Η αμφιλεγόμενη υποψηφιότητα του πολύπλαγκτου Οδυσσέα Βουδούρη για την περιφέρεια Πελοποννήσου και η ήδη παραπαίουσα του Θεόδωρου Καρυπίδη στη Δυτική Μακεδονία τείνουν να επισκιάσουν την επιλογή του νεαρού Γαβριήλ Σακελλαρίδη για τον Δήμο της Αθήνας.
 
Έχω ήδη βάλει με τα συμφραζόμενα θετικό πρόσημο στην νέα αυτή υποψηφιότητα, πράγμα όχι ιδιαιτέρως δύσκολο αν συγκριθεί με τα πρόσωπα που έβλεπαν το τελευταίο διάστημα το φως της δημοσιότητας για τον συγκεκριμένο ρόλο: Λαζόπουλος, Μικρούτσικος, Κιμούλης. Πρόσωπα αναγνωρίσιμα μεν, αλλά με όρους επιφανειακής μιντιακής και καλλιτεχνικής λάμψης – όχι με όρους ουσίας, και σίγουρα όχι με όρους αριστερής-κινηματικής λογικής.
 
Η επιλογή του Σακελλαρίδη μοιάζει να αποτελεί ριπλέι της υποψηφιότητας Τσίπρα στις εκλογές του 2006. Άλλες οι εποχές και άλλα τα δεδομένα βέβαια, αλλά δεν θα στοιχημάτιζα υπέρ της εκτίμησης που εσπευσμένα διατυπώθηκε από συντηρητικούς πολιτικούς αναλυτές ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ έριξε λευκή πετσέτα στον Δήμο Αθηναίων». Και πώς θα μπορούσε, άλλωστε, όταν οι πρόσφατες σφυγμομετρήσεις αναδεικνύουν το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης πρώτο στην Α’ Αθηνών.
 
Για τον Σακελλαρίδη δεν γνωρίζω πολλά πράγματα, τον έχω δει κάνα δυο φορές στην τηλεόραση και μου έκανε καλή εντύπωση, αλλά ούτε κι αυτό λέει κάτι σημαντικό. Ξέρω όμως πολλά για τους κυρίους Καμίνη, Κακλαμάνη και Κασιδιάρη, οι οποίοι για διαφορετικούς -αλλά προφανείς- ο καθένας λόγους υστερούν κατά πολύ σε σχέση με το πουλέν του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτως ή άλλως, αν κανείς εξαιρέσει την υποψηφιότητα Τσίπρα του 2006, δεν έχει και πολλά να καμαρώσει για τις περσόνες που κυριάρχησαν στο στερέωμα του Δήμου Αθηναίων τις τελευταίες δεκαετίες. Φθαρμένα στελέχη οι περισσότεροι του πολιτικού συστήματος, κατά κανόνα περαστικοί από τον Δήμο λόγω της στόχευσής τους στην κεντρική πολιτική σκηνή, αποδύθηκαν σε ανούσιες -αν όχι καταστροφικές- θητείες που είχαν ως μοναδικό σκοπό να ενισχύσουν το προφίλ τους και να εξυπηρετήσουν αλλότρια πολιτικά παιχνίδια τα οποία συχνά περιελάμβαναν ακόμα και την ίδρυση προσωποπαγών κομμάτων που έδυσαν προτού καν ανατείλουν, όπως άλλωστε και το αυτοδιοικητικό άστρο των εμπνευστών τους.
 
Εξαίρεση σ’ αυτό τον κανόνα θα μπορούσε να είχε αποτελέσει ο Γιώργος Καμίνης, πρόσωπο απαλλαγμένο στο ξεκίνημά του από τη γλίτσα της εξουσίας, που όμως άμα τη αναλήψει της δημαρχίας αποδείχτηκε πολύ λίγος και πολύ συντηρητικός. Τελικά μπορεί να πει κανείς ότι η μόνη προσφορά του Καμίνη ήταν ότι απάλλαξε τον Δήμο από τον προκάτοχό του και από τον σκληρό μηχανισμό που είχε εγκαθιδρυθεί επί δεκαετίες, αλλά πέραν τούτου ουδέν.
 
Είναι καιρός, νομίζω, να διεκδικήσει η Αθήνα έναν δήμαρχο ο οποίος θα αναδειχθεί γι’ αυτά που θέλει να κάνει και όχι απλώς για να διώξει κάποιον άλλο απ’ το πόστο, πολύ δε περισσότερο έναν δήμαρχο που ήρθε για να μείνει, για να φροντίσει την πόλη ή, ακόμα πιο σωστά, να συνεγείρει τους κατοίκους της για να τη φροντίσουν οι ίδιοι. Μια φρέσκια, νεανική και αυτοδιοικητική υποψηφιότητα, σε συνδυασμό με τους ανέμους ανατροπής που πνέουν στη σημερινή συγκυρία, αποτελεί ασφαλώς ευκαιρία για την πόλη.
 
Φυσικά, όπως έχει γραφτεί και ξαναγραφτεί σ’ αυτή τη στήλη, το πιο σημαντικό είναι το πρόγραμμα και όχι τα πρόσωπα που θα αναλάβουν να το εκφράσουν και να το υπηρετήσουν. Το περίεργο είναι ότι οι περί τον ΣΥΡΙΖΑ αυτοδιοικητικές δυνάμεις στην Αθήνα, σε αντίθεση με άλλες περιοχές, έχουν να επιδείξουν και πρόγραμμα, και αγώνες και συνέχεια, μέσα από την κίνηση «Ανοιχτή Πόλη». Το μυστήριο είναι πώς κάθε φορά που πλησιάζουν οι δημοτικές εκλογές ο ίδιος ο ιδρυτής της Ανοιχτής Πόλης, ο Αλέξης Τσίπρας, μοιάζει προς στιγμήν να χάνει την εμπιστοσύνη του στο δημιούργημά του και καταφεύγει στην πεπατημένη. Το ίδιο είχε συμβεί το καλοκαίρι του 2010 με την περίφημη υποψηφιότητα του Διονύση Τσακνή, που έμεινε στο δρόμο και τον ανάγκασε να επιστρέψει στην κοιτίδα της Ανοιχτής Πόλης. Το ίδιο συνέβη και τώρα, παράπονο που εξέφρασε τις προάλλες με αξιοπρέπεια και με συγκροτημένα επιχειρήματα στην Κεντρική Πολιτική Επιτροπή του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, η επικεφαλής της κίνησης Ελένη Πορτάλιου.
 
Μια υποψηφιότητα, λοιπόν, που ξεκινάει με ένα «γιατί» αλλά και με αρκετά «διότι», ένα αίνιγμα, σταυρόλεξο, στοίχημα, που αλλάζει δυναμικά τους όρους του παιχνιδιού στον Δήμο Αθηναίων.