον η μνήμη. Προς τούτο συνηγορούν, κατά την άποψή μου, οι έντονοι εσωτερικοί μονόλογοι της αφήγησης, αλλά κι η πυκνή τοπωνυμίων ως υπέρτιτλων των σύντομων κεφαλαίων του βιβλίου.
Όμως καθώς κάθε τέλος συνιστά το έναυσμα για μια νέα αρχή, γι’ αυτό και απόλυτα δίκαια ο συγγραφέας μας υπενθυμίζει πως ‘’Όταν μιλάς για τον θάνατο, στην ουσία για τη ζωή μιλάς’’. Γιατί στην πραγματικότητα οι τελευταίες επιθυμίες ή εντολές ή ο τελευταίος γύρος αν θέλετε, μπορεί κάλλιστα να συγκροτούν εντέλει τις εφικτές νέες καταφάσεις στις προσωπικές ζωές και σε προέκταση στις δυσλειτουργικές οικογενειακές σχέσεις των ηρώων του Σουίφτ. Την κατάφαση της ζωής που ορίζει πλέον για τον Ρέι, τον Βινς, τον Βικ αλλά και την Έιμι και την Μάντι η κατάκτηση της δύναμης της προσωπικής φωνής, του Λόγου και της Γλώσσας, ως φορέα θέσπισης ταυτότητας, απέναντι στην απώλεια του Κέντρου, που βιώνει εκκωφαντικά ο μεταμοντέρνος κόσμος μας.
Υπερβαίνοντας την ατομικότητα, ο Σουίφτ στοχάζεται στον Τελευταίο Γύρο πάνω στο ζήτημα της ταυτότητας ενός ολόκληρου έθνους κι ενός λαού σε κρίση, αυτό που εμείς θα αποκαλούσαμε εθνοκεντρισμό κι οι Βρετανοί αποδίδουν με τον όρο Englishness. Υπάρχουν στερεότυπα, συλλογικά κλισέ που επανέρχονται λυτρωτικά σ’ όλο το μυθιστόρημα. Το Κεντ ως ο ‘’κήπος της Αγγλίας’’. Οι αναμνήσεις του Βινς κι οι αντιδράσεις των τριών ανδρών στην παράκαμψη που επιλέγει ο νεαρός για το αγρόκτημα του Ουίκς, στη διάρκεια αυτού του σύντομου ταξιδιού αυτογνωσίας και κάθαρσης. Στην περιγραφή της Έιμι της πρώτης συνεύρεσής της με τον Τζακ –όταν συνέλαβε και την June- ο ‘’κήπος της Αγγλίας’’, ως απελευθερωτική αντιπαράθεση της επαρχίας στην εγκλωβισμένη Λονδρέζικη πραγματικότητα. Οι πολλαπλές διχοτομίες μεταξύ των εννοιών ‘’γηγενής- ξένος’’ –την ώρα της ερωτικής πράξης με τον Τζακ, η Έιμι φαντασιώνεται τον ‘’ευγενή άγριο’’ Τζιμ του παρακείμενου καταυλισμού τσιγγάνων – ‘’νιάτα – ενήλικη ζωή’’, ‘’χωριό – πόλη’’, ιδωμένες κάτω από ένα διακριτό πρίσμα, αυτό της σεξουαλικής επιθυμίας, της διάθεσης προς την ελευθερώτρια αταξία και τον πλάνητα βίο, στην αναζήτηση εθνικής ταυτότητας.
Η συνδυασμένη χρήση των κλισέ από τον Σουίφτ συγκροτεί στρατηγική τριών αλληλένδετων σημείων στην υπόθεση (ανα)κατασκευής της Ιστορίας και (απο)δόμησης της ‘’βρετανικότητας’’. Είναι οι αντιθέσεις μεταξύ του ‘’αυτοί κι εμείς’’, του ‘’τότε και τώρα’’ και του ‘’εδώ και εκεί’’. Η αντίστιξη του Νησιού από την (ευρωπαϊκή) ήπειρο ή/και τις αποικίες που πολέμησε ή κατέκτησε το αγγλοσαξονικό imperium, είναι αφετηρία αναζήτησης ταυτότητας και συνέχειας, μέσα από τους ανθρώπους, μέσα στο χρόνο, διατρέχοντας γνώριμους τόπους. Η αίσθηση της απώλειας και της κρίσης τροφοδοτεί την ανάγκη να κοιτάξουμε πίσω και να αφηγηθούμε ιστορίες, ως μονόδρομη επιλογή επαναπροσδιορισμού του παρελθόντος και εναργούς επανένταξης στο παρόν, σε μια διαδικασία συγκόλλησης θραυσμάτων και έντονης αμφισβήτησης. Το παράδοξο εργαλείο στον ατομικό αλλά και συλλογικό στίβο κατάκτησης και διατήρησης της ταυτότητας είναι οι διάσπαρτοι στην αφήγηση κοινοί τόποι.
Εν κατακλείδι ο Τελευταίος Γύρος είναι ένα συγκινητικό και συνάμα παιγνιώδες μυθιστόρημα, που αφηγείται τη λειτουργία ενός ταξιδιού, κατάφορτου από συγκρούσεις και δυσκολίες στην επικοινωνία, ερωτικές αντιπαραθέσεις, απόσταση λόγων και έργων, ανεκπλήρωτες επιθυμίες και καλά κρυμμένα μυστικά, απώλεια και φυσικά θάνατο, αλλά και πολύτιμες ανδρικές φιλίες, αφοσίωση και αίσθημα ευθύνης, αγάπη και μνήμη, αφού αυτή η ιεροτελεστία της χαράς και του πένθους, το περιδιάβασμα τεσσάρων φίλων στην εξοχή, στον χρόνο και την υπό συγκρότηση πνευματικότητα είναι με μια κουβέντα η ίδια μας η ζωή.
Γιώργος Στυλιανού