Μια από τις ελάχιστες επιστημονικές αναλύσεις για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων, είναι ένα σύντομο δοκίμιο του H.B.M. Murphy (1955). Στην εργασία αυτή σημειώνεται «πως αν και οι φυσικές συνθήκες των στρατοπέδων μπορεί να διαφέρουν –από ένα ξενοδοχείο μέχρι την κόλαση- τα αποτελέσματα είναι μάλλον ομοιόμορφα».
«Διαχωρισμός από τον ευρύτερο πληθυσμό, κοινή χρήση εγκαταστάσεων, έλλειψη ιδιωτικής ζωής, συνωστισμός, έλεγχος, καθώς και ένας περιορισμένος χώρος εντός του οποίου πρόκειται να διεξαχθεί ο κύκλος της ζωής. Όλο αυτό δίνει στους πρόφυγες την αίσθηση της εξάρτησης και μεταφέρει το σαφές μήνυμα ότι ζούν κάτω από ειδικές συνθήκες περιορισμού και ελέγχου».
Ο H.B.M. Murphy και οι συνεργάτες του ανακάλυψαν ότι αυτή η εμπειρία εγκλεισμού διαλύει την αίσθηση Εστίας του πρόσφυγα. Αφαιρεί -μ’ έναν τρόπο- το υπαρξιακό κέντρο του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος γίνεται ανέστιος. Η απώλεια, γίνεται επίκεντρο της ζωής. Κι’ ό,τι χάθηκε, είναι το μόνο που μετράει πια. Εκτός από τον πόνο, τα τραύματα, τις διώξεις και ό,τι έχει ήδη περάσει, εκτός απ’ όλα τα τραγικά που τον οδήγησαν εδώ, ο μετανάστης πρέπει τώρα να αντιμετωπίσει την απώλεια της πατρίδας, της ταυτότητας και ολόκληρης της προηγούμενης ζωής του. Με την ελπίδα, μάλιστα, μιας νέας ζωής σε μια νέα-άγνωστη χώρα, τσεκουρεμένη κι αυτή.
Το άγχος, ο φόβος, η απογοήτευση και η συναισθηματική διαταραχή, είναι το νοσηρό εποικοδόμημα της ανεστιότητας. Τις περισσότερες φορές, ο άνθρωπος εκπίπτει σε μια νηπιακή κατάσταση, χάνοντας τη θέλησή του για ζωή, ενώ ταχύτατα μεταμορφώνεται σε μια απαθή, ανήμπορη ή επιθετική και μανιακή προσωπικότητα.
Ο εγκλεισμένος μετανάστης χάνει την ψυχική του συγκρότηση, την ικανότητα του να συντονίζεται με το περιβάλλον, να προβλέπει και να προσδοκά, αλλά και τα βασικά συναισθήματα προσωπικής του επάρκειας. Πρόκειται για αυτό που ο Bakis, ένας συνεργάτης του Murphy, το 1952, θα ονομάσει «Απάθεια», για να περιγράψει ό,τι συνέβαινε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μετά τον 2ο Π.Π.
Θεωρητικά, υπάρχουν τρείς λύσεις για το μεταναστευτικό, που πλανώνται και οι τρεις πάνω από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης: α) ο επαναπατρισμός, β) η άδεια παραμονής, η παροχή ασύλου κλπ γ) η επανεγκατάσταση σε μια τρίτη χώρα. Κάθε μια και τα προβλήματα της. Όμως, κάτω από τον αιθέρα των θεωρητικών λύσεων, υπάρχει το άθλιο container της πραγματικότητας. Είναι το μόνο πρακτικό και συγκεκριμένο που είναι εδώ. Προσωρινά! Προς στιγμήν! Μόνο που αυτή η στιγμή για τον μετανάστη κρατάει και 2 χρόνια. Προς στιγμήν…το μόνο πρακτικό και υπαρκτό είναι η ψυχική σύνθλιψη εξ’ αιτίας του αναίτιου εγκλεισμού και της ατέρμονης αναμονής.
Κάτω στο έδαφος, στη σκιά των θεωρητικών λύσεων και των ευρωπαϊκών Δουβλίνων, η προσγείωση στην απανθρωπιά είναι οδυνηρή για τους μη απαθείς. Για όσους εστιασμένους στην ανεστιότητα του Ξένου.
Κάτω στο έδαφος, ο άγνωστος μετανάστης πηδά από την ταράτσα μιας αποθήκης, που παριστάνει την εστία του, για να συναντήσει με θανατηφόρο ορμή το χώμα που παριστάνει την πατρίδα μας.
Κάτω στο έδαφος, ο άγνωστος μετανάστης προσπορίζεται ως βρώση πέτρες και βότσαλα, τρώει χώμα κυριολεκτικά, για να δώσει τέλος σε μια αέναη αναμονή. Για να τελειώσει τελεσίδικα, τον αβίωτο του συνωστισμό.
Κάτω στο έδαφος, ο άγνωστος Ξένος νοσεί εκκεντρισμένος στην απώλεια του «είναι» του, αφού πρώτα έχασε στον ίδιο του τον τόπο το «ἑχειν» του.
Εν αναμονή των θεωρητικών λύσεων, οι άνθρωποι –ως συνήθως-πεθαίνουν. Δεν πεθαίνουν προς στιγμήν, προσωρινά. Πεθαίνουν για πάντα.
Είναι βἐβαιο ότι ο Λαός μας είναι, μάλλον, από τους τελευταίους στη μακριά λίστα των ενόχων της νέας αυτής παγκόσμιας θηριωδίας, που οι ντελικάτοι Ευρωπαίοι αποκαλούν πρόβλημα των μεταναστευτικών ροών και όχι ιμπεριαλιστική-αποικιοκρατική λεηλασία εκ μέρους του διεθνούς Καπιταλισμού.
Όμως, άλλο ενοχή κι άλλο ντροπή. Δεν έχουμε ενοχές, αλλά ντρεπόμαστε. Ντρεπόμαστε και ως εκ τούτου είναι ανάγκη να ομολογήσουμε.
Να ομολογήσουμε, ότι τα στρατόπεδα προσφύγων έχουν μια «βαθιά παθολογική» επίδραση στην ψυχική υγεία και να αναλάβουμε τις ευθύνες μας γι’ αυτό, σαν μια ώριμη κοινωνία. Μακριά από αυτο-μαστιγωτικές «φιλοευρωπαϊκές» ρητορίες του τύπου ότι Αμυγδαλέζες δεν υπάρχουν στην πεφωτισμένη Εσπερία. Γιατί η Ευρώπη είναι γεμάτη από δαύτες, είναι δε και η πρώτη διδάξασα στον «πολιτισμό» του εγκλεισμού. Μακριά επίσης από αντι-μεταναστευτικές υστερίες, ασύμβατες με την παράδοση ανοιχτοσύνης του Λαού και του τόπου.
Εκτός, αν λογιζόμαστε κι εμείς ως ανέστιοι μετανάστες στον ίδιο μας τον τόπο, έγκλειστοι στα μοντέρνα διαμερίσματα μας, αποκλεισμένοι από τα δικά μας συναισθήματα προσωπικής επάρκειας. Εκτός, κι αν ύστερα από 30 τόσα χρόνια καταναλωτικής μεταπολίτευσης και 5 χρόνια αναξιοπρεπούς Μνημονίου, εκπέσαμε κι εμείς σε μια νηπιώδη Απάθεια.
Αλλά η επίγνωστη ομολογία, η συνειδητή παραδοχή της ευθύνης, ο ανθρωπισμός που δεν πετάει το μπαλάκι στην εξέδρα της ευρωπαϊκής αδιαφορίας, απαιτεί και δράση. Εδώ και τώρα.
Κι αυτἠ η δρἀση, δεν μπορεί να είναι άλλη από την άμεση άρση των ψυχο-παθολογικών συνεπειών του εγκλεισμού. Κατά το δυνατόν. Με την μείωση της παραμονής, τη μείωση του μεγέθους των καταυλισμών, ώστε να υπάρχει μια αίσθηση κοινότητας, παρέχοντας στους ανθρώπους αυτούς κατοικίες και όχι αποθήκες. Προσφέροντας φώς και ιδιωτικότητα. Επιτρέποντας την επαφή με τον έξω κόσμο. Μειώνοντας την εξάρτηση και αυξάνοντας τη συμμετοχή στην ευρύτερη κοινωνία. Αίροντας την νοσογόνο και αυτοκτονική Απάθεια. Συναντώντας τον Ξένο.
Τη Μεγάλη Παρασκευή ψάλλουν οι Χριστιανοί ένα συγκλονιστικό τροπάριο, κατά το οποίο ο άγιος Ιωσήφ από την Αριμαθαία (κρυφός μαθητής του Χριστού, που από φόβο φανερώθηκε μετά τη σταύρωση) είπε στον Πιλάτο: «Δός μοι τούτον τον Ξένον, όν ομόφυλοι μισούντες θανατούσι ως Ξένον» («Δώσε μου αυτόν τον Ξένο, που οι ομοεθνείς του, μισώντας τον, τον σκοτώνουν σαν Ξένο»).
Σε μια τόση δα πρόταση, η λέξη Ξένος είναι δυο φορές.
Πολύ συνωστισμός απ’ αυτή τη λέξη…σε μια μόνο πρόταση.
Ο πίνακας «Το καρότσι του Μπούχενβαλντ» είναι του Ρίκο Λεμπρούν.