Του Γιάννη Τσιουλάκη

Η υποκρισία του να κατακεραυνώνει κανείς εκείνους (το άρθρο της εδώ) που γράφουν σε μπλόγκ συμπαραστεκόμενοι στον απεργό πείνας αναρχικό Ρωμανό, μέσα από μία πληρωμένη στήλη σε εφημερίδα του Ψυχάρη είναι από μόνη της άξια σχολιασμού, αλλά ας το αφήσουμε αυτό κατά μέρος. Το ασύστολο πατρονάρισμα του Ρωμανού, δε, και η συνεχής αναφορά σε αυτόν ως «παιδί», παρ’ όλο που η ενηλικίωσή του έχει επέλθει προ πολλού, είναι πολύ φτηνά (σχεδόν διαφανή ως προς τις προθέσεις τους) εργαλεία του λόγου για να αξίζουν σοβαρή αποδόμηση. Θα σταθώ όμως σε ένα σημείο που νομίζω ότι έχει ιδιαίτερο πολιτικό και ιστορικό ενδιαφέρον.
 
Λέει, λοιπόν, η Έλενα Ακρίτα: «Ρε συ Νίκο, τι δεν καταλαβαίνεις; Δεν κατοχυρώνονται, βρε αγόρι μου, υστεροφημίες σε λαούς με μνήμη χρυσόψαρου. Κι αν οι Έλληνες τραγουδάν ‘ανάθεμα την ώρα, κατάρα τη στιγμή σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί’, την τύφλα τους δεν ξέρουν ποιο είναι το ‘γελαστό παιδί’ (Ο Ιρλανδός επαναστάτης Μάικλ Κόλινς παρεμπιπτόντως).» Ας αναρωτηθούμε, όμως, έχει πράγματι ο λαός μνήμη χρυσόψαρου; Ή μήπως αυτό είναι αποκλειστικό κεκτημένο της νεοφιλελεύθερης δεξιάς (ή του «ακραίου κέντρου» όπως πολύ εύστοχα το ονομάζει ο Χρήστος Νάτσης); Ξέχασε ο λαός αυτούς που έχασαν τη ζωή τους στις μάχες κατά του φασισμού, του ιμπεριαλισμού, του κράτους και του παρακράτους της άκρας και ψευδο-κεντρώας δεξιάς; Ξέχασε ο λαός αυτούς που έγιναν ηθελημένα ή άθελά τους μάρτυρες τασσόμενοι με το δικό του συμφέρον; Ξέχασε το Νίκο Μπελογιάννη, το Γρηγόρη Λαμπράκη, τους νεκρούς του Πολυτεχνείου, το Νίκο Τεμπονέρα, τον Αλέξη Γρηγορόπουλο, τον Παύλο Φύσσα; Αν κάτι αποδεικνύουν οι διαδηλώσεις του Νοέμβρη (και εδώ και λίγα χρόνια του Δεκέμβρη) είναι ότι, σε πείσμα της εξουσίας και κάτι καθωσπρέπει γραφιάδων σαν την Έλενα Ακρίτα, ο λαός δεν ξεχνάει έτσι εύκολα. Αυτοί που συστηματικά ξεχνούν είναι οι εκάστοτε υπέρμαχοι του νεοφιλελευθερισμού, αφού ζωτικό στοιχείο της ιδεολογίας τους είναι η καταστροφή των συλλογικοτήτων που δημιουργούνται μέσα από τη μνήμη. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι τους πεσόντες ταγματασφαλίτες και δωσίλογους που έχτισαν με το αίμα τους το παρακράτος που συνεχίζει να δρα μέχρι σήμερα τους εξυμνούν μόνο κάποιοι γραφικοί ακροδεξιοί και κανένας από εκείνους που τους χρωστούν τη σημερινή τους εξουσία.
 
Πατρονάρισε και τους αναγνώστες της, λοιπόν, η Έλενα Ακρίτα, εξηγώντας τους για ποιόν γράφτηκε το ‘Γελαστό Παιδί’ (όσοι από εμάς το ξέραμε ήδη, άραγε κυρία Ακρίτα, έχουμε πιο πολύ δικαίωμα δια να ομιλούμε;). Μιας και αναφέρθηκε λοιπόν στον Μάικλ Κόλινς, ευκαιρία να της θυμίσουμε έναν άλλο Ιρλανδό αγωνιστή, το Μπόμπυ Σαντς, που πέθανε από απεργία πείνας στις φυλακές Maze της Βόρειας Ιρλανδίας το 1981, διεκδικώντας ανθρώπινες συνθήκες για τους πολιτικούς κρατούμενους. Την ημέρα του θανάτου του, η πρωθυπουργός της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ δήλωσε ότι: «Ο κος Σαντς ήταν ένας καταδικασμένος εγκληματίας. Διάλεξε ο ίδιος να αφαιρέσει τη ζωή του. Μία επιλογή που η οργάνωσή του [σ.σ. ο ‘Προσωρινός ΙΡΑ’] δεν έδωσε ποτέ στα δικά της θύματα». Μιας κι έχω την τύχη να ζω στη Βόρειο Ιρλανδία τα τελευταία χρόνια, μπορώ να διαβεβαιώσω την Έλενα Ακρίτα ότι ούτε το Μπόμπυ Σαντς τον ξέχασε ποτέ κανείς, και σίγουρα η κοινότητά του τον θυμάται με πολύ μεγαλύτερο θαυμασμό και αγάπη απ’ ότι τη Σιδηρά Κυρία του ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Δυστυχώς, λοιπόν, για εκείνους που εκδίδουν τα κείμενά σας ελπίζοντας ότι ωσάν αυτοεκπληρούμενη προφητεία θα φέρουν και τη «μνήμη του χρυσόψαρου», δεν ξεχνάνε οι λαοί, αγαπητή Έλενα Ακρίτα. Το θέμα είναι αν θα σε θυμούνται όπως το Μπόμπυ Σαντς ή τη Μάργκαρετ Θάτσερ.