Στις 6 Δεκεμβρίου του 2008 ένας ημίτρελος μπάτσος πυροβόλησε και σκότωσε έναν δεκαπεντάχρονο, τον Αλέξη Γρηγορόπουλο. Ο πόνος των συγγενών και φίλων του παιδιού που χάθηκε είναι υπόθεση ιερή και δική τους, δεν νομίζω ότι τους αφορούν τα συλλυπητήρια ανθρώπων που δεν τον γνώριζαν. Περιορίζομαι λοιπόν σε μια εκτίμηση πολιτική.
Ήδη την ίδια νύχτα άρχισαν συγκεντρώσεις και καταστροφές στην Αθήνα, οι οποίες έλαβαν διαστάσεις ανεξέλεγκτες. Σιγά σιγά, με το πέρασμα των πρώτων ωρών και ημερών, άρχισαν να γίνονται μαζικές διαδηλώσεις, πιο μαζικές απ’ ό,τι η κυβέρνηση μπορούσε να ελέγξει και να συκοφαντήσει, και για λίγες μέρες φαινόταν σαν να είχε αλλάξει το τοπίο. Μια πρόσκαιρη επαναστατική πεζοδρόμηση κεντρικών δρόμων της Αθήνας έδειχνε ότι ξαφνικά υπάρχει ένα ρήγμα στη ροή της καθημερινότητας. Και η καθημερινότητα είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της αλλαγής, όχι η αστυνομία – το βούλιαγμα σε μια ρουτίνα που φαντάζει παντοδύναμη, αμετακίνητη. Εκείνες τις μέρες υπήρχε ένας παλμός μαζικής κατακραυγής της εξουσίας, άλλοτε άναρθρος, άλλοτε έναρθρος, ο οποίος έφερε στην επιφάνεια τις συμμαχίες και τις συμπάθειες του καθενός μας. Το ξέσπασμα βίας που ακολούθησε ήταν τελείως απρόβλεπτο, όπως απρόβλεπτη ήταν και η μαζική συμμετοχή μικρών παιδιών, αμούστακων επαναστατών που αναρωτιόταν κανείς πού φώλιαζε τόσος θυμός μέσα τους. Αλλά φάνηκε ότι φώλιαζε. Ο αναρχικός χώρος έδειξε να απολαμβάνει ένα ξαφνικό φούντωμα της μαζικότητας και της δημοσιότητας του λόγου του, πέρα από κάθε ελπίδα. Οι δύο πλευρές που συζητήθηκαν περισσότερο είναι η βία και το περιεχόμενο της εξέγερσης.
Μια σκέψη ως προς το θέμα της βίας: θυμίζω ότι υπήρξε κάποια στιγμή η φήμη ότι βρίσκονται καθαρίστριες εγκλωβισμένες σε κτίριο που φλεγόταν. Δεν ήταν αλήθεια, αλλά αν ήταν θα είχαμε ίσως από τότε ένα γεγονός ανάλογο της Μαρφίν. Ξέρω ότι υπάρχουν ασφαλίτες, έχω δει κι εγώ τα σχετικά βίντεο, και ξέρω ότι έχουν κάθε συμφέρον στην προβοκάτσια. Εδώ όμως ο αναρχικός χώρος δεν μπορεί να έχει και την πίτα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο. Αν έλεγε, όπως το είπαν προς τιμήν τους αρκετές αναρχικές ομάδες μετά τη Μαρφίν, ότι αρχίσαμε κακό συνήθειο με τις μολότοφ, και ότι δεν ανήκει στη λογική του χώρου μας να μιλάμε για «παράπλευρες απώλειες», γιατί άμα καις, κάποια στιγμή θα κάψεις και ανθρώπους, τότε θα είχε το ηθικό δικαίωμα να μιλήσει για προβοκάτσια. Όταν όμως κάνεις κι εσύ ακριβώς το ίδιο με τον προβοκάτορα και το υποστηρίζεις, τι νόημα έχει να πεις ότι αυτός ή ο άλλος κουκουλοφόρος δεν ήταν δικός σου αλλά της αστυνομίας; Προσωπικά δεν θεωρώ τη βία ως το κεντρικό ζήτημα του Δεκέμβρη. Γι’ αυτούς που τη θεωρούν όμως, η ανάγνωσή του σήμερα θα πρέπει να απαντήσει σε αυτό που συνέβη στη Μαρφίν. Ξέρω ότι το επιχείρημα είναι πως δεν μπορούμε να έχουμε διαδηλώσεις-φιλολογικές βραδιές, χωρίς ποτέ να ανοίξει ρουθούνι. Σύμφωνοι. Δεν μπορεί όμως να ενεργοποιείται αυτό το επιχείρημα κάθε που κάποιος ναρκισσεύεται ότι πυρπολεί τον καπιταλισμό, ρισκάροντας ζωές.
Ο περιορισμός της σχετικής συζήτησης στα επεισόδια συμφέρει τους πιτσιρικάδες, που διεγείρονται με τη βία, και συμφέρει και τα κανάλια, που στριμώχνουν το φαινόμενο στις σπασμένες βιτρίνες. Ωστόσο, όποιος κατέβαινε στις πορείες εκείνες τις μέρες ξέρει ότι το βασικό τους χαρακτηριστικό ήταν η μαζικότητα, όχι η βία. Η άποψή μου είναι πως η κεντρική παρακαταθήκη του Δεκέμβρη είναι η πολιτικοποίηση ή επαναπολιτικοποίηση μιας μεγάλης μάζας ανθρώπων που βρέθηκαν καθημερινά στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για την κρατική καταστολή. Το γέννημα του Δεκέμβρη είναι ο νεοέλληνας πιτσιρικάς εκτός καναπέ. Ήταν η πέρα από κάθε προσδοκία πυροδότηση μιας εξέγερσης με αφορμή ένα γεγονός τυχαίο, μια που ο Κορκονέας είναι γνήσιο τέκνο της αστυνομικής κτηνωδίας, αλλά η δολοφονία του Γρηγορόπουλου δεν υπήρξε βεβαίως σχέδιο της αστυνομίας. Όπως τυχαίο είναι ότι αυτά συνέβαιναν την ώρα που μόλις ξέσπαγε μια κρίση που δεν μας είχε αγγίξει ακόμα, και που έκτοτε ποτίζει με όλο και μεγαλύτερη λύσσα την αστυνομία.
Ως προς το ζήτημα των ασαφών στόχων, πρόκειται για μια κριτική που δεν συμμερίζομαι. Όπως έγραψε ο Πάουλ Λεβί το 1920: «Όταν ξεκινάει η δράση, ακόμη και για ηλίθιους σκοπούς, συμμετέχουμε σε αυτή τη δράση, ώστε με τα συνθήματά μας να την οδηγήσουμε πέρα από αυτούς τους ηλίθιους σκοπούς και δεν τσιρίζουμε “μη σηκώσετε ούτε το δαχτυλάκι σας”, αν αυτοί οι σκοποί δεν μας ικανοποιούν». Όποιος διαθέτει ένα κομματικό μαγαζί, με επαγγελματίες ινστρούκτορες ή πεπαιδευμένους πανεπιστημιακούς για την παραγωγή γραμμής, δεν μπορεί παρά να παραπονείται κάθε φορά που ένα αυθόρμητο κίνημα δεν συντάσσεται με τις θέσεις του. Το κατανοώ, γι’ αυτό έχουν αυτές τις θέσεις οι άνθρωποι, διότι τις πιστεύουν. Αλλά δεν με ενδιαφέρει, όπως δεν με ενδιέφερε και στην περίπτωση των αγανακτισμένων του Συντάγματος. Το πρωταρχικό πολιτικό γεγονός είναι η χειροπιαστή πολιτικοποίηση των διαδηλωτών. Για τα υπόλοιπα, ας προσπαθήσουν οι διανοούμενοι να βγάλουν άκρη. Δουλειά τους είναι. Δεν είναι όμως δουλειά των νεαρών που διαδηλώνουν να απαντούν σε δημοσιογραφικές ερωτήσεις για τα αιτήματά τους, προκειμένου να διαπιστωθεί αν περνούν τις εξετάσεις της πολιτικής ωριμότητας που υποτίθεται πως προϋποθέτει η πολιτική δράση. Εξάλλου, όλες αυτές τις εξετάσεις του επαρκούς, ενήμερου και σοβαρού λόγου, τις περνά καθημερινά όλος ο δημοσιογραφικός και πολιτικός συρφετός που μας κυβερνά, συνεπώς καλό είναι να αλλάξουμε ερωτήματα.
Οι επικριτές του Δεκέμβρη μάς ζητούν πιεστικά να τους απαντήσουμε αν πιστεύουμε ότι καλώς καταστρέφονται οι περιουσίες αθώων συμπολιτών μας, με τη γνωστή τακτική της επιλογής μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης. Από το πλήθος των κειμένων που έχουν γραφτεί σχετικά, ανασύρω την απάντηση του Γ. Λυκιαρδόπουλου, ακριβώς διότι μεταθέτει τον ορίζοντα του ερωτήματος: «Κι αφού αυτά είναι τα ελεεινά δεδομένα που, εκόντες άκοντες, κληροδοτούμε “στα παιδιά μας”, ας τους ευχηθούμε (αν έχουμε καν αυτό το δικαίωμα πλέον), ας τους ευχηθούμε στους δικούς τους αγώνες τουλάχιστον δύναμη, γνώση και αγάπη – αλλά προπάντων δύναμη. Γιατί όπως χωρίς την αγάπη και τη γνώση μπορεί να γίνει κανείς θύτης, χωρίς τη δύναμη θα γίνει οπωσδήποτε θύμα – και δεν τους αξίζει ούτε το ένα ούτε το άλλο».