Μας λένε πως «μαζί τα φάγαμε» υπονοώντας πως όλοι είμαστε διεφθαρμένοι. Μας υπενθυμίζουν διαρκώς την κακή εικόνα που δείχνουμε στους ξένους ως μια χώρα απατεώνων. Όσο ο κυβερνητικός λόγος ήταν επικεντρωμένος σε ασαφή και δυσνόητα οικονομικά ζητήματα, δύσκολα μπορούσε να κατανοηθεί και να αμφισβητηθεί. Τώρα όμως που αρχίζει να αναφέρεται στα ζητήματα του περιβάλλοντος και του χώρου μέσα στον οποίο ζούμε αυτή η ασάφεια αρχίζει να ξεδιαλύνεται.
Ο νυν υπουργός Περιβάλλοντος σκοπεύει να καταθέσει προς ψήφιση νομοσχέδιο για τη νομιμοποίηση των αυθαιρέτων. Με ένα σκεπτικό καθαρά οικονομίστικο και με δικαιολογία πως τα πρόστιμα θα φέρουν έσοδα στα ταμεία του κράτους ουσιαστικά αποκαλύπτει τη λογική που κρύβεται πίσω από κάθε πτυχή της σημερινής κυβερνητικής πολιτικής:
Αυτό που επιδιώκει η κυβέρνηση είναι η νομιμοποίηση της διαφθοράς.
Είναι ωραίο να αποκαλύπτονται οι σημασίες των λέξεων: Αυθαίρετο νοείται κάτι ως προς ένα σύστημα αναφοράς. Aυτός που ορίζει το σύστημα αναφοράς, μπορεί να διαχειρίζεται και την όποια έννοια αυθαιρεσίας ανάλογα με τις επιδιώξεις του. Μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία της αυθαίρετης δόμησης στην Ελλάδα θα ήταν εξαιρετικά αποκαλυπτική. Από τη σύσταση του νεώτερου Ελληνικού Κράτους η δημιουργία “αυθαίρετων” οικισμών χαρακτήριζε την ανοικοδόμηση των πόλεων. Από τα Αναφιώτικα και το Προάστιο, μέχρι τους “αυθαίρετους” προσφυγικούς οικισμούς μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και τις μεταπολεμικές “αυθαίρετες” συνοικίες της, Δυτικής κυρίως, Αθήνας η πρακτική της αυτοστέγασης υπήρξε ο κανόνας μάλλον παρά η εξαίρεση στον τρόπο παραγωγής της κατοικίας. Επρόκειτο για οικισμούς που γεννιούνταν από μίαν αναγκαιότητα που εξασφάλιζε τη δυνατότητα στέγασης σε πολλούς ανθρώπους, όταν οι συνθήκες όχι απλώς τους την στερούσαν, αλλά τους απέκοπταν και κάθε άλλη δίοδο για να στεγαστούν σε άλλο τόπο και με άλλο τρόπο: Οι Μικρασιάτες ήρθαν στην Ελλάδα, όχι επειδή το ήθελαν αλλά επειδή το όραμα του Ελληνικού κράτους για μια χώρα των τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών κατέρρευσε. Οι μεταπολεμικοί εσωτερικοί μετανάστες από τα χωριά της ελληνικής επαρχίας δεν μετεγκαταστάθηκαν στις μεγάλες πόλεις από επιλογή αλλά εξ’ αιτίας της πολιτικής συγκυρίας που σχετίζονταν με την- κατά πολλούς σκόπιμη- ερήμωση της υπαίθρου και της απαξίωσης κάθε εναλλακτικής δυνατότητας για αποκεντρωμένη ανάπτυξη.
Οι “αυθαίρετοι” οικισμοί δημιουργούνταν επειδή το κράτος αδυνατούσε ή δεν επιθυμούσε να καλύψει επαρκώς τις ανάγκες στέγασης σε περιπτώσεις που το ίδιο είχε δημιουργήσει- ως πρόβλημα- τις ανάγκες αυτές.
Μέχρι και τη δικτατορία οι “αυθαίρετοι” Οικισμοί διέθεταν δύο αντιφατικά χαρακτηριστικά. Ήταν νομιμοποιημένοι στη συνείδηση των κατοίκων τους ως αναγκαίοι και στη συνείδηση της πλειοψηφίας ως αναγκαίο κακό, αφού όλοι αυτοί οι άνθρωποι κάπως έπρεπε να στεγαστούν. Η πολιτεία αντίθετα σιγά σιγά απονομιμοποιούνταν ηθικά καθώς έμοιαζε αδύναμη να ασκήσει έναν έλεγχο ή να παρέχει οποιαδήποτε εναλλακτική λύση. Η αυτοστέγαση για ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων θεωρούνταν αυτονόητη. Οι ίδιοι οι οικισμοί όμως παρέμεναν εν δυνάμει παράνομοι. Η ανοχή της ύπαρξής τους και η νόμιμη λειτουργία τους καθίστατο αντικείμενο μιας διαρκούς διελκυστίνδας με το συντηρητικό μετεμφυλιακό κράτος. Οι “οικιστές”, όντας σε κατάσταση ομηρείας, “συναλλάσσονταν” με τον τοπικό αστυφύλακα, άρχοντα ή βουλευτή με αντάλλαγμα τη σιωπή ή την ψήφο ή ακόμα και κάποιο “δώρο”. (Για μια συνοπτική εξιστόρηση της εξέλιξης της Αθήνας και των αυθαιρέτων της δείτε εδώ)
Το κύριο χαρακτηριστικό όλων των “αυθαίρετων” οικισμών ήταν πως επρόκειτο για “Οικισμούς” με όλη τη σημασία της λέξης. Δημιουργούνταν από μία Κοινότητα που τους χαρακτήριζε και που αποτελούσε τον πιο ισχυρό φορέα όλων όσων συσπειρώνονταν γύρω της για να υλοποιήσουν το αυτονόητο δικαίωμά τους στο κατοικείν. Η δημιουργία των “αυθαίρετων” Οικισμών αρχίζει σιγά σιγά να φθίνει μετά τη δικτατορία, παρότι ακόμα και σήμερα θα συναντήσει κανείς αυτοσχέδιες κατοικίες να καλύπτουν τις στεγαστικές ανάγκες. Απο την μεταπολίτευση και έπειτα και κυρίως απο τη δεκαετία του 80, δεν μιλάμε πλέον για Οικισμούς Αυτοστέγασης αλλά μάλλον για Ιδιωτικά Αυθαίρετα.
Σημείωση:
Μέχρις εδώ τα “αυθαίρετα” αναφέρονταν πάντα εντός εισαγωγικών.
Από τη χρονική αυτή στιγμή και μετά έχουμε να κάνουμε με Αυθαίρετα με κεφαλαίο Α.
H μεταπολίτευση ουσιαστικά συνοδεύτηκε από τη δημιουργία νέων καταναλωτικών και νεοπλουτίστικων προτύπων που βρήκαν πρόσφορο έδαφος στα μικροαστικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Δεν είναι στους στόχους του κειμένου να αναλύσει το φαινόμενο αυτό. Αν κάτι χαρακτήριζε όσους ενστερνίστηκαν αυτά τα πρότυπα ήταν, όχι ο πλούτος που δημιουργούσαν (αν όντως κάποιοι από αυτούς όντως παρήγαγαν κάτι), αλλά ο πλούτος που κατανάλωναν. Η περιφανής κατανάλωση του οτιδήποτε, σιγά σιγά έγινε καθεστώς. Οι νεόπλουτοι κατανάλωναν επιχορηγήσεις, αργομισθίες, ρουσφέτια… αργότερα κατανάλωναν δάνεια ή χρηματιστηριακό αέρα… και, στην δική μας περίπτωση, κατανάλωναν χώρο. Μάλιστα ο χώρος που κατανάλωναν ήταν ζωτικός χώρος που αφαιρούσαν από τους γύρω τους, από την πόλη και από την ύπαιθρο. Όπως σιγά σιγά άρχισε να διαφαίνεται, κατανάλωναν τον δημόσιο χώρο με τον ίδιο τρόπο που ιδιοποιούνταν και πολλών λογιών άλλα δημόσια αγαθά. Ο χώρος που κατανάλωναν ξεπερνούσε την έκτασή του σε τετραγωνικά καθώς οι αξίες που κατασπαταλούνταν με την κάθε ανέγερση Αυθαιρέτου ήταν πολύ περισσότερες και πολύ πιο ανεκτίμητες. Όλοι αυτοί που κατανάλωναν αλόγιστα (και) δημόσιο χώρο ήταν τόσοι πολλοί που έμοιαζαν να τον καταναλώνουμε “όλοι μαζί”. Όμως πλέον τον κατανάλωναν μόνοι τους… ένας ένας.
Η έλευση του νεοφιλελευθερισμού διεθνώς, ως πνεύμα , είχε αρχίσει να διεισδύει και στην Ελληνική κοινωνία. Η υποτίμηση των κοινών αγαθών εις βάρος μιας ιδιωτικής οικονομικής ανέλιξης άρχισε σιγά σιγά να αποτελεί συνείδηση για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Η λογική της Ιδιώτευσης και της Αρπαχτής σιγά σιγά έγινε καθεστώς. Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, δεν αντέστρεψε αυτό το ρεύμα. Αντίθετα στο λόγο και την πρακτική του εμπεριέχονταν σπέρματα ή και σαφείς ενδείξεις της ίδιας ακριβώς νοοτροπίας που την κατέστησαν αυτονόητη και την απογείωσαν ηθικά και πολιτικά.
Η νέα γενιά Ιδιωτικών Αυθαιρέτων συνδύαζε την ημιπαράνομη νοοτροπία των προκατόχων της συνδυάζοντάς την όμως με μια επιδεικτική κατανάλωση και μια νοοτροπία “επενδυτή”. Οι νέες αυθαίρετες οικοδομές ήταν πλέον δεύτερης κατοικίας, εξοχικές, πολυτελείς και τεράστιες, καθώς κανένας δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να τις ελέγξει. Η πολιτεία έχοντας χάσει κάθε νομιμοποίηση για το ρόλο της σχετικά με την παραγωγή ή τον έλεγχο του χώρου- όντας απρόθυμη ή και ανίκανη να το κάνει- οδηγήθηκε συνειδητά σε ένα νέο ρόλο: Στη διευκόλυνση της κατανάλωσης και ιδιοποίησης του δημόσιου χωρικού πλούτου της χώρας. Σύντομα αποδείχτηκε πως ο πλούτος αυτός ήταν ένα τεράστιο κεφάλαιο που έμοιαζε ανεξάντλητο και θα μπορούσε ες αεί να αποτελεί αντικείμενο ιδιοποίησης.
Μια σύγκριση θα καταστήσει αμέσως σαφή την παραπάνω περιγραφή. Αν περπατούσε κανείς σε μια οποιαδήποτε γειτονιά “αυθαίρετων” Οικισμών Αυτοστέγασης διαπίστωνε με μια ματιά τα εξής: Τα σπίτια, που ήταν συνήθως μικρής κλίμακας, βρίσκονταν κατά μήκος των δρόμων και των σοκακιών των Οικισμών δημιουργώντας το όριο και τη φυσιογνωμία τους. Ο δρόμος των Οικισμών έπαιρνε στην κυριολεξία ζωή από τις ζωές των κατοίκων τους. Τα παιδιά έπαιζαν στους (συχνά χωμάτινους) δρόμους και οι ενήλικες κάθονταν στα κατώφλια των σπιτιών ή των αυλών τους σε άμεση επαφή με το δρόμο. Ο κοινός χώρος αποκτούσε μία υπεραξία εξ’ αιτίας της ύπαρξης της Κοινότητας. Ο δημόσιος χώρος ήταν ένα Αγαθό που γενννιούνταν από τις αυθαίρετες κατοικίες. Τα σύγχρονα Ιδιωτικά Αυθαίρετα χαρακτηρίζονταν από την ακριβώς αντίθετη νοοτροπία. Διάσπαρτα γύρω από τις πόλεις, πάνω στους λόφους, μέσα στα δάση και τους αγρούς, γύρω από τις παραλίες… ουσιαστικά φύτρωναν ως αυτόνομα και ανεξάρτητα παράσιτα, απαιτώντας όμως οργανική σύνδεση με τις υποδομές των κοντινών τους οικισμών. Δεν ήταν η διασπορά τους που τα χαρακτήριζε αλλά το μέγεθος αυτής της διασποράς. Σε κάθε εποχή άλλωστε υπήρχαν μικρά οικήματα διασπαρτα μέσα στην ύπαιθρο που εξυπηρετούσαν λογιών λογιών ανάγκες, άλλοτε αγροτικές και άλλοτε κατοίκησης. Ο μαζικός όμως “εποικισμός” της υπαίθρου και μάλιστα για λόγους αναψυχής ήταν ένα νέο φαινόμενο με εξαιρετικά οδυνηρές συνέπειες.
Αν αναλογιστεί κανείς τα εκατοντάδες χιλιόμετρα δρόμων, σωληνώσεων και καλωδίων που καταναλώθηκαν με έξοδα ή με συμμετοχή του δημοσίου για να παρέχουν υποδομή σε κάθε ένα από όλα αυτά τα ημινόμιμα, νομότυπα, νομιμοποιημένα ή παράνομα αυθαίρετα θα αντιληφθεί μια τεράστιας έκτασης σπατάλη εις βάρος του δημοσίου. Αν προσθέσει σε αυτό τη μόνιμη στελέχωση των πολεοδομικών υπηρεσιών της χώρας στο “Τμήμα Αυθαιρέτων” και αντιληφθεί τον αριθμό των υπαλλήλων που τίμια ή και με ίδιον όφελος ασχολούνταν για να διαχειριστούν το πρωτοφανές αυτό φαινόμενο των Αυθαιρέτων θα συνειδητοποιήσει πως επρόκειτο για κάποιες χιλιάδες υπαλλήλους που πληρώνονταν για να ασχολούνται μόνο με αυτό. Αν συμπληρώσει στα προηγούμενα τα απλήρωτα ένσημα στο ΙΚΑ, τους χαμένους φόρους από τις εισφορές κάθε είδους στα ταμεία του δημοσίου, συνειδητοποιεί πως δεν επρόκειτο για μια παρατυπία αλλά για μια γενικευμένη και συνειδητή καταλήστευση του δημόσιου πλούτου. Μάλιστα, δεν επρόκειτο για μια ληστεία γενικά εις βάρος των δημοσίων πόρων, αλλά εκείνων ακριβώς που είχαν αναδιανεμητικό χαρακτήρα. Οι νεόπλουτοι γίνονταν πλουσιότεροι ληστεύοντας αυτό που προορίζονταν να ανήκει και να διανέμεται σε όλους. Σε αυτή τη διαδικασία συμμετείχαν όντως όλοι, είτε συνειδητά είτε καταναγκαστικά. Από αυτήν όμως επωφελήθηκαν λίγοι. Όταν καμιά φορά έσκαγε η αστυνομία ή το ΙΚΑ για κάποια καταγγελία αυτοί που κατέληγαν στο αυτόφωρο ήταν οι εργάτες που δούλευαν εκεί, ή καμιά φορά ο μηχανικός αν και όποτε υπήρχε. Ο ιδιοκτήτης την επόμενη μέρα, θα έβρισκε τον τρόπο να “ξεγλυστρήσει” από την κακοτοπιά.
Αφήσαμε τελευταία την περιγραφή της κατασπατάλησης της γης, του χώρου, του τοπίου και οτιδήποτε ιερού, μοναδικού και ανεπανάληπτου χαρακτήριζαν κάποτε αυτόν τον τόπο. Αν διέθεταν μιαν αξία οι πόλεις και η ύπαιθρός μας, αυτή γεννιούνταν από την απέριττη λιτότητα του τοπίου που αντικατόπτριζε ένα πνεύμα ζωής και συμβίωσης. Αυτό το πνεύμα ύμνησαν οι ποιητές και αυτό το πνεύμα ζήλεψαν (στην κυριολεξία) οι παλαιότεροι ξένοι περιηγητές (οι touristes) ή οι νεότεροι τουρίστες που έρχονταν να θαυμάσουν τις βουνοπλαγιές και τα ακρογιάλια μας. Αυτό που ζήλευαν και έρχονταν να δουν ήταν μια ομορφιά που ανήκε σε όλους. Αυτήν την ομορφιά, αυτόν τον δημόσιο πλούτο, οι νεόπλουτοι Αυθαιρετούχοι την “ιδιοποιήθηκαν”.
Αυτήν την “ιδιοποίηση” ή “ιδιωτικοποίηση” επαγγέλλεται και σήμερα η κυρίαρχη κυβερνητική προπαγάνδα ως μοναδική λύση στην κρίση, προτείνοντας το ξεπούλημα κάθε δημόσιου αγαθού, συμπεριλαμβανομένου και του δημόσιου χώρου. Αυτήν ακριβώς τη “λύση”, όμως,την έχουν ήδη εφαρμόσει οι νεόπλουτοι ιδιοποιούμενοι τα δημόσια αγαθά με τα Αυθαίρετά τους. Απλά τώρα η λύση αυτή ονομάζεται νεοφιλελευθερισμός και σκεπάζεται από ένα φωτοστέφανο “ρεαλισμού” ως απάντηση σε ένα πρόβλημα που η ίδια αυτή νοοτροπία έχει δημιουργήσει.
Η ιδιοποίηση αυτή έχει διάφορες μορφές. Είτε παρουσιάζεται με τη μορφή της πώλησης δημόσιας γης σε ιδιώτες (εγχώριους ή ξένους) είτε με τη χρήση της ως εγγύησης για περαιτέρω δανειοδότηση. Άλλοτε πάλι λανσάρεται με τη μορφή της παραχώρησης δημόσιων εκτάσεων (συμπεριλαμβανόμενου του αέρα, της θάλασσας, του τοπίου, της ιστορίας ή και της ομορφιάς που περιβάλλουν την έκταση) στους κάθε λογής επενδυτές των fast track, αγνοώντας κάθε νομιμότητα που προστατεύει τον δημόσιο χαρακτήρα της ίδιας της έκτασης αλλά και των άμεσα σχετιζόμενων με αυτήν. Δεν είναι τυχαίο που η νομοθεσία των fast track παρουσιάζεται την ίδια εποχή, αν όχι στο ίδιο νομοσχέδιο με εκείνο που αφορά τη νομιμοποίηση των αυθαιρέτων. Μας παρουσιάζουν την ιδιωτικοποίηση ως κάτι καινούριο, αυτονόητο και ελπιδοφόρο… Αν θα έπρεπε να νοιώθουμε για κάτι ντροπή θα ήταν αυτή η “ιδιοποίηση”… η φθορά του τοπίου και η διαφθορά των ψυχών.
Αυτήν ακριβώς τη διαφθορά έρχεται σήμερα να νομιμοποιήσει ο κύριος Παπακωνσταντίνου. Όσα πρόστιμα κι αν επιβάλλει όμως, η ανταποδοτικότητα (ακόμα και οικονομικής φύσης) για τη κατασπατάληση των δημόσιων φυσικών ή και ανθρώπινων πόρων είναι ασήμαντη. Το κράτος δεν θα βγάλει λεφτά από αυτή την υπόθεση. Η μόνη συνέπεια που θα προκύψει από αυτή τη διαδικασία είναι πως πλέον η διαφθορά θα είναι νόμος.
Όσοι καταπάτησαν θα το ξανακάνουν γιατί θα ξέρουν πως και στο μέλλον η ατιμωρησία θα είναι ο κανόνας.
Ας μην ξεχνάμε πως στο σήριαλ με τα αυθαίρετα συχνά πυκνά εμφανίζονται ως πρωταγωνιστές διάφοροι επώνυμοι ή και πολιτικοί που κατά τα άλλα παρουσιάζονται ως σοβαροί και νηφάλιοι διαχειριστές της κρίσης. Δεν ξεχνάμε
– Την αυθαίρετη βίλα του τέως υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (νυν Υπουργείου “Περιβάλλοντος”) Γιώργου Σουφλιά, στο 57ο χιλιόμετρο του δρόμου Αθήνας-Σουνίου στην Ανάβυσσο, σε προστατευμένη περιοχή στους ορεινούς όγκους της Λαυρεωτικής.
– Το αυθαίρετο εξοχικό του Βασίλη Μαγγίνα στο Κορωπί, σε οικιστικά προστατευόμενη περιοχή (ζώνη Υμηττού) με άδεια αναψυκτηρίου!
– Το αυθαίρετο της μητέρας του υπουργού “Περιβάλλοντος”, “κυρίου” Παπακωνσταντίνου σε αναδασωτέα έκταση στον οικισμό Χαμολιά.
– Τα κάθε λογής αυθαίρετα ή νομιμοφανή αυθαίρετα μέσα στις πόλεις, χτισμένα, υπό την αιγίδα της πολιτείας, όπως την πρόσφατη “Όπερα” του Λαμπράκη κάτω από το Πάρκο Ελευθερίας (με άδεια γκαράζ), τα λογής λογής Malls ή ακόμα και τις προσωρινές “λυόμενες” Ολυμπιακές εγκαταστάσεις που επτά χρόνια αργότερα παραμένουν σε χρήση, ή ακόμα χειρότερα σε αχρηστία.
Αυτές είναι μόνο οι τελευταίες πινελιές που είδαν το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια, χωρίς να είναι ούτε οι μοναδικές ούτε ίσως οι πιο ακραία έκνομες. Θα άξιζε πραγματικά μια έρευνα για να μας δείξει το πραγματικό πρόσωπο των κυβερνώντων και αντιπολιτευόμενων πολιτικών που προσπαθούν να εμφανίζονται αλώβητοι και υπεράνω κριτικής…
Γι αυτή την κατάσταση μοιάζει να μην υπάρχει λύση. Όντως έχει συντελεστεί ένα τεράστιο κακό που μοιάζει ανεπανόρθωτο. Σα να έχει λαβωθεί ένας πολεμιστής στη μάχη και οι συμπολεμιστές του να μαζεύουν τα τιμαλφή του για να τα δώσουν στη χήρα του. Όχι όμως. Οι πόλεις μας και τα τοπία μας δεν έχουν πεθάνει. Αντί λοιπόν να συζητάμε για την οικονομική μεν αλλά μεγαλοπρεπή τους κηδεία τολμάμε να σκιαγραφήσουμε ένα σχέδιο. Το σχέδιο αυτό, παρότι δεν αναλύεται διεξοδικά, δεν υπολείπεται σε εφαρμοσιμότητα από την πρόταση του υπουργού που νομίζει πως θα καταφέρει να εισπράξει από τα λαμόγια όσα δεν κατάφερε να εισπράξει ως τώρα.
Αντί να νομιμοποιήσουμε τα αυθαίρετα με μόνο κριτήριο τη θέση τους ως προς τη θάλασσα και τα δάση προτείνουμε, παράλληλα με αυτό το κριτήριο, να τα κατατάξουμε και να τα κατεδαφίσουμε με γνώμονα την κοινωνική τους θέση και το ποσό του δημόσιου πλούτου που έχουν καταναλώσει.
Προτείνω λοιπόν:
Για τους “αυθαίρετους” Οικισμούς Αυτοστέγασης:
– Να αποχαρακτηριστούν ως αυθαίρετοι και να θεωρηθούν νόμιμοι όλοι οι Οικισμοί Αυτοστέγασης που φτιάχτηκαν μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 80. Το κράτος να ζητήσει δημόσια συγγνώμη από τους ιδιοκτήτες τους για την ανεπάρκειά του να ασχοληθεί με το ζήτημα της κατοικίας τους.
– Να αποχαρακτηριστούν τα “αυθαίρετα” με μέγεθος μικρότερο μιας μέσης κατοικίας του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ), δηλαδή τα “αυθαίρετα” τα οποία φτιάχτηκαν εξ αιτίας της ανεπάρκειας του κράτους να καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες που αυτό δημιούργησε.
– Να θεσπιστούν “Ειδικοί Μορφολογικοί Κανόνες Δόμησης” στις περιοχές αυτές καθιστώντας υποχρεωτική τη χρήση Τσιμεντόλιθου (ασβεστωμένου ή ανεπίχριστου) και την στέγαση με λαμαρίνα, ως τη μοναδική έκφραση γνήσιας Λαϊκής αρχιτεκτονικής της τελευταίας πεντηκονταετίας. Θυμίζουμε πως αξιόλογοι αρχιτέκτονες όπως ο Αρης Κωνσταντινίδης, ο Κυριάκος Κρόκος ή και ζωγράφοι όπως ο Φασιανός εκφράστηκαν με τα πιο ζεστά λόγια για την πηγαία αυθεντικότητα αυτών των κτισμάτων. (Ελπίζουμε να διακρίνει την ειρωνεία στα λόγια μας ο κύριος Σηφουνάκης. Ο ανεκδιήγητος αυτός υφυπουργίσκος νομίζει πως θεσπίζοντας αντίστοιχα τέτοια μορφολογικά πρότυπα θα μπορέσει να μεταμφιέσει την αδυσώπητη κερδοσκοπία και την ασχετοσύνη των κάθε λογής “Αρχιτεκτονούντων” που επιβάλει η σημερινή νομοθεσία.
Αντίθετα για τα Αυθαίρετα των κάθε λογής νεόπλουτων και εκσυγχρονιστών θα προτείναμε μια πραγματική διαδικασία κάθαρσης που θα έπρεπε να ξεκινήσει “από πάνω προς τα κάτω”.
– Η μοναδική αντιμετώπιση που θα επανέφερε ένα αίσθημα “δικαίου” σχετικά με τα Αυθαίρετα στην κοινωνία θα ήταν μια διαδικασία που στρέφεται πρώτα ενάντια στα μεγάλα λαμόγια, μετά στα μικρότερα και ούτω καθ εξής. Μία διαδικασία γκρεμίσματος που θα ξεκινούσε να κατεδαφίσει τις μεγάλες λαμογιές και θα συνέχιζε διαδοχικά στις μικρότερες. Μια διαδικασία που θα γκρέμιζε κάθε ίχνος ή υποψία αυθαιρεσίας, χωρίς ίχνος λύπησης για τους Αυθαιρετούχους. Δεν θα ήταν δύσκολο για παράδειγμα να κατεδαφιστούν άμεσα όσα Αυθαίρετα βρίσκονται μέσα ή γύρω από τις περιοχές με τις μεγαλύτερες αντικειμενικές αξίες.
– Στη συνέχεια το γκρέμισμα θα όφειλε να συνεχιστεί στις περιοχές με την αμέσως μικρότερη αξία και ούτω καθ εξής… Δεν θα ορίσουμε σε αυτό το κείμενο το σημείο μηδέν, από κοινωνική και περιβαλλοντική σκοπιά, μέχρι του οποίου θα όφειλε να φτάσει μια τέτοια διαδικασία. Αυτό που επισημαίνουμε είναι η φορά της: Από πάνω προς τα κάτω.
– Μόνο όταν γκρεμιστούν όσα Αυθαίρετα πληγώνουν όχι μόνο το τοπίο αλλά και το αίσθημα δικαίου των πολιτών θα μπορέσει να συνεχιστεί η οποιαδήποτε διαδικασία κάθαρσης, νομιμοποίησης, ένταξης ή όπως αλλιώς θέλουμε να την ονομάσουμε, που στόχο έχει να ορίσει μια νέα αρχή. Μόνο τότε θα μπορέσουν να αξιολογηθούν νηφάλια όλες εκείνες οι ενδιάμεσες περιπτώσεις αυθαιρεσίας στις οποίες βρίσκονται εμπλεκόμενοι πλείστοι όσοι. Μόνο τότε τα όποια πρόστιμα ή άλλες επιβαρύνσεις θα αντιστοιχούν σε πραγματικές ποινές και όχι σε “εξαγορά” της παρανομίας με τον ίδιο τρόπο που τόσα χρόνια “εξαγοράζονταν” η διαφθορά των αρμοδίων.
– Θεωρούμε δεδομένο πως σε μια τέτοια διαδικασία κάθαρσης θα όφειλαν να κατεδαφιστούν πρώτα και παραδειγματικά όλα τα αυθαίρετα που ανήκουν σε πρώην και νυν βουλευτές, υπουργούς και κάθε λογής κυβερνώντες, καθώς και όλα τα κρατικά αυθαίρετα ή εκείνα που έγιναν με τις πλάτες της πολιτείας.
Θεωρούμε αυτονόητο επίσης πως κάθε αυθαίρετο δεύτερης κατοικίας καθώς και όλα τα αυθαίρετα σε δασικές εκτάσεις και αιγιαλούς οφείλουν να αποτελούν προτεραιότητα μιας τέτοιας διαδικασίας.
– Το κόστος κάθε διαδικασίας κατεδάφισης πρέπει να επιβαρύνει τον ιδιοκτήτη του Αυθαιρέτου. Σε περίπτωση άρνησης συμμόρφωσης η πολιτεία οφείλει να δεσμεύει και τα υπόλοιπα περιουσιακά του στοιχεία μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας.
Επίλογος
Θα λύσω τα γρήγορα πόδια της κληματίδας,
και θα καλέσω τη Ζούγκλα να σβήσει τα χνάρια – σας!
Οι σκεπές θα εξαφανιστούν στο πέρασμά – της,
τα δοκάρια των σπιτιών θα γκρεμιστούν
και η Καρέλα, η πιο πικρή Καρέλα,
όλα θα τα σκεπάσει!
(Απόσπασμα από το Βιβλίο της Ζούγκλας του Ρ. Κίπλινγκ που περιγράφει την εκδίκηση της Ζούγκλας στην έπαρση των ανθρώπων)
Περιγράφηκαν αμέσως πριν οι γενικές αρχές που θα όφειλαν να καθοδηγούν αυτή την απαραίτητη διαδικασία κάθαρσης μέσω μιας στοχευμένης αλλά γενικευμένης εκστρατείας κατεδάφισης. Αν αντίστοιχες προσπάθειες απέτυχαν στο παρελθόν είναι διότι δεν πρόταξαν ξεκάθαρα τα ζητήματα μιας κοινωνικής και περιβαλλοντικής ισορροπίας ως αίτιά τους. Είναι απαραίτητο να γίνει σαφές σε όλους και ειδικά σε όσους εμπλέκονται στην διαδικασία της οικοδομής πως μια τέτοια κάθαρση θα ήταν προς όφελος τους.
Μια γενναία κατεδάφιση θα ήταν μια πραγματική ένεση στην οικονομία. Χιλιάδες μπουλντόζες θα έπιαναν αμέσως δουλειά. Εκατομμύρια ευρώ θα γέμιζαν τα ταμεία του κράτους και εκατοντάδες χιλιάδες ένσημα θα κολλούνταν προς όφελος αυτών που θα δούλευαν σε μια τέτοια επιχείρηση. Τα μπάζα από όλα αυτά τα ερείπια μπορούν κάλλιστα να μεταφερθούν στα άπειρα εγκαταλελειμμένα νταμάρια αποκαθιστώντας το σχήμα του φυσικού τοπίου. Η διαδικασία της κατεδάφισης μπορεί να γίνεται σταδιακά για μερικά χρόνια, με πρόβλεψη μετεγκατάστασης όσων θίγονται από αυτήν χωρίς να φταίνε, για παράδειγμα όσων κατοικούν με ενοίκιο σε αυθαίρετα κτίσματα.
Αν δεν σπάσεις τα αυγά και μάλιστα της στρουθοκαμήλου, που βάζει το κεφάλι στο χώμα για να πάψει να αντικρίζει το πρόβλημα, δεν γίνεται ομελέτα. Ο κύριος υπουργός αντίθετα νομίζει πως με λίγα πρόστιμα θα κάνει τη δουλειά του . Στην εποχή που ζούμε όμως δεν υπάρχει ακαταλόγιστο. Οφείλει ο καθένας να συνειδητοποιήσει τις ευθύνες και τις συνέπειες των πράξεών του. Δεν είμαστε εμείς οι πρώτοι που θα χαρακτηρίσουμε την πολιτική που ακολουθεί αδιέξοδη και ολοκληρωτική. Ούτε θα υπερβάλουμε αν υπονοήσουμε πως στα λόγια και τις πράξεις του διαφαίνονται ομοιότητες με τον Αιχμαν, τον πειθήνιο υπάλληλο του ναζιστικού κράτους που στη δίκη του υποστήριζε πως, όταν εργαζόταν για την εξόντωση των Εβραίων, «δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς» και πως ακολουθούσε εντολές. Πόσο γνώριμοι ακούγονται τέτοιου είδους «μονόδρομοι» με τα σημερινά τους αντίστοιχα. Ακόμα και η «Τελική λύση» που χρησιμοποιούσαν οι ναζί ως λέξη για να συγκαλύψουν μέσα στην ασάφεια το συντελούμενο έγκλημα, μοιάζει τόσο επίκαιρα συσχετιζόμενη με την ακατανόητη ορολογία των κυβερνώντων.
Δεν έχει νόημα να ασχολούμαστε με τέτοιου τύπου “κυρίους” ειδικά όταν αποδεικνύεται πως είναι βαθιά βουτηγμένοι μέσα στη διαφθορά των αυθαιρέτων. Αν απευθυνόμαστε σε κάποιους είναι σε όσους αναζητούν ακόμα την αξιοπρέπειά τους μέσα σε αυτό το γίγνεσθαι. Ιδιαίτερα δε απευθυνόμαστε στους συναδέλφους μηχανικούς και ειδικά στους αρχιτέκτονες.
Οφείλουμε σύντομα και αποφασιστικά να διατυπώσουμε ξεκάθαρα την άρνησή μας να συνεργαστούμε σε οποιαδήποτε διαδικασία εξαγοράς της διαφθοράς για την οποία μας προορίζουν.
Αν δεν το κάνουμε, θα καταλήξουμε τα επόμενα χρόνια να περιφερόμαστε με τα κεφάλια σκυφτά μέσα στις πολεοδομίες, διακινώντας φακέλους αυθαιρέτων όπως αποδεχτήκαμε να το κάνουμε με τους ημιυπαίθριους. Όλοι όσοι μας κατηγόρησαν ως κλάδο πως συμμετείχαμε στη διαφθορά, θα μας κοιτούν υποτιμητικά ως συνένοχους ή στην καλύτερη περίπτωση ως άβουλα πιόνια. Όσοι “έξυπνοι” παρανόμησαν θα μας κλείνουν περιπαικτικά το μάτι αφού η ιστορία θα τους έχει δικαιώσει. Και όσοι παρέμειναν ακέραιοι, και είναι πολλοί, θα στρέψουν εναντίον μας το μένος τους…
Ο Ηλίας Παπαγεωργίου είναι Αρχιτέκτονας – Μηχανικός