Είχα υποσχεθεί να σχολιάσω σήμερα την υποψηφιότητα Σακελλαρίδη για τον Δήμο της Αθήνας, αλλά η επικαιρότητα -η περιπέτεια της Κεφαλονιάς- με τραβάει απ’ το μανίκι. Νέος είναι εξάλλου ο Σακελλαρίδης, έχει την πολυτέλεια να περιμένει κάνα δυο μέρες…
 
Η σκέψη όλων δεν μπορεί παρά να είναι αυτές τις μέρες στραμμένη στo Ληξούρι και στο Αργοστόλι. Είναι οι φοβερές καταστροφές, είναι εκείνη η απίστευτη τάφρος μέσα στα χωράφια που δείχνει και ξαναδείχνει η τηλεόραση, και που αν είχε ανοίξει στη μέση κατοικημένης περιοχής πιθανότατα θα είχαμε θρηνήσει πολλά θύματα. Είναι το κρύο και η απόγνωση, και πάνω απ’ όλα είναι η απειλή – μια απειλή με την οποία δύσκολα μπορεί να αναμετρηθεί ο άνθρωπος, και πάντως δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα για να την προβλέψει, πόσο μάλλον για να την τιθασέψει. Αυτό το δεύτερο κύμα της θεομηνίας ήρθε να αποτελειώσει τις καταστροφές του πρώτου, μα πάνω απ’ όλα να σπάσει το ηθικό των κατοίκων και να θεριέψει μέσα τους τον εφιάλτη.
 
Θα πω λοιπόν το κλασικό «Είμαστε όλοι Κεφαλονίτες», αλλά δεν πρόκειται απλώς για το γνωστό κλισέ που χρησιμοποιείται συνήθως σε περιπτώσεις ασύμμετρων τρομοκρατικών ή ανθρωπιστικών χτυπημάτων. Το λέω και το εννοώ κυριολεκτικά.
 
Διαβάζω τα ρεπορτάζ και βλέπω τις εικόνες στην τηλεόραση και σκέφτομαι πόσο μοιάζει η τραγωδία της Κεφαλονιάς με τη σύγχρονη τραγωδία της Ελλάδας. Βλέπω τους κρατήρες που άνοιξε στη ζωή μας και στον περίγυρό μας η κρίση, τις τάφρους, τις σπασμένες προβλήτες όπου δεν μπορεί να πλησιάσει για να δέσει κανένα καράβι, τα ρημαγμένα πεζοδρόμια, τις πεσμένες στέγες, τα κατεστραμμένα νοικοκυριά, τα ερείπια. Βλέπω κολώνες σπιτιών συντετριμμένες, άλλες λυγισμένες, βλέπω τον πολεοδομικό ιστό του νησιού να μοιάζει όλο και περισσότερο με τον κοινωνικό ιστό της χώρας, που συντρίβεται κατά κύματα. Βλέπω την κοινωνία που καταπονείται σωρευτικά.
 
Αλλά βλέπω και ανθρώπους, κοινωνικές ομάδες ολόκληρες, που προς στιγμήν δεν θέλησαν ν’ ακούσουν τις προειδοποιήσεις των ειδικών, ήταν βαριές οι προβλέψεις για το στομάχι τους και προτιμούσαν να πιστέψουν τις πιο κατευναστικές, τις πιο εύπεπτες και καθησυχαστικές, το καλύτερο δυνατό σενάριο, ενώ βέβαια λογικά όλοι καταλαβαίνουμε ότι αν θες να πάρεις τις σωστές αποφάσεις για το μέλλον το δικό σου, της οικογένειάς σου ή της επιχείρησής σου, ιδίως σε περιστάσεις κρίσεων, πρέπει να λαμβάνεις υπόψη σου και τα χειρότερα σενάρια -κυρίως αυτά-, όσο και αν ακούγονται δυσάρεστα στ’ αυτιά.
 
Είδα υπουργούς να προστρέχουν στην περιοχή όχι επειδή ήταν το αυτονόητο καθήκον τους με βάση τις αρμοδιότητές τους που προσδιορίζονται από το Σύνταγμα, αλλά «κατ’ εντολήν πρωθυπουργού». Είδα τον πρωθυπουργό να πραγματοποιεί  επίσκεψη αστραπή, να χτυπάει παρηγορητικά τις πλάτες κατεστραμμένων ανθρώπων και να απέρχεται. Είδα και πάλι άστεγους και συσσίτια, είδα το βάρος να πέφτει για ακόμα μία φορά στις πλάτες των πιο αδύναμων, των ηλικιωμένων, των ανήμπορων, των άνεργων, των ατόμων με ειδικές ανάγκες, των άρρωστων, των παιδιών. Είδα το μέλλον να θαμπώνει διά μιας, πράγματα που χτίστηκαν από γενιές ολόκληρες να σαρώνονται σε χρόνο dt, είδα πρόσωπα αλαφιασμένα, σαλταρισμένα, είδα να ξεδιπλώνονται όλες οι εκδοχές του τρόμου, της απαισιοδοξίας και της κατάθλιψης.
 
Είδα κόσμο να στέκει ανήμπορος, στάσιμος, απορημένος, ανίκανος να αντιδράσει. Αλλά ευτυχώς κάπου εδώ τελειώνουν οι ομοιότητες, εν δυνάμει τουλάχιστον. Γιατί παρά τα κοινά σημεία και τη σαρωτική κίνηση της κρίσης, της ύφεσης και των μνημονιακών μέτρων, απέναντι σ’ αυτή τη λαίλαπα που ζούμε, η κοινωνία δεν είναι ανήμπορη να αντιδράσει όπως ο σεισμόπληκτος που σκέφτεται ότι μπορεί ξαφνικά να του ’ρθει ένα εξάρι ή ένα εφτάρι στο κεφάλι και να τον πλακώσει. Απέναντι στην κρίση, εκτός από την απελπισία λειτουργεί επίσης και η οργή. Παρά τον καταιγιστικό χαρακτήρα της και τη σύγχυση που σου θολώνει το νου, έχεις πάντα τη δυνατότητα να κάνεις κάτι, να σηκώσεις κεφάλι, να φωνάξεις, να αντισταθείς, έστω κι αν είναι δύσκολο πολύ.