Όπως σας είχα ενημερώσει στο αποχαιρετιστήριο σημείωμά μου, αποσύρθηκα για ένα διάστημα από την κυκλοφορία για να ολοκληρώσω το βιβλίο με τον προσωρινό τίτλο «Το Ημερολόγιο ενός ανέργου». (Παρεμπιπτόντως, η αποστολή στέφθηκε από επιτυχία και σύντομα θα σας ανακοινώσω από ’δω τα νεότερα). Βρέθηκα λοιπόν σκαρφαλωμένος σ’ ένα βουνό, στα 1.200 μέτρα υψόμετρο.
 
Πολλοί μου λένε ότι με ζηλεύουν. Βουνό, καθαρός αέρας, βόλτες, τα πουλιά να κελαηδάνε, ο καθαρός αέρας να σου χαϊδεύει το πρόσωπο, ακόμα και το κρύο διαφορετικό από της Αθήνας, να σε αναζωογονεί και να σε κινητοποιεί. Μάταια προσπαθώ να τους εξηγήσω πως κάνουν λάθος, πως τίποτα τέτοιο ειδυλλιακό δεν μου συμβαίνει σ’ αυτές τις περιστάσεις παρά μόνο σκληρή δουλειά, να γράφω και να γράφω, με σφυρί και με καλέμι και σπανιότερα με πιο λεπτά εργαλεία, αλλά κανείς δεν με πιστεύει κι έχω αναγκαστεί πια να παραιτηθώ από την προσπάθεια, έχετε δίκιο, στο βουνό ήταν τέλεια.
 
Αλλά υπάρχει και μια αλήθεια σ’ αυτό, από ’κεί ψηλά βλέπεις τα πράγματα λίγο πιο καθαρά, σ’ αυτό άλλωστε βοηθάει το κακό τηλεοπτικό σήμα, η ελλειπτική σύνδεση στο Ίντερνετ, η απουσία κοινωνικών επαφών και οι σύντομες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις με τα εγκόσμια.
 
Είδα λοιπόν από ψηλά τα γεγονότα να εξελίσσονται καταιγιστικά στην Ουκρανία και σκέφτηκα πως κάπως έτσι ξεκινάνε κάποτε οι παγκόσμιοι πόλεμοι, από περιφερειακά γεωπολιτικά παιχνίδια που η συγκυρία, η δυναμική ενεργειακών και άλλων δικτύων και οι επεκτατικές ανάγκες πολυεθνικών εταιρειών ενδέχεται να μετατρέψουν σε κεντρική σύγκρουση. Αυτό δεν σημαίνει πως κάθε τέτοια εμπλοκή θα οδηγήσει σε πόλεμο, σημαίνει όμως ότι οι λαοί κινδυνεύουν να βρεθούν, κάτω από συνθήκες που δεν ορίζουν και δεν ελέγχουν, να βρεθούν εγκλωβισμένοι στο μέσο μιας δίνης ξένης από τα συμφέροντά τους. Είδα τους ευρωπαίους και τους αμερικανούς ηγέτες να παίζουν σκάκι στην πλάτη του λαού της Ουκρανίας, παίζοντας συνάμα με τη ναζιστική φωτιά την οποία σπεύδουν να αγκαλιάσουν στοργικά. Είδα την ελληνική κυβέρνηση να προσπαθεί να μπει στο κάδρο και να αποσπάσει μια λεζάντα,  διεκδικώντας εις μάτην το ρόλο της προεδρεύουσας χώρας.
 
Είδα από ψηλά ένα αεροσκάφος να χάνεται στη σουπερνόβα των δορυφορικών συστημάτων και των ραντάρ, και η τραγική υπόθεση σύντομα να μεταβάλλεται σε χολυγουντιανό/τηλεοπτικό υπερθέαμα σε συνέχειες.
 
Είδα τέλος τη χώρα στάσιμη να περιμένει από κάπου φως, αλλά δεν είδα όραμα, σχέδιο, μια ουσιαστική προσδοκία ανάκαμψης, πέρα από την περίφημη «έξοδο στις αγορές», που από ψηλά φάνταζε περισσότερο σαν έξοδος του Μεσολογγίου. Μπορεί μια χώρα να έχει ως όραμά της να ξαναβγεί στις αγορές, να συνεχίσει τον φαύλο κύκλο του δανεισμού, των ελλειμμάτων και της τοκογλυφίας, χωρίς να ξέρει πού πατάει και πού πηγαίνει, τι θέλει να παράγει και τι να καταναλώνει, πώς να δημιουργεί πλούτο και πώς να τον μοιράζει; Όχι, δεν είναι όραμα αυτό, όπως δεν αποτελεί όραμα το κοινωνικό μέρισμα του πλεονάσματος που θα μοιραστεί προεκλογικά στους αναξιοπαθούντες ένστολους. Από ψηλά όλο αυτό μοιάζει με μπόνους για τη λεγεώνα των ξένων.