των Μάνου Φραγκιουδάκη και Θάνου Καμήλαλη
Όταν στις 12 Ιουλίου η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. συμφώνησε με τους ευρωπαίους εταίρους για την εφαρμογή του τρίτου μνημονίου, στο τελικό κείμενο (το οποίο έγινε νόμος του κράτους στις 14 Αυγούστου), συμπεριλήφθηκε μια σειρά ιδιωτικοποιήσεων στις οποίες έπρεπε να προχωρήσει η ελληνική πλευρά. Ανάμεσα σε αυτές, βρισκόταν και η παραχώρηση των κερδοφόρων 14 Αεροδρομίων με τη διευκρίνιση πως αυτά πρέπει να παραχωρηθούν «υπό τους ισχύοντες όρους στους ήδη επιλεγέντες προσφέροντες» (κεφάλαιο 4,4 του τρίτου μνημονίου, παρ. iii). Είναι η πρώτη φορά κατά την οποία σε μνημονιακό κείμενο συμπεριλαμβάνεται όρος από τον οποίο η κυβέρνηση αναλαμβάνει την δέσμευση να πουλήσει δημόσια περιουσία σε συγκεκριμένο αγοραστή.
Μάλιστα, σε non paper του Μεγάρου Μαξίμου όταν προέκυψαν φήμες περί διάθεσης της Fraport για επαναδιαπραγμάτευση, η κυβέρνηση επιβεβαίωσε για ακόμη μια φορά πως «Η ολοκλήρωση της παραχώρησης 14 περιφερειακών αεροδρομίων, χωρίς μεταβολή των όρων που είχαν συμφωνηθεί από τη προηγούμενη κυβέρνηση, αποτελούσε (για ευνόητους λόγους) ρητό όρο της συμφωνίας που προέκυψε από τη Σύνοδο της 12ης Ιουλίου».
Πηγαίνοντας δυόμιση χρόνια πίσω, την 1η Απριλίου του 2013, το ΤΑΙΠΕΔ απευθύνει πρόσκληση για την υποβολή εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την πώληση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων. Στην πρόσκλησή του αυτή, ως είθισται το ΤΑΙΠΕΔ ενημερώνει για τις εταιρίες που προσέλαβε ως Συμβούλους και οι οποίες επρόκειτο να συνδράμουν στην διαδικασία της πώλησης. Ως «τεχνικός σύμβουλος σε σχέση με την Διαγωνιστική Διαδικασία και τη Συναλλαγή» όπως αναφέρεται στην σελίδα 22 της πρόσκλησης, διορίστηκε από το ΤΑΙΠΕΔ η εταιρία Lufthansa Consulting GmbH, θυγατρική της γερμανικής αεροπορικής Lufthansa. Tον διορισμό της παραπάνω εταιρείας ως συμβούλου επιβεβαιώνει και η κοινή Διυπουργική Επιτροπή Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων με απόφαση της τον Ιανουάριο του 2012.
Στις 25 Νοεμβρίου 2014, ανακοινώνεται η κοινοπραξία Fraport-Κοπελούζος, ως ο νικητής του διεθνούς διαγωνισμού για τα Περιφερειακά αεροδρόμια. Κύριος μέτοχος της Fraport, είναι το γερμανικό ομόσπονδο κρατίδιο της Έσης το οποίο κατέχει το 31,5% των μετοχών. Ανάμεσα στους μετόχους όμως παρατηρείται και η αεροπορική εταιρία Lufthansa η οποία κατέχει το 8,45% των μετοχών της εταιρίας. Στον διαγωνισμό για τον οποίο το ΤΑΙΠΕΔ προσέλαβε ως τεχνικό σύμβουλο την θυγατρική εταιρία (Lufthansa Consulting GmbH) νικήτρια αναδείχθηκε η κοινοπραξία στην οποία συμμετέχει η μητρική εταιρία (Lufthansa).
Η συμμετοχή της μητρικής Lufthansa στην θυγατρική Lufthansa Consulting GmbH, ανέρχεται στο 91,5% του μετοχικού κεφαλαίου, και στο 100% των δικαιωμάτων ψήφου. Στην ουσία η θυγατρική ελέγχεται πλήρως από την Lufthansa. Μάλιστα, κοιτάζοντας τις διοικήσεις των δύο εταιριών, παρατηρείται η μετακίνηση των μελών από την μια εταιρία στην άλλη, κάτι που αποδεικνύει τις απόλυτα συνδεδεμένες σχέσεις τους.
Ο Stefan Lauer ήταν πρώην μέλος του Εκτελεστικού συμβουλίου της Deutche Lufthansa και μέλος του ΔΣ της Fraport, ενώ στην συνέχεια μετακινήθηκε στην συμβουλευτική επιτροπή της Lufthansa Consulting. Επικεφαλής της συμβουλευτικής επιτροπής της Lufthansa Consulting είναι σύμφωνα με την ανακοίνωση της ίδιας της εταιρίας (28/10/2014) η Simone Menne, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής και επικεφαλής οικονομικών της Deutche Lufthansa, ενώ ακόμη, μέλη της συμβουλευτικής επιτροπής είναι ο Thomas Klühr, μέλος της οικονομικής διοίκησης της Lufthansa, ο Dr Christoph Kollatz, Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος, Διευθυντής Υπηρεσιών Πληροφοριών και Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου Lufthansa αλλά και ο Frederick Reid, ο οποίος στο παρελθόν είχε διατελέσει ανώτατο διοικητικό στέλεχος της Lufthansa.
Από τα παραπάνω, αποδεικνύεται ξεκάθαρα πως ο σύμβουλος του ΤΑΙΠΕΔ για την ιδιωτικοποίηση των αεροδρομίων έχει άμεσες σχέσεις με την κοινοπραξία η οποία τελικά αναδείχθηκε νικήτρια του διαγωνισμού και προκύπτει εύλογα το ερώτημα για το κατά πόσο κάτι τέτοιο είναι συμβατό με τους κανόνες του ανταγωνισμού και της διαφάνειας.
Τα 28 ακίνητα και οι θυγατρικές των τραπεζών
Φαίνεται επίσης ότι αυτή η τακτική είναι πλέον συνηθισμένη για το ΤΑΙΠΕΔ. Την ίδια ακριβώς είχε ακολουθήσει και στην υπόθεση των 28 ακινήτων του Δημοσίου, για την οποία η κρατική ζημία υπολογίζεται σε πάνω από 500 εκατ. Ευρώ. Η «μη επωφελής» αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας οδήγησε τον περασμένο Ιούλιο σε ποινική δίωξη για βαρύτατες κακουργηματικές πράξεις, που ασκήθηκε από την Εισαγγελέα Διαφθοράς Ελένη Ράικου κατά τριών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και άλλων στελεχών του ΤΑΙΠΕΔ.
Σε αυτά τα 28 ακίνητα συγκαταλέγονται: κτίρια πέντε υπουργείων (Παιδείας, Πολιτισμού, Υγείας, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών), κτίρια που στεγάζουν αστυνομικές υπηρεσίες, (ΓΑΔΑ, Αλλοδαπών), οικονομικές υπηρεσίες και ΔΟΥ και άλλα, όπως το Χημείο του Κράτους. Για να αποφευχθεί η μετακίνηση αυτών των υπηρεσιών προκρίθηκε η λύση της πώλησης και επαναμίσθωσης (sale and lease back). Το ελληνικό κράτος δηλαδή πούλησε τα ακίνητα σε ιδιώτη και στη συνέχεια τα νοίκιασε για να τα χρησιμοποιεί για 20 χρόνια.
Τα 28 ακίνητα χωρίστηκαν to 2011 σε 2 χαρτοφυλάκια (Α και Β) των 14 το καθένα. Το Α χαρτοφυλάκιο πωλήθηκε το 2013 στην Εθνική Πανγαία, τότε θυγατρική της Εθνικής Τράπεζας, ενώ το Β' αγοράστηκε από την Eurobank Properties, θυγατρική της Eurobank. To πρόβλημα όμως είναι ότι για την πώληση των ακινήτων το ΤΑΙΠΕΔ προσέλαβε ως χρηματοοικονομικούς συμβούλους δύο άλλες θυγατρικές της Εθνικής και της Eurobank. Συγκεκριμένα για το χαρτοφυλάκιο Α' επιλέχθηκε ως σύμβουλος η NBG Securities SA και για το Β' η Eurobank Equities Investment Firm.
Το αν ήταν συμφέρουσα για το ελληνικό Δημόσιο η συμφωνία που υπέγραψε το ΤΑΙΠΕΔ εν μέσω αδερφικών σχέσεων συμβούλων και αγοραστών κρίνεται με απλή παράθεση των αριθμών. Το ελληνικό κράτος συμφώνησε να εισπράξει συνολικά 261,3 εκατ. Ευρώ και να καταβάλλει ως μίσθωμα το 1/10 της αξίας τους για τα 20 χρόνια που διαρκεί η συμφωνία. Κάτι που σημαίνει ότι αφενός το Δημόσιο θα έχει στην πραγματικότητα ζημία περίπου 300 εκατ. Ευρώ (επιβαρύνεται και με τα έξοδα συντήρησης), αφετέρου οι δύο θυγατρικές των τραπεζών θα έχουν κάνει απόσβεση των εξόδων τους σε 10 χρόνια και θα διπλασιάσουν το αρχικό τους κεφάλαιο στο τέλος της 20ετίας. Μάλιστα σε εκείνο το χρονικό σημείο το ελληνικό κράτος δεν αποκτάει αυτόματα την κυριότητα των εν λόγω ακινήτων, αλλά θα πρέπει να τα αγοράσει στην τότε αξία τους, οπότε με δεδομένη την ανάγκη στέγασης των παραπάνω υπηρεσιών θα καταβάλει ένα ποσό κοντά σε αυτό που εισέπραξε τώρα.
Σε πρώτο στάδιο το Ελεγκτικό Συνέδριο επιχείρησε να ακυρώσει τη μεταβίβαση των ακινήτων, καθώς«σε όλα τα στάδια της ελεγχόμενης διαγωνιστικής διαδικασίας μετείχαν ως χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι του Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ οι εταιρείες NBG Securities SA και Eurobank Equities Investment Firm A.E., θυγατρικές και απολύτως ελεγχόμενες από τους ομίλους της Εθνικής Τράπεζας και της Τράπεζας Eurobank Ergasias αντίστοιχα, οι οποίες όφειλαν να απέχουν από τη διαδικασία καθόσον τελούσαν σε ιδιαίτερες σχέσεις με εταιρείες που μετείχαν ως διαγωνιζόμενοι». Ωστόσο μετά από αίτημα ανάκλησης του ΤΑΙΠΕΔ το ΣΤ' Τμήμα ακύρωσε την παραπάνω πράξη, αποφασίζοντας ότι «δεν προκύπτουν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία να καταδεικνύουν ότι οι τελικά επιλεγέντες επενδυτές απέκτησαν πλεονέκτημα μέσω των χρηματοοικονομικών συμβούλων του ΤΑΙΠΕΔ, παρότι οι συμβουλευτικές αυτές εταιρείες ανήκουν στους ίδιους ομίλους με τους επιλεγέντες επενδυτές».
Η συμφωνία για τα ακίνητα προχώρησε κανονικά στις αρχές του 2014, η έρευνα όμως των εισαγγελέων Διαφθοράς κάνει λόγο για «επαχθείς μισθωτικούς όρους» και φέρνει αντιμέτωπα μέλη και στελέχη του Ταμείου με τα αδικήματα της υπεξαίρεσης και της απιστίας. Η πώληλη των αεροδρομίων ολοκληρώνεται, παρά τις κοινωνικές αντιδράσεις, με μόνη εκκρεμότητα την εξέταση της συμφωνίας από το ΣτΕ στις αρχές Ιανουαρίου. Στο μεταξύ, το ΤΑΙΠΕΔ συνεχίζει απτόητο…