Ο Ίαν Μακ Γιούαν είναι ειδήμων του τρόμου και η λογοτεχνία του προσιδιάζει σ’ εκείνη την κατάσταση, όταν αφήνουμε τον κρουνό στο μπάνιο ανοιχτό και κλείνουμε πίσω μας την πόρτα: η πλημμύρα είναι αναπόφευκτη, μα και εξίσου σοκαριστική, καθώς το νερό δρασκελίζει τη λεκάνη. Το δοκίμασε στα 1992 με το Black Dogs και τα κυνηγόσκυλα να εφορμούν πάνω σε μια γυναίκα. Το επανέλαβε με τον οργιαστικό φόνο του Comfort of Strangers (1982) και την αξιοθρήνητη ερωτική μύηση δύο πρωτάρηδων εραστών του On Chesil Beach (2007).

Εκεί που η ένταση κορυφώνεται, ο Ίαν ΜακΓιούαν επιβραδύνει το χρόνο κι αυτό το μαρτύριο είναι που συνεπαίρνει τους ευάριθμους αναγνώστες του. Στο Χαμένο Παιδί, ένα μυθιστόρημα από το 1987, βραβευμένο με Whitbread, που κυκλοφορεί σε επανέκδοση από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση της πολυγραφότατης Κατερίνας Σχινά, ένα κοριτσάκι 5 ετών απάγεται στο σούπερ- μάρκετ και η κλιμάκωση του πανικού του πατέρα του, που πρόσκαιρα αφαιρέθηκε στο ταμείο, ακολουθεί τις εξάρσεις της ανελέητης γραφίδας ενός ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος. Η μοίρα ενός παιδιού, που θριαμβεύει δια της απουσίας του σε όλο το μυθιστόρημα, η κατάρρευση του γάμου των γονιών, η κομβική καθώς φαίνεται σχέση των γονιών του κεντρικού ήρωα, η καριέρα και η πνευματική έκπτωση του καλύτερου του φίλου και μια υποεπιτροπή του Υπουργείου Παιδείας, όλα μαζί στοιχημένα κάτω από δύο θεματικούς άξονες: την παιδική ηλικία και τη επιγενόμενη απώλεια της αθωότητας ή ίσως την παλινδρόμηση των ίδιων των ενήλικων/γονιών σε εποχές ξεγνοιασιάς και στο μεγάλο κάδρο την καταγγελία του Μακ Γιούαν για την υποβάθμιση του βρετανικού εκπαιδευτικού συστήματος, που φέρει ονοματεπώνυμο : αυτό της διακυβέρνησης από τη νεοφιλελεύθερη Μάργκαρετ Θάτσερ.        

Συγγραφέας: Ίαν ΜακΓιούαν
Τίτλος: Χαμένο Παιδί
Κατηγορία: Ξένη Πεζογραφία
Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις: Πατάκης
Ημερ. Κυκλοφορίας:21-2-2013
Σελίδες: 398
Τιμή: 17,90€

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Η τρίχρονη Κέιτ πέφτει θύμα απαγωγής, ενώ συνοδεύεται από τον πατέρα της, τον πετυχημένο συγγραφέα παιδικών βιβλίων Στίβεν Λιούις. Από εκείνη τη στιγμή, ο κατά τα φαινόμενα ευτυχισμένος γάμος του με τη μουσικό Τζούλι φθίνει και διαλύεται. Η Τζούλι αποσύρεται στην εξοχή για να βιώσει την άφατη θλίψη της κι ο άτυχος uptown δημόσιος υπάλληλος Στίβεν περνά ατέλειωτες ώρες, άπραγος μπροστά στην τηλεόραση, οραματιζόμενος την επανένωση με την αφανή κορούλα του. Φθάνει μάλιστα στο σημείο να της αγοράζει δώρα ή να την αναγνωρίζει λαθεμένα στην αυλή ενός σχολείου.

«…Εκεί που κάποτε πίστευε, ή νόμιζε πως όφειλε να πιστεύει, ότι οι γυναίκες και οι άντρες, πέρα από τις προφανείς διαφορές στη φυσιολογία τους, είναι ουσιαστικά ίδιοι, τώρα υποπτευόταν ότι ένα από τα πολλά γνωρίσματα που τους διαφοροποιούν είναι ακριβώς η στάση τους απέναντι στην αλλαγή. Μετά από μία συγκεκριμένη ηλικία, οι άντρες παγώνουν εκεί που βρίσκονται, τείνουν να πιστεύουν ότι, ακόμα και στις αναποδιές, κατά κάποιο τρόπο ομοφωνούν με το πεπρωμένο τους. Είναι αυτό ακριβώς που θεωρούν ότι είναι. Παρά τα όσα ισχυρίζονται, οι άντρες πιστεύουν σ’ αυτό που κάνουν και δεν το εγκαταλείπουν. Τούτο το γνώρισμα είναι και αδυναμία και δύναμη. Ότι και να κάνουν, ελάχιστες φορές τους περνά από το μυαλό, ή  μάλλον περνά από το μυαλό ελάχιστων ανάμεσά τους, ότι κάλλιστα θα μπορούσαν να κάνουν κάτι ολότελα διαφορετικό…»

Τη χαμένη παιδικότητα αλλά και την πολύπαθη παιδική αγωγή διαχειρίζεται στην καθημερινότητά του ο Στίβεν συμμετέχοντας σε Δημόσια Επιτροπή, που έχει σαν έργο τη συγγραφή ενός σχολικού εγχειριδίου για την εκπαίδευση και τη διαμόρφωση χαρακτήρα των νεαρών μαθητών, στα πρότυπα που ευαγγελίζεται η ακραία συντηρητική Πρωθυπουργός, με τον συγγραφέα να παραπέμπει ανοικτά στη Σιδηρά Κυρία. Για το σύγγραμμα υπάρχει όμως κι ένας ghost writer, που εμμέσως καταργεί την ομάδα εργασίας του Στίβεν, και δεν είναι άλλος από τον φίλο του, Τσαρλς Νταρκ, έναν ιδιαζόντως κυνικό πολιτικό και προστατευόμενο της απόλυτης ηγέτιδας, μέχρι σημείου να εικάζουμε ‘’ανάρμοστη ‘’σχέση με κείνη.

Πρόκειται για μια διαταραγμένη προσωπικότητα, που εκπαιδεύεται στον πολιτικό αριβισμό, την ίδια ώρα που σκαρφαλώνει σε ένα δενδρόσπιτο στην εξοχική του κατοικία, με κοντό παντελονάκι, αναζητώντας στη χαμένη παιδική αθωότητα την εξιλέωση από την ανθρωποφαγική ενηλικίωση.  Στον αντίποδα μιας εξαιρετικά δυστοπικής -οργουελικού τύπου- μηχανιστικής κοινωνίας, όπου οι ζητιάνοι φέρουν άδεια εξάσκησης επαγγέλματος και οι παλαιοί ιδεολόγοι της αριστεράς έχουν υποκύψει στο ολοκληρωτικό μοντέλο εξουσίας, περιοριζόμενοι σε ιδιοκτήτες καντινών ή καθαριστές κυβερνητικών κτιρίων, ο Μακ Γιούαν μας επιφυλάσσει μια χαραμάδα ελπίδας, που ανατέλλει μέσα από τον έρωτα του Στίβεν και της Τζούλι και συνεπιφέρει τη θεραπευτική λήθη στην ανάμνηση του χαμένου τους παιδιού.  
  
Με συγκολλητική ουσία τη θλίψη, το Χαμένο Παιδί αναφέρεται κατά πρώτον στο βαθύ κι ανέφικτο επούλωσης τραύμα, που δημιουργεί η απώλεια ενός τόσο αγαπημένου μας προσώπου, κατ’ επέκταση στην αποσύνθεση της πυρηνικής οικογένειας και στο τέλος της αθωότητας, που συνεπάγεται η ενηλικίωση και η συμπόρευση σε ανηλεείς ατομικότητες, όμοιες κοπαδιών λύκων, μιας καφκικής κοινωνικής κακοήθειας. Με τη θλίψη ως διασπαστικό της συγκρότησης της προσωπικότητας και αποδομητικό της συναισθηματικής υγείας πολιορκητικό κριό, ο Ίαν ΜακΓιούαν στοχάζεται πάνω στην ενότητα του χρόνου και στην κατάργηση της γραμμικότητάς του από τις αμέτρητες εσωτερικές αφηγήσεις, που έχουμε να συνεισφέρουμε σε διαφορετικές στιγμές μέσα στο χρόνο. Η παιδική ηλικία είναι πρωτίστως ένας τόπος που ζει μέσα στο χρόνο. Η μικρή Κέιτ καταδύεται στην ανυπαρξία, σε μια ‘’μαύρη τρύπα’’, για την οποία το πένθος των γονιών της δεν μπορεί να της εξασφαλίσει έναν καινούριο γεωμετρικό τόπο, άρα στερείται της ίδιας της παιδικότητας. Ο πλέον θετικός επιστήμονας, της παρέας των τριών λογοτεχνών φίλων που αναφερθήκαμε στον πρόλογο, Μακ Γιούαν επαναφέρει και τον Στίβεν στην παιδική του ηλικία, όταν μέσα από το παράθυρο μιας πάμπ, παρακολουθεί τους γονείς του να απολαμβάνουν μια μπύρα πολύ πριν το γάμο τους και προφανώς όντας ακόμη αγέννητος.
     
Ο κεντρικός ήρωας στο Χαμένο Παιδί, Στίβεν Λιούις βιώνει το Χρόνο να επιταχύνεται, να επιβραδύνει, να σταματά, να εξαφανίζεται κι ακόμη πιο απίθανα να αντιστρέφεται, εξαιρετικά ρευστός, πρωτόγνωρα σχετικός κατά Αινστάιν. Ποιος είναι στην πραγματικότητα το Χαμένο Παιδί ή αλλιώς το Παιδί μέσα στο Χρόνο, στο οποίο παραπέμπει η επικεφαλίδα του βιβλίου; Αναμφίβολα η απαχθείσα κόρη του Στίβεν. Αλλά όχι μόνον αυτή. Είναι κι ο Λιούις και ο φίλος του, ο Τσαρλς Νταρκ, που έχει πισωγυρίσει, αν όχι καταργήσει το Χρόνο, επιστρέφοντας στα κοντά παντελόνια της ηλικίας, που υποσχόταν ότι θα γίνει άλλος. Και είναι και το σύνολο των μαθητών αυτού του εκπαιδευτικού συστήματος, στους οποίους αναφέρονται οι εισαγωγικές γραμμές των κεφαλαίων από το κρυπτικό και εξαιρετικά κακόβουλο Εγκεκριμένο Εγχειρίδιο Παιδικής Αγωγής, που φαινομενικά συνέθεσε μια κυβερνητική επιτροπή, στην οποία συμμετείχε ο πρωταγωνιστής.

Μας λέγει ο συγγραφέας: ‘’Η γοητεία που ασκεί πάνω μου ο Κάφκα, μ’ έκανε να σκεφτώ ότι η πλέον ενδιαφέρουσα λογοτεχνία γέννησε χαρακτήρες, που θα μπορούσαν να σταθούν έξω από την ιστορική συγκυρία. Αλλά προφανώς κανείς δεν μπορεί να μένει ξεκρέμαστος. Οι Άγγλοι κριτικοί ανακάλυψαν γρήγορα πως οι χαρακτήρες μου αφορούσαν στη κατώτερη μεσαία τάξη.’’ 
  
Ο Μακ Γιούαν εξερευνά παράλληλα την εξιδανίκευση της παιδικής ηλικίας, με όχημα τον Τσαρλς. Ο τελευταίος αναζητά καταφύγιο από τη δημόσια πολιτική ζωή του υπουργικού θώκου στην εξοχή, εκεί που επιλέγει να καταδυθεί σε μια παιδικότητα που ποτέ δεν κατείχε. Εξιδανικεύοντας την παιδική ζωή, ο Τσαρλς ξεκίνησε να θαυμάζει τη δουλειά του Στίβεν, ως συγγραφέα εφηβικής λογοτεχνίας. Αδυνατώντας να συμφιλιωθεί με τον ενήλικο εαυτό, εγκαταλείπει την ενηλικίωση για να μεταμφιεσθεί σε πρωτότυπη νύμφη των δασών, έναν Πήτερ Παν. Εγκαταλείπει στην ουσία τον ‘’πραγματικό χρόνο’’ για να ζήσει σε μια άλλη συναισθηματική ‘’κατασκευή’’ του Χρόνου. Μα όπως όλα τα ωραία πράγματα στη ζωή, όσο και ιδεατά εάν έχουν συλληφθεί με το νου, αυτή η ιδανική επίφαση της παιδικής ηλικίας από καιρό έχει ‘’αποδοκιμάσει’’ τον Τσαρλς Νταρκ, σε αντίθεση με την Κέιτ ή τον Στίβεν και για τούτο καταστρέφεται από αυτήν.  Για εκείνους η συμφιλίωση είναι δυνατή μόνον όταν θα ταξιδέψουν από τη δική τους παιδική ηλικία στο σήμερα για να ενστερνιστούν ένα παρόν χωρίς την Κέιτ. Από τούτον τον τόπο θα μπορούν πλέον να την αγαπούν, να τη θυμούνται και να κινήσουν προς τα εμπρός με τις δικές τους ζωές και το νέο τους παιδί στο τέλος της αφήγησης.
    
Το Χαμένο Παιδί προσομοιάζει στο παραδοσιακό συγκινητικό και τρυφερό μυθιστόρημα, που έχει ως κεντρική θεματική την παιδική ηλικία, τη δυσκολία και ακόμη την αδυναμία της ενηλικίωσης, εντέλει το μέγεθος του τραύματος και της απώλειας και ως επίμετρο το θρίαμβο της αγαπητικής μνήμης. Όμως, κυρίαρχα, είναι μια πολιτική αφήγηση, που προκαλεί δέος στη συντριβή της ανθρώπινης ουσίας, όταν αντιπαρατίθεται με την κυρίαρχη κουλτούρα του ενήλικου κέρδους και τη στόχευση της ευημερίας των αριθμών, δοσμένη με προσεκτικές δόσεις μαύρου χιούμορ και υπαινικτικής ειρωνείας. Στο μέτρο που εξερευνά και προσδιορίζει τις πατριαρχικές αξίες, δομές και ταυτότητες, ως πρωταρχικές αιτίες της περιβαλλοντικής κρίσης, θα ήταν πιο ακριβές να περιγράφαμε το Χαμένο Παιδί ως μια οικολογική και φεμινιστική παραβολή.  Μέσα από την ακραία δοκιμασία του χαρακτήρα των ηρώων του, ο Ίαν Μακ Γιούαν μας φέρνει αντιμέτωπους, πρόσωπο με πρόσωπο, με το ηθικό μας ανάστημα. Κι ίσως είναι καλύτερο να εξαντλούμε τους υπαρξιακούς φόβους μας, μέσα στα ασφαλή όρια του φαντασιακού, σε μια μορφή ελπιδοφόρου εξορκισμού.  

Γιώργος Στυλιανού