Πριν από τις εκλογές η κυβέρνηση, έχοντας αποτύχει εκ των πραγμάτων να πείσει ότι εξελίσσεται το όραμα του success story, περιορίστηκε να θέσει έναν πολύ χαμηλό πολιτικό στόχο: τη σταθερότητα.
 
Μετά τις εκλογές, προφανώς ανακουφισμένη που η ήττα της δεν ήταν ακόμα ευρύτερη, δήλωσε ότι έλαβε το μήνυμα και προσπάθησε να παρουσιάσει οδικό χάρτη μιας κάποιας ανάκαμψης και διορθωτικών παρεμβάσεων.
 
Λίγες μέρες αργότερα, η κυβέρνηση βρίσκεται απλώς σε τέλμα. Δυσκολεύεται να πραγματοποιήσει ακόμα και τη στοιχειώδη χειρονομία επανεκκίνησης: τον ανασχηματισμό. Σταθερή δεν μπορεί να παραμείνει, πόσο μάλλον να εγγυηθεί τη σταθερότητα που υποσχέθηκε, γιατί το έδαφος στο οποίο κινείται αποδείχτηκε ολισθηρό και θα ’πρεπε να κάνει κάτι για να ξεφύγει. Μπροστά δεν μπορεί να πάει γιατί δεν διαθέτει επιλογές.
 
Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό, πάντως το κυβερνητικό αδιέξοδο δεν έχει αυτή τη στιγμή προκύψει ούτε από έντονες μαζικές κινητοποιήσεις ούτε από κάποια κίνηση ματ της αντιπολίτευσης. Μόνη της έχει παγιδευτεί η κυβέρνηση, κύκλους κάνει γύρω απ’ τον εαυτό της προσκρούοντας παντού σε εμπόδια.
 
Θέλει, λέει, ο πρωθυπουργός να αλλάξει τον υπουργό Οικονομικών, ως απαραίτητη προϋπόθεση για να δείξει ότι προτίθεται ν’ αλλάξει πράγματα και να βελτιώσει την εικόνα της κυβέρνησης. Αλλά δεν θέλει, λέει, να αλλάξει πολιτικές, ουσιαστικά δεν μπορεί, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι θα ’θελε. Το συμπέρασμα απ’ αυτό το αντιθετικό δίπολο είναι ότι η κυβέρνηση είναι εγκλωβισμένη στην πολιτική που απέρριψε το εκλογικό σώμα στις ευρωεκλογές, και το μόνο που θα μπορούσε να επιχειρήσει είναι μονάχα κινήσεις επικοινωνιακού χαρακτήρα ή μικρές προσαρμογές που θα είχαν μονάχα ψυχολογική αξία.
 
Αλλά ούτε κι αυτό το μπορεί, γιατί ο πολιτικός της χρόνος έχει απελπιστικά λιγοστέψει, γιατί οι εταίροι και δανειστές δεν εμφανίζονται διατεθειμένοι να της παραχωρήσουν περιθώρια ελιγμών, γιατί η ψυχολογία που έχει αρχίσει να επικρατεί στους κύκλους της είναι η ψυχολογία τού ο σώζων εαυτόν σωθείτο.
 
Ο κ. Στουρνάρας δεν ήταν επιλογή του πρωθυπουργού, και πάντως δεν ήταν η πρώτη του επιλογή. Αν επιβίωσε, και μάλιστα εφαρμόζοντας ένα αντιλαϊκό πρόγραμμα που άνοιγε συνεχώς νέα μέτωπα εναντίον μεγάλων κοινωνικών ομάδων, είναι επειδή είχε ισχυρή έξωθεν στήριξη.
 
Η επιλογή αντικατάστασης του κ. Στουρνάρα υποδηλώνει την αδυναμία συνέχισης της ίδιας πολιτικής. Η δυσκολία αντικατάστασής του υποδηλώνει την αδυναμία της κυβέρνησης να αποκρυσταλλώσει μια «νέα» πολιτική, τα χαρακτηριστικά της οποίας θα έπρεπε θεωρητικά να ικανοποιούν το τρίπτυχο: επιλεκτική χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας – διεκδίκηση ενός πλαισίου συνέχισης του προγράμματος με παράλληλη ελάφρυνση του χρέους – αναπτυξιακές πρωτοβουλιών. Ο κ. Σαμαράς επιχείρησε προεκλογικά να εισαγάγει αυτό το πλαίσιο στη δημόσια συζήτηση. Το αστείο είναι ότι, επιχειρώντας να προβάλει την εικόνα πολιτικής ηγεμονίας, θέλησε να διανθίσει το σχέδιο και με συνταγματικές πρωτοβουλίες, λες και είχε το χρόνο και τον συσχετισμό των δυνάμεων για τέτοιες πολυτέλειες. Τώρα αντιλαμβάνεται ότι αυτό που ήταν εύκολο υπό τη μορφή διαγγελμάτων, είναι απλώς αδύνατο σε πραγματικό πολιτικό χρόνο και στο πεδίο της πολιτικής εφαρμογής. Δεν πρόκειται για έλλειψη των κατάλληλων προσώπων, πρόκειται απλώς για πολιτικό αδιέξοδο.
 
Περάστε μια βόλτα από την πλατεία Συντάγματος και δείτε την εύγλωττη εικόνα: Ο κ. Στουρνάρας μαζεύει τα πράγματά του προκειμένου να την κοπανήσει από το υπουργείο. Κι οι καθαρίστριες έχουν κατασκηνώσει απέξω προκειμένου να επιστρέψουν στο υπουργείο.
 
Οι καθαρίστριες γνωρίζουν ότι όταν ο πρωθυπουργός λέει «θα διορθώσω τις αδικίες που έγιναν» δεν έχει κατά νου την περίπτωσή τους, κι ας έχουν το δίκιο (και τη δικαιοσύνη) με το μέρος τους.
 
Αλλά κι ο κ. Στουρνάρας γνωρίζει επίσης ότι καθώς ο πρωθυπουργός οργανώνει την έσχατη μάχη επιβίωσης, επίσης δεν έχει κατά νου τη δική του περίπτωση.
 
Οι καθαρίστριες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να κάθονται εκεί και να παλεύουν. Ο κ. Στουρνάρας, αντιθέτως, έχει ακόμα επιλογή. Για πολύ λίγο, νομίζω.