Του Θέμη Τζήμα
Η κοινωνία διάγει περίοδο εύθραυστης (αν-) ισορροπίας. Χρησιμοποιώ τον όρο για να εννοήσω την κατάσταση κατά την οποία συναντώνται τρία χαρακτηριστικά: πρώτον, ο οργανωμένος και μαζικός ριζοσπαστισμός έχει εμφανώς υποχωρήσει εξαιτίας της παθητικοποίησης και του αποπροσανατολισμού του λαού.
Δεύτερον, η υποχώρηση αυτή, μαζί με τη διαμορφωθείσα- εξαιτίας της κυβερνητικό- μιντιακής προπαγάνδας- ελπίδα ορισμένων μεσοαστικών και μικροαστικών τμημάτων ότι ίσως τα χειρότερα να έχουν περάσει και ότι μπορούν να επιβιώσουν μεσοπρόθεσμα ακόμα και στο παρόν βιοτικό επίπεδο ενισχύουν το κλίμα παθητικής αναμονής και διαμορφώνει μια βάση στήριξης της ενωμένης δεξιάς πέραν της κλειστής ολιγαρχικής κάστας, με κύριο κερδισμένο τη ΝΔ.
Τρίτον, οι προαναφερθείσες φρούδες ελπίδες «συναντώνται» στην άλλη πλευρά της κοινωνικής βάσης με τη μεγάλη μάζα της επισφάλειας, της ανεργίας, της φτώχειας και της περιθωριοποίησης. Ο κόσμος αυτός ενώ βιώνει εκείνο που η πρώτη ομάδα ακόμα δεν αντιλαμβάνεται πλήρως- ότι δηλαδή η κρίση σοβεί και χειροτερεύει κάθε μέρα που δε διαφαίνεται ούτε ίχνος ισχυρής αναπτυξιακής και ανασυγκροτητικής πορείας προς όφελος του λαού- δε διαθέτει οργάνωση, χάνει τη διάθεση για δράση, δε βλέπει σαφές σχέδιο παραμένει κοινωνικά αδρανής και πολιτικά ορφανός.
Η συνάντηση των δύο πλευρών, εκείνων που αναπτύσσουν φρούδες ελπίδες και γι’ αυτό έστω πρόσκαιρα κινούνται πιο συστημικά κι εκείνων που έχουν ολοένα λιγότερα να χάσουν αλλά ελλείψει πρωτοπορίας νιώθουν ως ήττα και όχι ως κάλεσμα σε δράση αυτή τους την κατάσταση εμπεριέχει το σπέρμα του διχασμού της κοινωνίας.
Έτσι στη βάση του προπαρατιθέντος συνδυασμού βιώνουμε την κατάσταση κοινωνικής ύφεσης και άρα επιφανειακής ηρεμίας, που ερμηνεύεται και ίσως εκδηλωθεί εκλογικά ως ένα νέο σημείο εξισορρόπησης της ελληνικής κοινωνίας, μετά τους βίαιους και ριζοσπαστικούς, κοινωνικούς και εκλογικούς κραδασμούς της διετίας 2010- 2012. Στην πραγματικότητα όμως η εικόνα της ισορροπίας είναι αντεστραμμένη. Η κατάσταση της διχασμένης ελληνικής κοινωνίας είναι θεμελιακά ανισόρροπη, περιμένοντας είτε τη διαβρωτική επίδραση της κρίσης, είτε κάποιο καταλυτικό γεγονός για να εκδηλωθεί σε όλη της την ένταση.
Η παρούσα εικόνα εύθραυστης (αν-)ισορροπίας εκδηλώνεται τόσο στις κινητοποιήσεις που παραμένουν υποτονικές και κατατετμημένες, σε χτυπητή αντίθεση με το βάθος της κρίσης και με τη μαζικότητα της πρώτης μνημονιακής διετίας, όσο και στη διαφαινόμενη εκλογική συμπεριφορά. Στις αυτοδιοικητικές εκλογές η αριστερά φαίνεται ότι δε θα καταγράψει ισχυρό ρεύμα υπέρ της, τουλάχιστον όχι όσο θα ήλπιζε κανείς μετά τα καταστροφικά για τον παραδοσιακό δικομματισμό αποτελέσματα του 2012.
Στις ευρωεκλογές φαίνεται- με πολλή επιφύλαξη μιλώντας- ότι η δεξιά θα αντέξει παρότι διαρκώς συρρικνούμενη. Επίσης ότι θα διαφανεί ένας πρόσκαιρος, ασθενής δικομματισμός, μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Δεν πρόκειται για κατά κυριολεξία δικομματισμό καθώς όλες οι άλλες δυνάμεις θα συσπειρώνουν ισχυρές δυνάμεις, ίσως αθροιστικά ισχυρότερες των δύο κομμάτων.
Δεν έχει κοινωνικό βάθος με την έννοια ότι τα δύο κόμματα δεν εκφράζουν αντίστοιχες παρατάξεις με συνείδηση διακριτής ιστορικής ταυτότητας και διαφορετικά στρατηγικά σχέδια για την Ελλάδα μετά την κρίση.
Επιπλέον, η κεντρώα στροφή της πλειοψηφούσας γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ τον απομακρύνει ολοένα περισσότερο από την ανέκφραστη και βουβή ακόμα κοινωνική πλειοψηφία, τον εξελίσσει σε συστημική δύναμη, φοβική προς τα όποια ριζοσπαστικά ρεύματα. Στροφή από την οποία δεν εισπράττει ούτε δημοσκοπικά οφέλη.
Εν κατακλείδι, είναι αρκετά πιθανό οι επερχόμενες εκλογές να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση μιας κοινωνικής και εκλογικής εξισορρόπησης, που είναι ενδεικτική της αδυναμίας κυρίως της αριστεράς να προωθήσει τις προοδευτικές κοινωνικές διεργασίες και να τις εκφράσει σε κεντρικό επίπεδο. Η υπέρβαση αυτής της αδυναμίας δεν είναι αυτονόητη, ούτε εύκολη και θα κριθεί στο διάστημα μέχρι και μετά τις επερχόμενες εθνικές εκλογές από την προγραμματική επάρκεια και την οργανωτική αποτελεσματικότητα όποιου φιλοδοξεί να διαδραματίσει ηγεμονικό ρόλο.