Του Πέτρου Βουρλή
Δυστυχώς για άλλη μία φορά φαίνεται να βλέπουμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος. Αντί να δούμε την θαυμαστή αυτή διαδικασία μέσω της οποίας οι Ελβετοί πολίτες συμμετέχουν στο πολιτικό γίγνεσθαι για οτιδήποτε και οποτεδήποτε το επιθυμούν, εστιάζουμε στο αποτέλεσμα που αφορά εντέλει μόνο τους Ελβετούς και την κοινωνία τους.
Με αφορμή διάφορα κείμενα και σχόλια τα οποία διαβάσαμε στο διαδίκτυο, θα σημειώσω κάποια πολύ συχνά λάθη που κάνουν όσοι αναγκάζονται, μάλλον με κάποια δυσαρέσκεια, να μιλήσουν για τα δημοψηφίσματα ως θεσμό.
1. Η πλειοψηφία στο συγκεκριμένο δημοψήφισμα ήταν ισχνή (50,3%) αλλά η συμμετοχή ανήλθε στο 55,8%. Το 2011 η συμμετοχή των Ελβετών στις εκλογές για την ανάδειξη της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης ήταν 49,1%. Θα μπορούσε έτσι να πει κανείς ότι οι Ελβετοί δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το ποιος θα τους αντιπροσωπεύσει αφού διαθέτουν τους θεσμούς (τα δημοψηφίσματα) μέσω των οποίων μπορούν να επαναφέρουν τους αντιπροσώπους τους στην τάξη.
2. Τα γερμανόφωνα καντόνια παρουσιάστηκαν ως περισσότερο «συντηρητικά». Δεν είμαι καθόλου βέβαιος για το αν ισχύει κάτι τέτοιο, αλλά είναι σίγουρο ότι είναι πολύ περισσότερο «αμεσοδημοκρατικά» από τα αντίστοιχα γαλλόφωνα, με τα ιταλόφωνα να βρίσκονται κάπου στη μέση. (Frey & Stutzer – Happiness and Economics σελ.192)
3. Οι θεσμοί άμεσης δημοκρατίας είναι μάλλον άγνωστοι στην Ελλάδα και σίγουρα δεν υποστηρίζονται από κανένα πολιτικό χώρο. Σύσσωμη η ελληνική πολιτική ελίτ όλων των αποχρώσεων, όταν μιλά περί δημοκρατίας αναφέρεται κυρίως στον -δήθεν αντιπροσωπευτικό- κοινοβουλευτισμό. Αν διατηρείτε επιφυλάξεις, κάντε το εξής: ψάξτε σε μία μηχανή αναζήτηση για “άμεση δημοκρατία” και στην συνέχεια κάντε το ίδιο με το “direct democracy”. Αυτό το οποίο είναι γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο, είναι ένα καλά κρυμμένο μυστικό στην Ελλάδα. Στην χώρα που πρωτοεμφανίσθηκε η δημοκρατία.
4. Η δημοκρατία δεν είναι ούτε άμεση ούτε έμμεση, ούτε φυσικά αντιπροσωπευτική. Η δημοκρατία είναι μία, και με απλά λόγια σημαίνει ότι οι πολίτες αποφασίζουν για οτιδήποτε και οποτεδήποτε το επιθυμούν. Φυσικά εντός των ορίων του Συντάγματος το οποίο έχουν οι ίδιοι (με έναν άμεσο ή έμμεσο τρόπο) συγγράψει. Δυστυχώς είμαστε αναγκασμένοι (για ευνόητους λόγους) να χρησιμοποιούμε τον όρο “θεσμοί άμεσης δημοκρατίας” για να εκφράσουμε το αυτονόητο για μία πραγματική δημοκρατία: αυτοί που δικαιούνται να αποφασίζουν είναι μόνο οι πολίτες. Αυτή την στιγμή το βέλτιστο πολιτικό βήμα που μπορούμε να κάνουμε είναι να «μπολιάσουμε» τα αντιπροσωπευτικά πολιτικά συστήματα με θεσμούς άμεσης δημοκρατίας.
5. Υπάρχει όμως κάτι με το οποίο θα συμφωνήσω με όσους δεν υποστηρίζουν τους θεσμούς αυτούς. Είναι όντως επικίνδυνα τα δημοψηφίσματα που καλούν μόνον οι πολίτες. Το ερώτημα είναι, για ποιον; Και η απάντηση είναι απλή: για όσους, ερήμην ημών, αποφασίζουν για το μέλλον μας. Εξυπηρετώντας τους λίγους και ενάντια σε όλους εμάς.
6. Σε ένα δημοψήφισμα το τι θα τεθεί στη λαϊκή κρίση το επιλέγει μόνο ο λαός. Δεν υπάρχουν ζητήματα “οριακής φύσης”. Υπάρχουν απλά, ζητήματα που οι πολίτες τα θεωρούν σημαντικά και αποφασίζουν αυτοί μέσω δημοψηφίσματος, και ζητήματα άλλα τα οποία, πάλι οι πολίτες, θεωρούν ήσσονος σημασίας και για τα οποία αποφασίζουν οι αντιπρόσωποί τους στη Βουλή. Έτσι λειτουργεί μια πραγματική δημοκρατία.
7. Συχνό επιχείρημα ενάντια στα δημοψηφίσματα είναι ότι αυτά απλουστεύουν σύνθετα ζητήματα και απαντούν καταφατικά ή αποφατικά με μία λέξη, ένα ΝΑΙ ή ένα ΟΧΙ. Μα αυτό ακριβώς δεν είναι η ουσία κάθε σοβαρής πολιτικής επιλογής; Οι αντιπρόσωποί μας παίρνουν με έναν άλλο τρόπο τις σημαντικές αποφάσεις; Και εντέλει, σε μία δημοκρατία –αν φυσικά μιλάμε για δημοκρατία– ποιος αποφασίζει ποια θέματα είναι σύνθετα; Ποιος δικαιούται να αποφασίζει για αυτά; Αν αυτός δεν είναι οι πολίτες (ενώ οι ίδιοι το επιθυμούν) με ποια δημοκρατική νομιμοποίηση το κάνει; Και για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας, αν ένας πολιτικός παρακρατεί ενάντια στην βούληση του λαού, την εντολή που του έδωσε ο τελευταίος, μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατία;
8. Γράφτηκε επίσης το καινοφανές επιχείρημα ότι τα δημοψηφίσματα συρρικνώνουν τα περιθώρια πρότερης διαβούλευσης. Αυτό το οποίο συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ακριβώς το αντίθετο: το λιγότερο σημαντικό σε ένα δημοψήφισμα είναι το αποτέλεσμα. Αντίθετα, η μεγάλη του αξία έγκειται στην πολιτικά εκπαιδευτική του λειτουργία: το πλέον σημαντικό σε ένα δημοψήφισμα είναι ο δημόσιος διάλογος πριν την διεξαγωγή του. Στην διάρκεια αυτού του διαλόγου οι πολίτες ενημερώνονται, ανταλλάσσουν επιχειρήματα, συζητούν, διαβουλεύονται, και εντέλει αποφασίζουν για το μέλλον τους. Έτσι, από κάτοικοι ενός τόπου αυτομετασχηματίζονται σε πολίτες του, γίνονται υπεύθυνοι της ζωής και του μέλλοντός τους. Μην ξεχνάμε ότι όπου οι θεσμοί υπάρχουν και λειτουργούν, το χρονικό περιθώριο από την προκήρυξη ενός δημοψηφίσματος μέχρι την διεξαγωγή του (αν φυσικά μιλάμε για λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία) είναι μερικά χρόνια.
9. Σε μία προσπάθεια διάσωσης της αντιπροσώπευσης (στην ουσία ιδιαίτερα ισχνής, αν όχι ανύπαρκτης, στο ελληνικό πολιτικό σύστημα) διαβάσαμε ότι “Η αρχή της αντιπροσώπευσης είναι πεμπτουσία της δημοκρατίας”. Δεν έχω κάτι να σχολιάσω εδώ. Μιλάμε ελληνικά και αν μη τι άλλο μπορούμε να καταλάβουμε την ετυμολογία της λέξεως δημοκρατία χωρίς να χρειαζόμαστε λεξικό.
10. Τέλος εμφανίσθηκε ξανά το γνωστό και έωλο επιχείρημα σχετικά με το πόσο άργησαν να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα οι γυναίκες στην Ελβετία. Εδώ πραγματικά δεν καταλαβαίνω εάν πρόκειται για ένα επιχείρημα ενάντια στους Ελβετούς άρρενες-πολίτες ή ενάντια στο θεσμό του δημοψηφίσματος. Και αν οι Ελβετοί άργησαν να επιτρέψουν στις γυναίκες την πολιτική συμμετοχή, τι συνέβη στο Κολοράντο το 1893, την Ουάσινγκτον το 1910, την Καλιφόρνια το 1911, το Όρεγκον το 1912 και την Αριζόνα επίσης το 1912; Σε όλες αυτές τις Πολιτείες, οι άρρενες-πολίτες κάλεσαν οι ίδιοι και αποφάσισαν μέσω δημοψηφίσματος να δώσουν πολιτικά δικαιώματα στις γυναίκες. Για άλλη μία φορά βλέπουμε λοιπόν τους αντιπάλους του θεσμού του δημοψηφίσματος να αναφέρουν το τι συνέβη στην Ελβετία με τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών, αλλά να σιωπούν όσον αφορά τα αντίθετα παραδείγματα από τις Η.Π.Α.
Δύο τελευταία, πολύ σημαντικά, σχόλια.
Πρώτον, σχεδόν σε όλα τα κείμενα που διαβάσαμε στην Ελλάδα σχετικά με τα ελβετικά δημοψηφίσματα της 9ης Φεβρουαρίου γράφτηκε ότι το δημοψήφισμα κάλεσε το ακροδεξιό κόμμα SVP (Swiss People’s Party). Αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια και ο τρόπος που γράφτηκε, δεν βοηθά εμάς τους αναγνώστες να συνειδητοποιήσουμε ότι δημοψήφισμα στην Ελβετία καλούν μόνο οι πολίτες. Φυσικά οποιοδήποτε πρόσωπο, κόμμα, ομάδα ειδικών συμφερόντων και συλλογικότητα μπορεί να ζητήσει από τους Ελβετούς πολίτες να προσυπογράψουν το αίτημα τους για διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Όμως ουδείς πολιτικός ή πολιτικό κόμμα δεν έχει το δικαίωμα να καλέσει δημοψήφισμα χωρίς την υποστήριξη των πολιτών. Έτσι, το SVP συνέλεξε τουλάχιστον 100.000 υπογραφές πολιτών σε διάστημα 18 μηνών και κατάφερε να προκαλέσει δημοψήφισμα λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας. Όσοι αμφιβάλλετε, μπορείτε να συμβουλευτείτε το ίδιο το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Σύνταγμα όπου, στα άρθρα 138 – 142, θα δείτε τι ακριβώς ισχύει στη μοναδική δημοκρατία των ημερών μας.
Δεύτερον, όλοι όσοι μιλούν απαξιωτικά για τους θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, ξεχνούν να αναφέρουν ότι το δημοψήφισμα δεν είναι ένα αλλά τουλάχιστον τριών ειδών:
ακυρωτικό μέσω του οποίου μπορεί να ακυρωθεί οποιοσδήποτε νόμος έχει ψηφιστεί από την Βουλή,
λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία για προτάσεις νόμων από τους πολίτες,
υποχρεωτικό δημοψήφισμα μέσω του οποίου τίθεται σε ψηφοφορία οποιαδήποτε αλλαγή στο Σύνταγμα, η συμμετοχή της χώρας σε υπερεθνικούς οργανισμούς και η δέσμευσή της από διακρατικές συμφωνίες.
Υπάρχει βέβαια και ένα τέταρτο είδος δημοψηφίσματος το οποίο αναφέρει ο συνταγματολόγος Ηλίας Νικολόπουλος σε μία καταπληκτική του τοποθέτηση. Είναι αυτό της ανάκλησης αξιωματούχου ή συνολικά της κυβέρνησης. Δείτε την ομιλία του στη “Νέα Ελβετία” (τι σύμπτωση!). Εκεί θα ακούσετε την μόνη σοβαρή πολιτειακή πρόταση ενάντια στην πολιτική μας δυστοπία.
Σας καλώ λοιπόν να σκεφτείτε όλα τα παραπάνω και μετά, αν το επιθυμείτε, να απαντήσετε στο ερώτημα: Θέλετε να γίνουμε Ελβετία;