του Κωνσταντίνου Πουλή
Έτσι θρηνεί ο κόσμος λαοπρόβλητους πολιτικούς ή καλλιτέχνες, για να δείξει την ευγνωμοσύνη του για όσα έργα πρόλαβαν να μας αφήσουν και τη θλίψη του για όσα δεν θα δουν το φως της μέρας γιατί πρόλαβε ο θάνατος. Αυτό εξηγεί και γιατί θρηνούμε τόσο διαφορετικά τον θάνατο των νέων ανθρώπων, τότε δηλαδή που αυξάνει δραματικά ο αριθμός των απραγματοποίητων έργων του μέλλοντος. Ο Κωστής Παπαγιώργης έζησε εξηνταεφτά χρόνια και μας άφησε πάνω από είκοσι βιβλία που τον καθιστούν τον κορυφαίο έλληνα δοκιμιογράφο. Άφησε ανολοκλήρωτο το βιβλίο του για τον Εαυτό, που ετοίμαζε τώρα, και δεν θα μάθουμε ποτέ τι άλλο ακόμα. Ο θάνατος του είναι μαζί απώλεια ενός πολύ αξιαγάπητου ανθρώπου και απώλεια για τα γράμματα, για την ταλαίπωρη πνευματική μας ζωή.
Τον γνώρισα μοναχά λίγο και πρόσφατα, στις συναντήσεις μιας πολύ ωραίας παρέας που ανταμώνει μια φορά τη βδομάδα σε μια ταβέρνα στα Πετράλωνα, και είχα από την αρχή την εντύπωση ότι τον χαρακτήριζε μια τέτοια καλοσύνη που θα μου ήταν αγαπητός ακόμη κι αν έλειπε όλο το δέος απέναντι στα βιβλία του, ακόμη κι αν ήταν ένας μορφωμένος κύριος που δεν έχει γράψει ποτέ του ούτε μία αράδα, που του αρέσουν τα καλαμπούρια, τα πειράγματα και τα βιβλία.
Όταν του πήραμε συνέντευξη για το «Νέο Πλανόδιον», είχε το γνωστό ύφος του ανθρώπου που δεν είναι καθόλου διανοούμενος, σε σημείο ώστε όταν διάβασε την απομαγνητοφώνηση μάς ρώτησε τι είχαμε πάθει όλοι και τη διόρθωσε, την κούρδισε προσεκτικά δίνοντας τον γνωστό τόνο που χαρακτηρίζει ό,τι έγραψε ο Παπαγιώργης: τη φοβερή γοητεία της εμμονής να μη χρησιμοποιεί ούτε μία φθαρμένη φράση, «ούτε μία παρομοίωση που έχει φάει τα ψωμιά της».
Παρ’ όλ’ αυτά, δεν θα συμφωνούσα με την άποψη ότι ο Παπαγιώργης ήταν αντιπνευματικός τύπος στη συναναστροφή. Άλλοι τον ξέρουν καλύτερα αλλά, όσο μου πέφτει λόγος, θεωρώ ότι υπάρχει μια παρεξήγηση σε αυτή τη φράση: η πνευματικότητα παραμένει ζωντανή ακόμα και όταν, ή μάλλον ιδίως όταν, διηγείται κανείς ιστορίες από τους καβγάδες στη γειτονιά του ή το ματς της περασμένης Κυριακής, γιατί το πνεύμα ή υπάρχει παντού ή δεν υπάρχει πουθενά, δεν σου χαρίζεται ξαφνικά όταν αποφασίζεις να παραστήσεις τον προφέσορα. Πολλές φορές νομίζω ότι η πνευματικότητα συγχέεται με τις καρικατούρες ποιητών στις ελληνικές ταινίες. Από αυτή την άποψη θα έλεγα ότι ο Παπαγιώργης πάντα έβρισκε κάτι ενδιαφέρον να πει, πάντοτε μπορούσε να ανασύρει αυτό που θα είχε τα στοιχεία μιας ορισμένης διεισδυτικότητας, μιας κάποιας ανθρωπογνωσίας, ακόμη και αν επρόκειτο για τα ταπεινότερα θέματα. Το ξεχώρισμα του ιδιαίτερου μέσα στο κοινό είναι γι’ αυτό πνευματικό χαρακτηριστικό, τουλάχιστον εξίσου με το να συζητά κανείς για τον Τόμας Μπέρνχαρντ στις ταβέρνες, πράγμα που επίσης έκανε ο Παπαγιώργης.
Νομίζω ότι αυτή η εικόνα είναι αποτέλεσμα του αυτοσαρκασμού του. Τηρουμένων των αναλογιών, ισχύει ό,τι είχε πει ο Τόμας Μαν για τα διηγήματα του Τσέχοφ: πως οι κριτικοί άργησαν να τα πάρουν στα σοβαρά απλώς και μόνο γιατί τα υποτιμούσε ο Τσέχοφ. Με άλλα λόγια, εξαιτίας της σεμνότητάς του. Ο Παπαγιώργης, μ’ όλη την αδιαμφισβήτητη αναγνώρισή του, την επιτυχία των βιβλίων του, τον έπαινο των συνοδοιπόρων του, επεφύλασσε πάντα στον εαυτό του μια στάση ανελέητου αυτοσαρκασμού. Μίλαγε για τον Παναγιώτη Κονδύλη και ανέφερε μόνο τα πειράγματα του Κονδύλη για τις μεταφράσεις του και τις φιλοσοφικές του δοκιμές, τους επαίνους τούς υπαινισσόταν ευγενικά ή τους αποσιωπούσε.
Ο Παπαγιώργης αδιαφορούσε για τους συναισθηματισμούς και ταυτοχρόνως επεδείκνυε μια αναπάντεχη τρυφερότητα, δέκα φορές πιο ισχυρή ακριβώς γιατί έβγαινε από το στόμα κάποιου που ορκιζόταν ότι είναι παρατηρητής της αναποδιάς. Η τρυφερότητα λοιπόν στα γραπτά του μοιάζει με την εμφάνιση της καλοσύνης στην Ιλιάδα: χίλιοι στίχοι χυμένα άντερα και ανοιγμένα κεφάλια, για να λάμψει η μία στιγμή που ο Έκτορας γελάει παρέα με το παιδί του ή ο Πρίαμος φιλάει τα χέρια του Αχιλλέα. Είναι φως που μπαίνει από χαραμάδα. Λιγοστό, αλλά γι’ αυτό φωτεινότερο.
Στο βιβλίο που έγραψε για τον Βακαλόπουλο υπάρχει μια τέτοια φράση, μέσα σε όλες τις περιγραφές για τις νεανικές κραιπάλες, που λέει πως το σπίτι που δεν το έχει αγιάσει το αναφιλητό παιδιού είναι ξενοδοχείο, και άλλη μία υποσημείωση όπου μια γυναίκα που κρατούσε τον Βακαλόπουλο πιτσιρικά, και που εκείνος την είχε ερωτευτεί, έκλαιγε στην κηδεία του και έλεγε «ήταν το μωρό μου». Αυτές τις φράσεις τις διάβαζα με κάποια έκπληξη, που την διέλυσε όμως η ελάχιστη συναναστροφή μου με τον Παπαγιώργη: μέσα σε όλη τη μικροψυχία του σιναφιού, ο Παπαγιώργης απείχε παρασάγγας από τους ομοτέχνους του, όχι μόνο ως συγγραφέας που ξεχείλιζε ταλέντο, αρκετό για να το σπαταλάει σε έντυπα αριστερά δεξιά, αλλά και ως καλόκαρδος και γελαστός άνθρωπος, που μπόρεσε με επιτυχία να επιβάλλει τους όρους του, να γράψει αυτό που ήθελε, όπως ήθελε. Μπόρεσε, με άλλα λόγια, να πετύχει αυτό που πρότεινε στους άλλους: να βρει ποιος είναι πριν μιλήσει, να βρει τι είναι αυτό που τον καίει. Κρατώ από τη συναναστροφή με τον Παπαγιώργη και τα βιβλία του το πρότυπο ενός ανθρώπου χωρίς μικρότητες και χωρίς μεγαλοπιάσματα, που υπήρξε εξαιρετική παρέα και μεγάλος συγγραφέας.