Το στέλεχος του ΔΝΤ αναφέρθηκε στις αδυναμίες της συνθήκης του Μάαστριχτ να προβλέψει συγκεκριμένα μέσα για την αντιμετώπιση των κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην ΟΝΕ, ενώ τόνισε πως οι συντάκτες της Συνθήκης αγνόησαν τους κινδύνους που συνδέονται με την υπερβολική μόχλευση του ιδιωτικού τομέα και την απόκλισης της ανταγωνιστικότητας, τομείς που αποδείχθηκαν η «αχίλλειος πτέρνα» της Ευρωζώνης.
Αναποτελεσματικοί μηχανισμοί εποπτείας
Ο Ρέζα Μογκαντάμ αναφέρθηκε στους αναποτελεσματικούς μηχανισμούς εποπτείας, επισημαίνοντας πως χώρες όπως π.χ. η Ελλάδα και η Ιταλία εισήλθαν στην ΟΝΕ , παρά το γεγονός ότι δεν πληρούσαν τα αρχικά κριτήρια του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για το δημόσιο χρέος.
«Η συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς κανόνες ήταν ασταθής, με τις χώρες κινούνται μέσα και έξω από τα όρια» τόνισε, προσθέτοντας πως η Συνθήκη δεν προέβλεπε κεντρικό συντονισμό της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς την εποχή εκείνη (1992) η απώλεια της εθνικής κυριαρχίας δεν ήταν πολιτικά εφικτή.
Απειθαρχία των χρηματοπιστωτικών αγορών
Ο διευθυντής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ εστίασε περισσότερο στην απειθαρχία των χρηματοπιστωτικών αγορών που τιμολογούσαν τους κίνδυνους στη ζώνη του ευρώ λανθασμένα και έτσι επετράπη η συσσώρευση μεγάλων διασυνοριακών χρεών (μέσω των τραπεζών).
Η ρήτρα «μη διάσωσης» της Συνθήκης του Μάαστριχτ εκλήφθηκε ως μη αξιόπιστη από τις αγορές, οι οποίες επί σειρά ετών τιμολογούσαν με σχεδόν ομοιόμορφο τρόπο τα ομόλογα των κρατών της ευρωζώνης, καθώς θεωρούσαν πως η οικονομική και χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση της ζώνης του ευρώ την έκανε «πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει».
«Όταν ξέσπασε η κρίση, η μη βιωσιμότητα αυτών των ανισορροπιών του ιδιωτικού τομέα έγινε εμφανής, απειλώντας με κατάρρευση το τραπεζικό σύστημα. Αν και θεωρήθηκε ότι οι ιδιωτικές ανισορροπίες ήταν πρόβλημα του ιδιωτικού τομέα, αντ 'αυτού επέδρασαν στο χρέος του δημόσιου τομέα» είπε χαρακτηριστικά και έφερε ως παράδειγμα την Ιρλανδία και την Ισπανία.
Σύμφωνα με τον Μογκαντάμ, αν και μέχρι σήμερα έχει υπάρξει πρόοδος στο σκέλος της οικονομικής και δημοσιονομικής διακυβέρνησης, οι βασικές αλλαγές που θα καταστήσουν ισχυρότερη την αρχιτεκτονική της ΟΝΕ παραμένουν ατελείς, κάτι που καταδεικνύεται από το ότι ο κατακερματισμός των χρηματοπιστωτικών αγορών εξακολουθεί να υφίσταται, αλλά και από το ότι η ανάκαμψη παραμένει αδύναμη και εύθραυστη.
Σύμφωνα με τον Μογκαντάμ η έλλειψη προόδου στο θέμα της άμεσης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από τον ESM περιορίζει την αξιοπιστία του SRM και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM).
Θα πρέπει να συνδυασθεί με μακροπροληπτικά εργαλεία και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στον χρηματοοικονομικό τομέα, που θα μειώσουν τη συσσώρευση των ιδιωτικών ανισορροπιών και τους κίνδυνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Έτσι, θα πρέπει να θεσπισθούν νέες αγορές, με συντονισμένες δράσεις πολιτικής, τόσο στη ζώνη του ευρώ όσο και σε εθνικό επίπεδο για την αντιμετώπιση των ρυθμιστικών, νομικών και διαρθρωτικών εμποδίων.
Ειδικά στην αγορά εργασίας υπάρχει ανάγκη εναρμόνισης των κανονισμών, ώστε να υπάρξει πολύ μεγαλύτερη κινητικότητα του εργατικού δυναμικού από ό, τι σήμερα.