Αναγνωρίζει μεν ότι η Ευρώπη ανακάμπτει, αλλά προειδοποιεί για τον κίνδυνο «παραπλανητικής ασφάλειας» λόγω της πτώσης των τιμών των ομολόγων. Τονίζει ακόμη ότι η κρίση δεν έχει τελειώσει και ζητά συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και χαλαρότερη νομισματική πολιτική από την πλευρά της ΕΚΤ.
 
«Ορισμένες χώρες έχουν ολοκληρώσει με επιτυχία τα προγράμματα βοήθειας. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η κρίση τελείωσε και ότι η αποστολή μας πέτυχε» τονίζει η Λαγκάρντ, σε συνέντευξή της στη γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt και επισημαίνει ότι η ροή τραπεζικών πιστώσεων εξακολουθεί να εμποδίζεται, κυρίως στις χώρες υπό κρίση, όπου οι επιχειρηματίες δυσκολεύονται να δανειστούν, περισσότερο από ό,τι στις οικονομικά ισχυρές χώρες του ευρώ.
 
«Επιπλέον, τα συνεχώς χαμηλά ποσοστά πληθωρισμού φέρνουν περαιτέρω κινδύνους. Γι' αυτό η νομισματική πολιτική στην Ευρώπη θα πρέπει να συνεχίσει να δίνει ώθηση στην ανάπτυξη» τονίζει η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ.
 
Η Κρ. Λαγκάρντ προειδοποιεί ακόμη για τον κίνδυνο να δημιουργηθεί «παραπλανητική ασφάλεια» στην Ευρωζώνη, λόγω του γεγονότος ότι οι τιμές ομολόγων για χώρες υπό κρίση έχουν πέσει, η οποία, τονίζει, «θα μπορούσε να καταλήξει σε απογοήτευση».
 
Απαντώντας σε ερώτηση αν είναι ικανοποιημένη από τις προσπάθειες εξοικονόμησης των χωρών υπό κρίση, η επικεφαλής του ΔΝΤ δηλώνει: «Κατά τη δική μας εντύπωση, σε ό,τι αφορά την σταθεροποίηση των προϋπολογισμών, βρίσκονται όλες οι χώρες στην Ευρώπη σε καλό δρόμο. Ακόμη και αν δεν μπορεί ο καθένας να επιδείξει σχεδόν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, όπως η Γερμανία, ο ρυθμός όμως είναι σωστός» και προσθέτει ότι «προπάντων πρέπει να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα των χωρών, με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις κυρίως στις αγορές εργασίας».
 

Η γραμμή του ΔΝΤ

 
Σε ερώτηση αν τελικά το σωστό φάρμακο για τις υπερχρεωμένες χώρες είναι τα αυστηρά προγράμματα λιτότητας ή τα πακέτα ανάπτυξης και εάν το ΔΝΤ έχει βρει μια καθαρή γραμμή η Κρ. Λαγκάρντ απάντησε τα εξής: 
 
«Ναι, υπάρχει καθαρή γραμμή. Είναι σωστό ότι το ΔΝΤ υποτίμησε τις συνέπειες της εξυγίανσης των προϋπολογισμών στην οικονομική ανάπτυξη, πχ στην Ελλάδα. Και γι’ αυτό δεχτήκαμε και κριτική. Ο λόγος ήταν κυρίως ότι η κατάσταση στην Ευρώπη ήταν σημαντικά δυσκολότερη από το αναμενόμενο. Έτσι στην περίπτωση της Ελλάδας, η βαθιά και διαρκής πολιτική κρίση προκάλεσε επιπλέον ανασφάλεια στους επενδυτές» απαντά. Και προσθέτει:

«Είμαι σίγουρη ότι η δημοσιονομική εξυγίανση και βήματα φιλικά προς την ανάπτυξη δεν αποκλείουν το ένα το άλλο. Αυτό δεν είναι εύκολη θέση, αλλά οι υπερχρεωμένες χώρες δεν μπορούν να αποφύγουν σημαντική μείωση του χρέους τους, αν θέλουν να χτίσουν πάλι εμπιστοσύνη στις αγορές. Πρέπει εντέλει να δει κάθε χώρα προσεκτικά και να σκεφτεί καλά με ποιο ρυθμό θα μειωθεί το χρέος. Γι’ αυτό δεν υπάρχει το ένα φάρμακο για χώρες υπό κρίση».

 

Η πίεση των αγορών

Σε ό,τι αφορά τη «σωστή δόση» η Λαγκάρντ τονίζει ότι «πολύ αποφασιστικό είναι πόσο μεγάλη είναι η πίεση των αγορών στη συγκεκριμένη χώρα» και αναφέρει: «Μια χώρα που δεν μπορεί να πάρει σχεδόν καθόλου χρήματα από τις αγορές, δεν έχει την πολυτέλεια να προωθήσει τη δημοσιονομική εξυγίανση με μικρά βήματα.

Αυτή ήταν η περίπτωση ειδικά στην Ελλάδα. Και η Πορτογαλία έπρεπε να κάνει γενναίες μεταρρυθμίσεις, διότι είχε χάσει την πρόσβαση στις αγορές. Οι μεταρρυθμίσεις, όμως, δεν ήταν τόσο εκτενείς όπως στην Ελλάδα, διότι η κατάσταση στην Πορτογαλία δεν ήταν τόσο κακή. Το πρόγραμμα προσαρμογής στην Ισπανία δεν ήταν τόσο σκληρό, διότι η πίεση των αγορών ήταν χαμηλότερη».