Ο Ιταλικός τύπος έσπευσε να δώσει μία «πικάντικη» εξήγηση, μιλώντας για επικείμενες ερωτικές αποκαλύψεις στο Twitter σε βάρος του μονογαμικού πρωθυπουργού. Αστειότητες: όποιος θέλει να πλήξει τον Ερντογάν μπορεί να ανεβάσει τις επίμαχες εικόνες, σήμερα κιόλας, στο Facebook και στο YouTube αλλά και στα εξεζητημένα δίκτυα Vimeo και Soundcloud.
Αστείος είναι και ο συλλογισμός ότι θα προβεί στο άμεσο μέλλον σε απαγόρευση όλων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Και τούτο διότι οι συνεργάτες του, τουλάχιστον, είναι ρέκτες στο διαδίκτυο και γνωρίζουν ότι μία τέτοια απαγόρευση είναι διάτρητη εκτός κι αν απαγορευτεί γενικώς το Internet. Σε μία χώρα, όμως, όπου και ο μικρότερος καφενές παρέχει δωρεάν πρόσβαση στο Internet στους θαμώνες ή κάθε συναλλαγή ρουτίνας (π.χ. αγορά γλυκισμάτων) πραγματοποιείται με τραπεζικές χρεωστικές κάρτες (μέσωInternet), η απαγόρευση θα μεγεθύνει υπερβολικά την λαϊκή δυσαρέσκεια. Άλλωστε, και ο Μουμπάρακ όταν κατάργησε το διαδίκτυο, επίσπευσε, απλώς, το τέλος του καθεστώτος του.
Βεβαίως, μένει και η απλή εκδοχή ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός παρασύρθηκε από το θυμικό του, «έσπασε τα μούτρα του» με την απαγόρευση του Twitter γι' αυτό και, προχθές, ήλθε η αναδίπλωση με την προσωρινή άρση της απαγόρευσης (ανεστάλη η ισχύς της απόφασης της Επιτροπής Απορρήτου Τηλεπικοινωνιών περί απαγόρευσης του Twitter). Ωστόσο, η εκδοχή αυτή δεν είναι επικρατούσα διότι, από τη πρώτη στιγμή, ο πρωθυπουργός δεν μίλησε για πολιτική απόφαση αλλά για… συμμόρφωση σε δικαστική απόφαση και διότι οι στενοί πολιτικοί του σύμμαχοι, ο Πρόεδρος Γκιουλ και ο Αντιπρόεδρος Αρίντς, εξ αρχής έλαβαν τις αποστάσεις τους με τον πρώτο να προαναγγέλλει από νωρίς την άρση της απαγόρευσης.
Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί το Twitter;» νομίζω ότι βρίσκεται στην κεντρική προεκλογική ομιλία του Ερντογάν της προηγούμενης Κυριακής στην Πόλη: «Υπάρχει δικαστική απόφαση … αλλά το Twitter δεν νοιάστηκε. Έφεραν την υπόθεση ενώπιόν μου. Και είπα: ας το λύσουμε μόνοι μας. Ας κάνουμε ό,τι είναι απαραίτητο». Στη δε συνέχεια της ομιλίας του ο Τούρκος πρωθυπουργός τόνισε ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαβρώνουν τις οικογενειακές αξίες, προσβάλλουν την ιδιωτική ζωή και ότι οι ξένες εταιρίες, όπως το Twitter, αγνοούν τις Τουρκικές δικαστικές αποφάσεις ενώ συμμορφώνονται με τις αντίστοιχες Ευρωπαϊκές και Αμερικανικές.
Ποιά είναι, όμως, αυτή η επίμαχη δικαστική απόφαση, που το Twitter αψήφησε; Στο Τουρκικό δικαστήριο είχε προσφύγει μία νοικοκυρά από την Σαμψούντα της Μαύρης Θάλασσας στο όνομα της οποίας ανοίχθηκε, χωρίς την συναίνεσή της, από άγνωστους τρίτους, λογαριασμός στο Twitter. Μέσω του λογαριασμού αυτού διακινείτο πορνογραφικό υλικό που απεικόνιζε, και πάλι, τρίτα πρόσωπα. Το δικαστήριο διάταξε την απαγόρευση λειτουργίας του συγκεκριμένου λογαριασμού (και όχι ολοκλήρου του Twitter). Η νοικοκυρά μετάφρασε επίσημα την απόφαση και την κοινοποίησε στην έδρα του Twitter στις ΗΠΑ αλλά ο λογαριασμός διεγράφη μόνο μετά την γενική απαγόρευση πρόσβασης στο Twitter. Σημειώνεται ότι το Twitter έχει πράγματι φόρμα παραπόνων για κακόβουλη χρήση του, η οποία λειτουργεί αποτελεσματικά για τα θύματα αλλά η φόρμα αυτή δεν προσφέρεται στην Τουρκική γλώσσα…
Το συμπέρασμα είναι ότι η επιλογή του Twitter είναι τυχαία. Στόχος του Ερντογάν είναι να δαιμονοποιήσει (και όχι να απαγορεύσει) τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στο σύνολό τους. Θέλει να τα απαξιώσει στις συνειδήσεις των ψηφοφόρων που πιστεύουν στο τρίπτυχο «οικογένεια, συνοχή, πατρίδα». Και τούτο διότι, το έχει αποδείξει, πιστεύει στην χειραγώγηση των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Έχει καταφέρει να ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος του Τύπου και την τηλεόραση (το αποδεικνύουν οι τηλεφωνικές υποκλοπές!). Απλώς, με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τα πράγματα δεν γίνονται με τον «παραδοσιακό» τρόπο: δεν χωρεί χειραγώγησή τους αλλά μόνον απαξίωσή τους (με την ενίσχυση, ωστόσο, των χειραγωγημένων Τουρκικών ΜΜΕ!).
Στο τελικό ερώτημα, αν θα τα καταφέρει, απάντηση μπορεί να δοθεί μόνον μέσα από τον απολογισμό της διαμαρτυρίας στην πλατεία Ταξίμ του περασμένου καλοκαιριού. Η τακτική ήταν ίδια: απαξίωση της διαμαρτυρίας νεαρών μορφωμένων αστών έναντι του αυταρχικού πρωθυπουργού. Όποιος επισκέφτηκε την Ταξίμ εκείνη την εποχή θα νόμιζε ότι ήταν μία μικρή αναβίωση του Γούντστοκ. Τα μεμονωμένα νυχτερινά επεισόδια δεν άλλαζαν την πολύμορφη, μελωδική, ειρηνική διαμαρτυρία της ημέρας. Και, όμως, ο Ερντογάν, με την βοήθεια των ΜΜΕ, κράτησε μακριά τον συντηρητικό κόσμο από το κεντρικότερο σημείο της Πόλης: ισχυρίστηκε επανειλλημένως στις ομιλίες του ότι οι διαδηλωτές εισέρχονταν με αλκοόλ μέσα στα Τζαμιά και ότι επιτίθεντο σε γυναίκες με μαντήλα, οι οποίες κρατούσαν τα παιδιά στην αγκαλιά τους. Τα περιστατικά αυτά αποδείχθηκαν στην συνέχεια ανακριβή. Και σήμερα, έχοντας συγκρατήσει το μεγαλύτερο μέρος της κομματικής του δύναμης, κατέρχεται αισιόδοξος στις δημοτικές εκλογές.