H Ελένη Βλάχου, πριν από τη χούντα, ήταν ιδιοκτήτρια του μεγαλύτερου, πιο έγκυρου αλλά και πιο δεξιού από τα δημοσιογραφικά συγκροτήματα της χώρας, με την Καθημερινή, τη Μεσημβρινή και το περιοδικό Εικόνες. Ήταν παντοδύναμη και είχε και πολύ ισχυρούς φίλους – και επειδή ήταν μεγαλοαστή πρόσεχε πολύ τις σχέσεις με τους φίλους της, που ήταν πλούσιοι και ισχυροί.
Μετά την 21η Απριλίου 1967, η Ελένη Βλάχου έκανε κάτι πρωτοφανές απολύτως στην ιστορία της δημοσιογραφίας. Έκλεισε όλα της τα έντυπα, ως διαμαρτυρία για τη λογοκρισία της χούντας, λέγοντας με θάρρος στον Παπαδόπουλο πρώτα το «πείτε μου τι να μη γράφω, αλλά όχι και τι να γράφω!» και κατόπιν «Εμένα, κύριε Παπαδόπουλε, το μόνο που με φοβίζει στη ζωή μου είναι αυτό που σου βάζει ο οδοντίατρος στο στόμα για να σου κάνει σφράγισμα και κάνει ζζζ!». Αυτό το τελευταίο όταν ο ίδιος ο Παπαδόπουλος πήγε σπίτι της και την απείλησε για να ανοίξει πάλι τις εφημερίδες της. Κατόπιν η Βλάχου το έσκασε, πήγε στο εξωτερικό όπου αγωνίστηκε για την πτώση της χούντας μέχρι αυτή να επιτευχθεί.
Ήταν μια δεξιά εκδότις και αυτή ήταν μια δεξιά δικτατορία. Καταστράφηκε οικονομικά, ενώ θα μπορούσε να είναι βασίλισσα.
Και φυσικά γυρίζοντας στην Ελλάδα το 1974, έφτιαξε την καλύτερη εφημερίδα που έχει περάσει από τη χώρα μας, την Καθημερινή, την οποία πριν απ’ όλα «εγκατέλειψαν» οι δεξιοί αναγνώστες της. Οι δεξιοί στην Ελλάδα, δυστυχώς, δεν ξέρουν να εκτιμούν αυτούς που τους βγάζουν ασπροπρόσωπους.
Η μεταχουντική Καθημερινή, όπως έλεγε και η Βλάχου, ήταν «για φωτισμένους αριστερούς και λογικούς δεξιούς».
Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 η Μαρία Ρεζάν πήγε να πιάσει δουλειά στην Καθημερινή, η Βλάχου τη γύρισε στο κτίριο της οδού Σωκράτους και της είπε: «Κυρία Ρεζάν, οι έξι από τους επτά ορόφους είναι υποθηκευμένοι. Με αυτό θέλω να πω ότι μπορείτε να γράφετε ό,τι θέλετε και το πολύ πολύ να υποθηκεύσω και τον έβδομο».
Μια φίλη μου, η Λαμπρινή, μου έχει πει την εξής ιστορία: ο (αριστερός) πατριάρχης του Πειραϊκού ρεπορτάζ, ο Νίκος Πηγαδάς, τής διηγήθηκε πως, όταν, νέος, ξεκίνησε να δουλεύει στην Καθημερινή, έγραψε ένα ρεπορτάζ που έθιγε έναν από τους ισχυρούς φίλους της Βλάχου. Το ρεπορτάζ στηρίζονταν σε ένα έγγραφο που το είχε δει και διαβάσει, αλλά δεν το είχε στην κατοχή του. Η Βλάχου τον κάλεσε στο γραφείο της, μετά ταύτα, και ο ίδιος πήγε ανήσυχος ότι μπορεί και να τον απέλυε. «Κύριε Πηγαδά, πού στηρίζετε το ρεπορτάζ σας;», τον ρώτησε. Της ανέφερε το έγγραφο. «Μπορώ να έχω ένα αντίγραφο;» του ζήτησε η Βλάχου. Όταν της απάντησε θετικά, τον χαιρέτησε και του είπε «Πηγαίνετε και συνεχίστε να κάνετε τη δουλειά σας, όπως την κάνετε».
Α, να μην ξεχάσω πως όταν μετά τη χούντα επισκέφθηκε την Ελλάδα ο γενικός γραμματέας του ΚΚ της Γαλλίας Ζωρζ Μαρσέ, συναντήθηκε με όλους τους εκπροσώπους των τότε κομμάτων πλην δεξιάς και ΚΚΕ εσωτερικού, αλλά την πιο θερμή συνάντηση την είχε με την Ελένη Βλάχου.
Η Βλάχου βέβαια, όπως και όλοι οι εκδότες τότε, ήταν μόνον εκδότις. Δεν είχε άλλες δουλειές. Αλλά, όπως είπαμε, είχε φίλους και μάλιστα ισχυρούς.
Με αυτό το δικό μας παράδειγμα, για να μη φτάσω σε ανάλογα παραδείγματα του εξωτερικού, θέλω απλώς να πω πως οι εφημερίδες, όλα τα ΜΜΕ γενικά, είναι επίσης επιχειρήσεις και όχι σταυροφόροι. Αλλά για να είναι σωστές επιχειρήσεις και να αποδίδουν, πρέπει να εξασφαλίζουν την εμπιστοσύνη του κοινού τους. Ακόμα και αν συγκρούονται με συμφέροντα των ιδίων ομίλων. Ας το δούμε μόνο έτσι ψυχρά επιχειρηματικά…