Σύμφωνα με τον τελευταίο απολογισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (έως και την 5η Οκτωβρίου), τουλάχιστον 3.879 άνθρωποι, επί συνόλου 8.033 επίσημα καταγεγραμμένων κρουσμάτων, έχουν χάσει τη ζωή τους από τον αιμορραγικό πυρετό Έμπολα. Την ίδια ώρα, ο ΠΟΥ τονίζει πως ακόμη 21.000 άνθρωποι μπορεί να έχουν μολυνθεί, καθώς τα κρούσματα δεν καταγράφονται με συνέπεια. Η επιδημία λαμβάνει σήμερα χώρα σε 4 κράτη της Δυτικής Αφρικής και συγκεκριμένα στη Γουινέα, τη Λιβερία, τη Σιέρρα Λεόνε και τη Νιγηρία.

Από το 1976, οπότε και εντοπίστηκαν για πρώτη φορά κρούσματα της νόσου, έως το 2013, λιγότερα από 1.000 άτομα ανά έτος είχαν μολυνθεί από κάποιο από τα στελέχη του ιού, γεγονός που καταδεικνύει πως η συνεχιζόμενη έξαρση του 2014 στη Δυτική Αφρική συνιστά τη μεγαλύτερη επιδημία Έμπολα στην Ιστορία.

Τα αμερικανικά Κέντρα Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (CDC) υπολογίζουν πως περίπου 1,4 εκατομμύρια άνθρωποι ενδέχεται να προσβληθούν από τη νόσο μέχρι και τα μέσα του Γενάρη του 2015. Χωρίς κάποια νέα ουσιαστική παρέμβαση, μάλιστα, οι επιστήμονες επισημαίνουν πως τα κρούσματα θα συνεχίσουν να διπλασιάζονται ανά 20 ημέρες.

Τι είναι ο Έμπολα; Συμπτώματα και τρόποι Μετάδοσης

Η νόσος από τον ιό Έμπολα που ονομάζεται επίσης και αιμορραγικός πυρετός Έμπολα είναι μια σπάνια και συχνά θανατηφόρα νόσος που προσβάλλει ανθρώπους και πρωτεύοντα θηλαστικά, όπως είναι οι πίθηκοι και οι γορίλες.

Ο ιός πήρε το όνομά του από τον ποταμό Έμπολα στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, όπου και ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά. Η ακριβής προέλευσή του παραμένει άγνωστη, ωστόσο, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και τη φύση παρόμοιων ιών, οι ερευνητές πιστεύουν σήμερα ότι πρόκειται για ζωονοσογόνο, δηλαδή ασθένεια που μεταδίδεται μεταξύ ζώων και ανθρώπων. Αν και δεν υπάρχουν τα στοιχεία εκείνα που θα θεωρούνταν επαρκή για μία ασφαλή τεκμηρίωση, πλήθος επιστημόνων συνηγορούν πως κύριες «δεξαμενές» του ιού, χωρίς μάλιστα να προσβάλλονται, είναι ορισμένα είδη φρουτοφάγας νυχτερίδας, που αφενός ευδοκιμούν στην υπο-σαχάρια Αφρική και αφετέρου ταξιδεύουν μεγάλες αποστάσεις.

Σύμφωνα με το ΚΕΕΛΠΝΟ, ο ιός Έμπολα μεταδίδεται από άτομο σε άτομο (και από ζώο σε άτομο), με την άμεση επαφή (μέσω αμυχών του δέρματος ή βλεννογόνων) με αίμα, εκκρίσεις, όργανα, ιστούς ή άλλα σωματικά υγρά μολυσμένων ατόμων, νεκρών ή ζωντανών, καθώς και με την έμμεση επαφή με αντικείμενα που έχουν μολυνθεί από σωματικά υγρά ασθενών. Στους τρόπους μετάδοσης περιλαμβάνεται και η σεξουαλική επαφή χωρίς τη χρήση προφυλακτικού, έως και 7 εβδομάδες μετά την πλήρη ανάρρωση του ασθενή. Η μετάδοση στο χώρο του νοσοκομείου είναι επίσης εξαιρετικά συχνή, εξαιτίας της έκθεσης του υγειονομικού προσωπικού, συνοδών και συγγενών, χωρίς τις απαραίτητες προφυλάξεις. Παρά τις εκτεταμένες έρευνες, δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν πως ο ιός μεταδίδεται μέσω του αέρα.

Τα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν σε 2 έως 21 ημέρες μετά την έκθεση στον ιό, αλλά συνήθως κάποιος θα αρχίσει να έχει συμπτώματα στις 8 έως και 10 ημέρες.

Η νόσος μπορεί να εκδηλωθεί ξαφνικά με πυρετό, έντονους μυϊκούς πόνους, αίσθηση αδυναμίας, πονοκέφαλο και πονόλαιμο. Το επόμενο στάδιο της ασθένειας περιλαμβάνει ναυτία, έμετο, διάρροια, ανορεξία, κοιλιακό πόνο, εξάνθημα και δυσλειτουργία του ήπατος και των νεφρών. Μερικοί ασθενείς εμφανίζουν ακόμη στο τελευταίο στάδιο της ασθένειας αιμορραγικές εκδηλώσεις εσωτερικών και εξωτερικών οργάνων (αιμορραγία από τη μύτη, τα ούλα, το δέρμα (μελανιές), αίμα στα εμέσματα ή/και στα κόπρανα) και πολυοργανική ανεπάρκεια.

Για την ώρα, δεν υπάρχει διαθέσιμη θεραπεία, παρά μόνο συμπτωματική.
 

Γιατί τώρα; Γιατί εκεί; Γιατί τόσα θύματα; 

Οι πολιτικές και οικονομικές πτυχές της Επιδημίας
Στο άρθρο του με τίτλο «Ξέσπασμα της ασθένειας του Έμπολα στη Γουϊνέα: Εκεί που η Οικολογία συναντά την Οικονομία», που δημοσιεύτηκε στο PLOS (Neglected Tropical Diseases), ο επιδημιολόγος και ειδικός στις μολυσματικές ασθένειες, Daniel Bausch, με τη συνδρομή της Lara Schwarz, μας εξηγεί γιατί ο Έμπολα χτύπησε πρώτα τη Γουινέα και στη συνέχεια τις γειτονικές Σιέρα Λεόνε και Λιβερία, αλλά και γιατί τα θύματα του εν έτει 2014 είναι τόσα πολλά:
Η νόσος  που πλήττει τον τελευταίο χρόνο τη Δυτική Αφρική οφείλεται στον πλέον επικίνδυνο από τους πέντε υποτύπους του γένους ebolavirus (θνησιμότητα έως και 90%), και συγκεκριμένα στον Zaire ebolavirus, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην επικράτεια του Ζαΐρ (σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό) και έκτοτε έκανε την εμφάνιση του αποκλειστικά σε χώρες της Κεντρικής Αφρικής (Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Δημοκρατία του Κονγκό, Γκαμπόν). Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος για τον οποίο οι επιστήμονες θεώρησαν πως τα πρώτα κρούσματα στη Γουινέα το Δεκέμβριο του 2013, οφείλονταν σε άλλον υποτύπο του Έμπολα.

Με πορτοκαλί χρώμα οι περιοχές με επιβεβαιωμένα κρούσματα Έμπολα – Με μπεζ χρώμα οι περιοχές με ύποπτα κρούσματα

Ο αιμορραγικός πυρετός χτύπησε πρώτα το Guéckédou, μια απομακρυσμένη πόλη στα νότια της χώρας, δίπλα στα σύνορα της Λιβερίας και της Σιέρα Λεόνε. Τα σύνορα των τριών χωρών βρίσκονται στη μέση μια πυκνής δασικής έκτασης, που αποτέλεσε στο παρελθόν καταφύγιο για δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες των εμφύλιων πολέμων που μάστιζαν επί μία δεκαετία τη Λιβερία, τη Σιέρα Λεόνε και τη γειτονική Ακτή του Ελεφαντοστού. Και ενώ ο Έμπολα κάνει συχνά την εμφάνιση του μέσα από το δάσος, σπάνια μαστίζει τις πόλεις, όπως συμβαίνει αυτή τη φορά.

 Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Bausch, «βιολογικοί και οικολογικοί παράγοντες μπορεί να καθορίζουν την εμφάνιση ενός ιού μέσα από τα δάση, αλλά οι κοινωνικοπολιτικοί παράγοντες ξεκάθαρα υπαγορεύουν προς τα πού θα κατευθυνθεί – μια ή δύο μεμονωμένες περιπτώσεις ή το ξέσπασμα μιας παρατεταμένης επιδημίας».

Τέσσερις χώρες χτυπήθηκαν από τη νόσο του Έμπολα και ήδη η μία δείχνει πως έχει κατορθώσει να περιορίσει σημαντικά την εξάπλωσή της. Και αυτή είναι η Νιγηρία (20 κρούσματα, εκ των οποίων μόλις 8 νεκροί). Από την άλλη, οι Γουινέα, Λιβερία και Σιέρα Λεόνε μετρούν ήδη αρκετές χιλιάδες θύματα η καθεμία, κάτι που εν πολλοίς εξηγείται από την κατεστραμμένη οικονομία τους και τις πλήρως υποβαθμισμένες κρατικές δομές τους.

Και αν οι εμφύλιες συρράξεις στη Σιέρα Λεόνε και τη Λιβερία είναι λίγο έως πολύ γνωστές, η κακοδιαχείριση και διαφθορά των αρχών της Γουινέας, που οδήγησε την οικονομία της χώρας στον απόλυτο μαρασμό, παραμένει σχετικά άγνωστη.

Η Γουινέα είναι σήμερα ένα από τα φτωχότερα κράτη παγκοσμίως (178η μεταξύ 187 χωρών, σύμφωνα με το Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (ΗDI) των Ηνωμένων Εθνών), λίγες θέσεις πιο κάτω από τη Λιβερία (175η) και πιο πάνω από τη Σιέρα Λεόνε (183η). Περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους της ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, με ένα 20% του συνολικού πληθυσμού να διαβιεί σε συνθήκες που χαρακτηρίζονται επιεικώς ως συνθήκες «ακραίας φτώχειας», με μέσο προσδόκιμο ζωής τα 56 χρόνια.

 Οι εκτεταμένες δασικές εκτάσεις στα νότια της χώρας κατοικούνται κατά βάση από ολιγομελείς και απομονωμένες φυλές, που ακριβώς επειδή συνιστούν μικρή απειλή για τις ελίτ του Κόνακρι, παραμένουν επί δεκαετίες χωρίς χρηματοδότηση και εκτός οποιουδήποτε κρατικού σχεδιασμού. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μάλιστα, ότι οι φυλές στην περιοχή, που μιλούν τοπικές διαλεκτούς (και όχι την επίσημη γλώσσα του κράτους), δεν αναγνωρίζουν επί της ουσίας τα επίσημα σύνορα, διασχίζοντας τα συχνά για τις καθημερινές δραστηριότητές τους, κάτι που σαφώς ευνόησε τη γρήγορη μετάδοση του ιού και στις τρεις χώρες.

Αξίζει να σημειωθεί ακόμη πως η Γουινέα, έπειτα από το θάνατο του πρώην προέδρου της, Lansana Conte, το 2008, βίωσε μια σειρά πραξικοπημάτων και βίαιων συρράξεων, η οποία «πάγωσε», αν όχι ανέστρεψε, την όποια πρόοδο είχε συντελεστεί τα προηγούμενα χρόνια. Από το 2003, άλλωστε, η φτώχεια είχε αρχίσει να αυξάνεται δραματικά, με τη χώρα να διατηρεί το 8ο χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ παγκοσμίως (παρά τον ορυκτό της πλούτο).

Ο Bausch, ο οποίος, άλλωστε, διεξάγει ερευνητικές δραστηριότητες κοντά στο επίκεντρο της επιδημίας, υπήρξε μάρτυρας των εξελίξεων από πρώτο χέρι: «Σε κάθε ταξίδι στη Γουινέα, σε κάθε μακρύ δρόμο από το Κόνακρι στις δασικές επαρχίες, οι υποδομές φαίνεται ολοένα να χειροτερεύουν – ο κάποτε ασφαλτοστρωμένος δρόμος ήταν σε κακή κατάσταση, οι υπηρεσίες όλο και λιγότερες, οι τιμές υψηλότερες και το δάσος αραιότερο».

Όπως επισημαίνει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας, Leigh Phillips, στο άρθρο του «Η Πολιτική Οικονομία του Έμπολα» (το πρωτότυπο εδώ, μετάφραση από το Barikat εδώ):

«Αν μια τέτοια επιδημία πήγαινε να ξεσπάσει σε κάποια από τις χώρες της βόρειας Ευρώπης για παράδειγμα, κράτη με τις καλύτερες υποδομές υγείας παγκοσμίως, η κατάσταση θα ήταν πολύ πιο εύκολο να ελεγχθεί.

Δεν είναι μόνο η έλλειψη νοσοκομειακών μονάδων, αλλά και η έλλειψη στοιχειωδών συνθηκών υγιεινής στα υπάρχοντα νοσοκομεία, η απουσία κανονικών μονάδων απομόνωσης και η περιορισμένη στελέχωση ειδικευμένου υγειονομικού προσωπικού που να μπορεί να εντοπίσει ανθρώπους που πιθανών να έχουν μολυνθεί. Ούτε μόνο το ότι οι καλύτερες συνθήκες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης αποτελούν κρίσιμο παράγοντα για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, με οποιαδήποτε διαθέσιμη θεραπεία. Η εξάπλωση της ασθένειας επιδεινώθηκε επιπλέον από τα μαρασμό των βασικών κυβερνητικών υποδομών που σε άλλη περίπτωση θα μπορούσαν να περιορίσουν τις μετακινήσεις πληθυσμών, να ελέγξουν τις υλικοτεχνικές δυσκολίες και να βοηθήσουν στο συντονισμό με τις κυβερνήσεις άλλων χωρών.»

Επιστρέφοντας στο δάσος του Guéckédou και στο ερώτημα γιατί η επιδημία του Έμπολα εμφανίστηκε τώρα σε αυτή την απομακρυσμένη γωνιά της Γουινέας, αξίζει να αναφερθούμε σε δύο ακόμη σημαντικούς παράγοντες:  το κλίμα και την επέκταση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στην άγρια φύση.

Σύμφωνα με μακροχρόνιες επιστημονικές παρατηρήσεις, το ξέσπασμα μιας επιδημίας συμπίπτει συχνά χρονικά με τη μετάβαση από την υγρή στην ξηρή εποχή (μιλάμε σαφώς για τα τροπικά κλίματα), ενώ μάλιστα η απότομη και έντονη ξηρασία ακριβώς μετά από μια περίοδο παρατεταμένων βροχοπτώσεων συνιστά σημαντική απειλή, καθώς φαίνεται πως με κάποιον τρόπο επηρεάζει την αναλογία των ζώων που μολύνονται ή/και την συχνότητα της ανθρώπινης επαφής με αυτά.

Πράγματι και στο Guéckédou, η επιδημία ξέσπασε τον Δεκέμβρη, στην έναρξη της ξηρής περιόδου, με τους κατοίκους του να μιλούν για εξαιρετικά άνυδρη και παρατεταμένη ξηρή εποχή, που συνδέεται πιθανότατα με την εντατική υλοτομία στην περιοχή, που έχει οδηγήσει στη δραματική αποψίλωση του Δάσους της Γουινέας. (Την ίδια ώρα, τα δάση της Σιέρα Λεόνε απειλούνται με ολοκληρωτική εξαφάνιση μέχρι το 2018, ενώ στη Λιβερία το 40% των δασικών εκτάσεων έχει πουληθεί σε βιομηχανίες υλοτομίας – Διαβάστε περισσότερα για το πώς η ανθρώπινη δραστηριότητα βοηθά στη διάδοση του Έμπολα στο άρθρο των James West και Tim McDonnell στο Μοther Jones).

Παράλληλα, όσο η φτώχεια μαστίζει τους κατά βάση αγροτικούς απομονωμένους πληθυσμούς, αυτοί χώνονται ολοένα και βαθύτερα μέσα στο δάσος για να επεκτείνουν τα γεωγραφικά όρια και την ποικιλία στα είδη του κυνηγιού, να βρουν ξυλεία για να φτιάξουν κάρβουνο και να εξορύξουν περισσότερα μεταλλεύματα, αυξάνοντας έτσι το ρίσκο της έκθεσης στον  ιό Έμπολα, αλλά και σε άλλες ζωονοσογόνες ασθένειες.

Πολιτισμικές πρακτικές,  Προκατάληψη και Εχθρότητα

Η δραματική εξάπλωση του Έμπολα στην Δυτική Αφρική, ωστόσο, δεν μπορεί να αναλυθεί με ακρίβεια αποκλειστικά μέσω της μελέτης των οικονομικο-πολιτικών συσχετισμών. Οι πολιτισμικές πρακτικές των νοσούντων πληθυσμών, που διατηρούν μια τελείως διαφορετική θεώρηση τόσο της έννοιας της ασθένειας όσο και εκείνης της ίασης – μακριά από τα δυτικά πρότυπα – συνιστούν μια ακόμη προβληματική για τη συντονισμένη και αποτελεσματική αντιμετώπιση της εξάπλωσης της επιδημίας του Έμπολα, και όχι μόνο.

Μια από τις σημαντικότερες πτυχές του προβλήματος αφορά καταρχήν τις πρακτικές ταφής σε χώρες της Δυτικής Αφρικής. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, όταν ένας ασθενής χάσει τη ζωή του από τη νόσο του Έμπολα (συχνά στα τελευταία στάδια ο ασθενής αιμορραγεί), το σώμα του παραμένει μια «δεξαμενή» του ιού, ικανή να μολύνει οποιονδήποτε έρθει σε επαφή με αυτό για τουλάχιστον τρεις ημέρες. Την ίδια ώρα, ωστόσο, οι συγγενείς του, ακλουθώντας παραδόσεις ετών, συνηθίζουν να πλένουν τον νεκρό και να τον φροντίζουν λίγο πριν την ταφή του, ενώ συχνά οι οικείοι του φιλούν το νεκρό σώμα, αποχαιρετώντας τον.

Οι κηδείες συνιστούν στα μέρη εκείνα ένα σπουδαίο γεγονός για την κοινότητα, και συχνά μπορεί να διαρκέσουν πολλές ημέρες ανάλογα με την κοινωνική θέση του αποθανόντος. Όταν ο θρήνος φτάνει πια προς το τέλος του, οι παρευρισκόμενοι πλένουν τα χέρια τους σε μία κοινή λεκάνη και έπειτα φιλούν ή αγγίζουν τον νεκρό. Πρόκειται για το «άγγιγμα της αγάπης».

Η μεγάλη συμβολική αξία της ταφής του νεκρού, μέσα από ένα τελετουργικό αιώνων, εξηγεί γιατί πολλές οικογένειες κρύβουν τους ασθενείς τους, φοβούμενοι πως στο νοσοκομείο θα πεθάνουν μακριά τους, χωρίς να ταφούν όπως τους αξίζει, χωρίς τον αποχαιρετισμό της κοινότητας.

Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Peter Schleicher, συντονιστή εκστρατειών του Ερυθρού Σταυρού στη Λιβερία, σύμφωνα με την οποία, μία από τις ομάδες της οργάνωσης, που βρέθηκαν στις πληγείσες περιοχές, έγινε δεκτή με μεγάλη εχθρότητα από τους εξαγριωμένους κατοίκους μιας κοινότητας, οι οποίοι δεν της επέτρεψαν να πλησιάσει νεκρό μέλος της, για να προχωρήσει στην ασφαλή ταφή του.

Παράλληλα, πληθαίνουν και οι ιστορίες για την μυστική ταφή ασθενών, χωρίς να έχει διαπιστωθεί καν η αιτία θανάτου τους, σε σημεία – χωρίς σήμανση – λίγα μόλις μέτρα κάτω από τη γη. Στην πρωτεύουσα της Λιβερίας, τη Μονρόβια, μάλιστα, εξαιτίας της έλλειψης χώρου ακόμη και για την ταφή των νεκρών, ψαράδες συνήθιζαν να μεταφέρουν για λίγα δολάρια τους νεκρούς σε ένα μικρό νησάκι κοντά στις ακτές, πρακτική που σιγά σιγά εγκαταλείπεται, καθώς όλο και περισσότεροι ψαράδες άρχισαν να χάνουν τη ζωή τους με συμπτώματα παρόμοια εκείνων της νόσου του Έμπολα.

Άλλες πρακτικές που πριμοδοτούν την εξάπλωση του ιού είναι η άρνηση τήρησης των απαγορεύσεων, όπως είναι ο αποκλεισμός των ασθενών (καραντίνα), ή η απαγόρευση του κυνηγιού άγριων ζώων ή/και η κατανάλωση του κρέατός τους.

Μια ακόμα σημαντικότερη πτυχή του προβλήματος, ωστόσο, είναι ο σεβασμός των πληθυσμών αυτών στις δυνάμεις «θεραπευτών» των διαφόρων φυλών και κυρίως η συνακόλουθη προκατάληψη και απέχθεια προς τους δυτικούς γιατρούς, οι οποίοι, μάλιστα, κατηγορούνται συχνά ότι οι ίδιοι φέρνουν τις αρρώστιες αυτές στην Αφρική.

Γυρνώντας το χρόνο πίσω, αξίζει να σημειωθεί πως το 1995, οπότε και σημειώθηκε επιδημία Έμπολα στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, οι θάνατοι μεγάλου αριθμού ασθενών στα νοσοκομεία φούντωσε μια φήμη πως οι γιατροί δολοφονούν τους εργάτες που είχαν κλέψει διαμάντια από τα διάφορα ορυχεία της χώρας.

Το 2000-2001, πάλι, στην Ουγκάντα, οι τοπικές κοινότητες πίστευαν πως οι λευκοί δυτικοί γιατροί πουλούσαν μέλη των ασθενών, με αποτέλεσμα να γίνονται δεκτοί με καχυποψία, ενώ το Γενάρη του 2002, κατά την επίσκεψη μιας διεθνούς ομάδας εμπειρογνώμων σε χωριό της Γκαμπόν, οι χωρικοί τους απείλησαν με χρήση βίας.

Κάθε ένα ξέσπασμα επιδημίας στις χώρες αυτές συνοδεύτηκε από την εχθρότητα και την αντίσταση των τοπικών κοινωνιών στις επιταγές της δυτικής ιατρικής.

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σήμερα στις χώρες της δυτικής Αφρικής:
 Τον Αύγουστο του 2014, άνδρες των δυνάμεων ασφαλείας της Λιβερίας βρέθηκαν αντιμέτωποι με διαδηλωτές, έπειτα από συγκρούσεις που σημειώθηκαν στη συνοικία Ουέστ Πόιντ της Μονρόβια, όταν πλήθος κόσμου επιχείρησε να σπάσει την καραντίνα που έχει επιβληθεί στην περιοχή λόγω του ιού Έμπολα. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, τουλάχιστον τέσσερις άνθρωποι τραυματίστηκαν κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων με τις δυνάμεις ασφαλείας.

Στα μέσα του Σεπτέμβρη, πάλι, τουλάχιστον έξι άνθρωποι, μέλη μιας αντιπροσωπείας η οποία επισκέφθηκε μια αγροτική κοινότητα στη νοτιοανατολική Γουινέα για να ενημερώσει τους κατοίκους σχετικά με τον ιό Έμπολα σκοτώθηκαν, όταν δέχθηκαν επίθεση από ντόπιους. Οι διαδηλωτές, που λιντσάρισαν μέχρι θανάτου 6 από τα μέλη της επιτροπής, κατηγόρησαν τα μέλη της ομάδας (αντιπροσωπεία κυβερνητικών αξιωματούχων και στελεχών των υγειονομικών υπηρεσιών) ότι «ήρθαν να τους σκοτώσουν» διότι, σύμφωνα με εκείνους, «ο Έμπολα είναι μια εφεύρεση των Λευκών για να σκοτώσουν τους Μαύρους».

Μέσα σε αυτό το κλίμα παντελούς έλλειψης εμπιστοσύνης, γίνεται σαφές πως η χορήγηση πειραματικών φαρμάκων, που δεν μπορούν να εγγυηθούν την ίαση, καθίσταται ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, όπως άλλωστε και η ενημέρωση και η τήρηση των στοιχειωδών μέτρων προστασίας από τον ιό.