Του Κωνσταντίνου Πουλή
Τα βίαια εγκλήματα είναι στατιστικά ελάχιστα, απλώς που η υπερεκπροσώπησή τους στα ΜΜΕ δίνει την εντύπωση ότι ο κόσμος είναι γεμάτος από διεστραμμένους σαδιστές εγκληματίες, ενώ η αλήθεια είναι ότι αν κάνει κανείς τον κόπο να κοιτάξει τους πίνακες για να δει ποιοι είναι όντως στη φυλακή, θα δει ότι πρόκειται κατά συντριπτική πλειοψηφία για ανθρώπους που απλώς δεν έχουν να πληρώσουν δικηγόρους και εγγυήσεις. Το 70% των εγκλείστων ήταν καταδικασμένοι σε ποινές ενός μήνα ώς ενός χρόνου και οι μισοί ήταν τεχνίτες και εργάτες. Ακόμη και σήμερα, τη μερίδα του λέοντος καταλαμβάνουν μεταξύ των κρατουμένων οι παραβιάσεις του νόμου περί ναρκωτικών. Οι φυλακές δηλαδή δεν προστάτευαν ποτέ από τέρατα, απλώς αποθήκευαν ανθρώπους που δεν μπορούσαν να πληρώσουν για να ξεφύγουν. Η προπαγάνδα αυτή έχει έναν πολύ απτό σκοπό: «να παρουσιάσει την έννομη τάξη ως προστατευτική δομή» ή, όπως λέει η συγγραφέας: «με την επικέντρωση της κοινής αποστροφής στην επικινδυνότητα ορισμένων ατόμων, απαλλάσσονται οι κοινωνικές δομές».
Ο Ίλι Καρέλι πληροί με επιτυχία όλα τα κριτήρια για να ονοματιστεί κτήνος από τα ΜΜΕ. Είναι μετανάστης που πήγε να σκοτώσει ένα ζευγάρι για να τους ληστέψει. Τι χειρότερο; Πρόκειται για τον ιδεότυπο του βάρβαρου κτήνους. Με λίγη δόση τηλεοπτικής σάλτσας, είναι ο ιδανικός στόχος: ο άνθρωπος στον οποίο ό,τι και να κάνεις είναι πάντα λίγο. Μια γεύση αυτής της στάσης παίρνει κανείς κοιτάζοντας τα σχόλια των αναγνωστών κάτω από την αναφορά της είδησης του θανάτου του στα χέρια των βασανιστών σωφρονιστικών υπαλλήλων.
Εδώ είναι που υπεισέρχεται το επιχείρημα της σαμαρικής ακροδεξιάς πως η ευαισθησία μου (μας) είναι επιλεκτική. Απαντώ με ένα φαρδύ πλατύ Ναι, βεβαίως και είναι. Ότι κάποιος είναι κτήνος δεν αποδεικνύει τίποτε περισσότερο από κάτι που ξέραμε: πως ο άνθρωπος μπορεί να γίνει τέρας, σαδιστής και φονιάς. Αυτό ανήκει στο αστυνομικό δελτίο, και ανάλογα με τα γούστα μπορεί κανείς να το βρίσκει πικάντικο και να διεγείρεται η περιέργειά του ακούγοντας τέτοιες ιστορίες ή να το προσπερνά ως διαστροφή. Ως γνωστόν, το αστυνομικό δελτίο με τις τεμαχισμένες κοπελούδες πάντα είναι πιο ζουμερό από ένα Γιούρογκρουπ. Δεν το υποτιμώ, ο Ντοστογιέφσκι ως σπουδαστής του κακού είχε μια αδυναμία στο αστυνομικό δελτίο, μάλιστα συναντούσε και στη φυλακή τους πρωταγωνιστές του, ως δημοσιογράφος, και βεβαίως και ως λογοτέχνης που συγκέντρωνε το μυθιστορηματικό υλικό του.
Η διαφορά είναι ότι η κρατική βία, δολοφονική εν προκειμένω, δεν συνιστά λεπτομέρεια του αστυνομικού δελτίου, αλλά πολιτικό γεγονός, γιατί εκφράζεται από λειτουργούς του κράτους. Πώς δικαιολογώ την επιλεκτική ευαισθησία μου; Ο νόμος, όπως είπε ο Σάββας Ξηρός (άλλη ενσάρκωση του απόλυτου κακού, ο τρομοκράτης) είναι για να εφαρμόζεται στους παράνομους. Ο νομοταγής μπορεί ποτέ να μη χρειαστεί να έρθει αντιμέτωπος με τον νόμο. Ο λόγος ύπαρξης του ποινικού μας συστήματος είναι προκειμένου να μην αφήνεται ανεξέλεγκτη η εκδικητική μανία, αλλά να δεσμεύεται από τον νόμο. Να προχωρήσω ένα βήμα ακόμη; Αν δεν δεσμεύεται, τότε δεν υπάρχει κανένας τρόπος να πείσεις τον Καρέλι ή τον Ξηρό ότι κάτι κάνει λάθος. Αυτό συνιστά στα μάτια μου επαρκές επιχείρημα προκειμένου να υποστηρίξουμε ότι η διαφορά μεταξύ ενός εγκλήματος που διαπράττεται από σωφρονιστικούς υπαλλήλους και ενός εγκλήματος που διαπράττεται από έναν τυχαίο πολίτη δεν είναι συναισθηματική και υποκειμενική. Έχει σχέση με το τι ακριβώς σημαίνει το μονοπώλιο της νόμιμης βίας, με το οποίο μας ζαλίζουν κάθε φορά που η «δημόσια δύναμις» ανοίγει κεφάλια.
Η αριστερή κριτική στην κρατική βία, που ξεκινά από την αναρχία και τελειώνει χονδρικά κάπου κοντά στον Πάρη Κουκουλόπουλο, υποστηρίζει είτε ότι ο νόμος θα έπρεπε να τηρηθεί και συνεπώς οι δικαιικοί θεσμοί μας να διορθωθούν ώστε να αποβλέπουν στην υπεράσπιση του κράτους δικαίου, είτε ότι ένας τέτοιος ευσεβής πόθος είναι πικρό ανέκδοτο, γιατί η σφυρίχτρα σφυρίζει, η σκόνη σκονίζει και η αστυνομία καταστέλλει. Ότι δηλαδή κάθε φαντασίωση για το αντίθετο μπορεί να συνιστά παραμυθητική σκέψη, αλλά όχι ανάλυση. Εγώ βρίσκομαι κάπου ενδιάμεσα, πιστεύοντας ότι πολύ δύσκολα θα συμβεί μια τέτοια διόρθωση, αλλά δεν παύει να είναι σωστό και δίκαιο να την επιζητούμε και να την επιδιώκουμε.